Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Λεηλασία στον υπερθετικό, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Spread the love

 

Αλέξανδρος Μπέμπης  

 

 

 

  decoration-1528494_960_720.jpg

 

 

Πριν τον καφέ.

”Μπέμπη…εεε Μπέμπη”.

Κοντοστάθηκα. Γυρίζω το κεφάλι.

”Βρε Μπέμπη. Τόσο πολύ άλλαξα; Δε με θυμάσαι;”

Αυτός ήταν. Ο ”Κακάος”. Η ”Παλιοκακαϊνα” του Δημοτικού. Ο ”Μπουχέσας” του Γυμνασίου.

Ο ”Άκης Μπακλαβάς” για μένα και τους ελάχιστους φίλους του, αν ποτέ ένοιωσε έτσι για κάποιον δεύτερον. Ποτέ δεν έμαθα. 
Μοναχογιός και μοναχοπαίδι. Ο Ισαάκιος Μπακλαβατζίογλου. 
Για τη μάνα του μόνο. Το είχε επιβάλλει στον άντρα της και την υπόλοιπη οικογένεια, που ζούσαν τότε όλοι στο ίδιο σπίτι, να τον αποκαλούν με το βαφτιστικό.

Πλαδαρός. Όπως και τότε. Πενήντα χρόνια πριν. Παιδί με προγούλι, κοιλιά και χοντρά πόδια. Μπούλης. Δεν έπαιζε. 

Στην Δ’ Δημοτικού ο δάσκαλος μας τον σύστησε στη μέση της χρονιάς με ανεξήγητη-αλλά καθοριστική για τη μετέπειτα παιδική συμπεριφορά μας-δυσφορία.

Τον έβαλε μαζί μου στο ίδιο θρανίο και μαζί συνεχίσαμε μέχρι την ΣΤ’. Μαζί και στις έξι τάξεις του Γυμνασίου.

Δίπλα δίπλα. Και στο θρανίο και στον κατάλογο. ”Μπέμπης” μετά το ”Μπακλαβατζίογλου”.

Τον αναγνώρισα από εκείνο το ”χαμένο” βλέμμα μέσα στα χοντρά-πατομπούκαλα-μυωπικά γυαλιά με τον κοκάλινο-αλά Ωνάση- σκελετό. Ίδιο πενήντα χρόνια.

Τον κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω.

Είχε παχύνει, είχε ”κρεμάσει” κι’ άλλο.

Μόνο το ντύσιμο ίδιο και απαράλλαχτο.

Λευκό πουκάμισο με μικρό γιακά κουμπωμένο ως το καρύδι και σκούρο καφέ πανταλόνι με λεπτές μαύρες ρίγες και μαύρη στενή ζώνη.

Με ρεβέρ. Και σαν παιδί στο κοντοπαντέλονο τότε και μετά στο γυμνάσιο και τώρα.

 

Καμιά έκπληξη. Έτσι τον ήθελε ντυμένο πάντα η μάνα του.

Μου χαμογέλασε. Και ένα δάκρυ…”Βρε Μπέμπη. Χρόνια και ζαμάνια…”

”Άκη μου, τι κάνεις;”

Το βλέμμα του καρφωμένο στα μάτια μου. Σαν να με αναζητούσε, όπως τότε, που με έψαχνε στην αυλή τα διαλείμματα για να βρει στήριγμα.

”Ουουου Κακάου”…”Ουουου Παλιοκακαϊνα” τον κατατρέχανε οι συμμαθητές επειδή αγόραζε γάλα κακάο από το κυλικείο…συχνά του έμενε ”μουστάκι” γύρω στο στόμα..

Ήταν και ο ”ξένος”. Από τους τελευταίους Έλληνες που είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη το 1965 διωγμένοι από την Πόλη…μιλούσε και κάτι ”περίεργα” ελληνικά!

…και εκείνο το ύφος το αλλόκοτο…με την συνεσταλμένη, μελιστάλακτη φωνή…

”Μη ξεχνάς Ισαάκιε. Είσαι απευθείας απόγονος του Ισαάκιου Κομνηνού”, άκουσα μια από τις ελάχιστες φορές που πήγα στο σπίτι του τη μάνα του να τον νουθετεί.

Όρθιος μπροστά της σε στάση προσοχής…του διόρθωνε τον γιακά με ένα χτύπημα στο κεφάλι με την δαχτυλήθρα που φορούσε πάντα στο μικρό δάχτυλο.

Μόνο εμένα δεχόταν στο σπίτι της.  Ίσως επειδή ο παππούς μου ήταν από την Πόλη.

(Είχε φύγει ο παππούς κυνηγημένος από την στρατονομία ως ανυπόταχτος στον τουρκικό στρατό τη μέρα που αγκυροβολούσε ο ΑΒΕΡΩΦ στον Βόσπορο. Εκείνη ήταν εφτά ετών παιδούλα τότε,με την ελληνική σημαία στη παραλία).

Είχαν έρθει μετά τα ”γεγονότα” τον Φεβρουάριο του ’65 με όσα πρόλαβαν-βρήκαν τρόπο- να στείλουν από την οικοσκευή και τον ρουχισμό τους.

Νοίκιασαν σπίτι κοντά στο δικό μας που το αγόρασαν μερικά χρόνια αργότερα.

Ο πατέρας του είχε το καλύτερο ζαχαροπλαστείο με τραπέζια στον Πέραν.  Εδώ, άνοιξε μαγαζί στη ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ με καλούδια που έφερνε από την Πόλη.

Σπίτι/δουλειά/σπίτι. Λιγομίλητος. Μόνο με τον παππού μου είχε ένα ”καληνύχτα Απόστολε”, αν τύχαινε να συναντηθούν το βράδυ που γύριζε. Ροδόλφος το όνομά του.

Η μάνα του-Ευφροσύνη-πορφυρογέννητη. Έτσι έδειχνε…

Το σπίτι τους-μόνο το σαλόνι είχα δει-μουντό. Μπουκωμένο με βαριά επίπλωση και σκούρες βελούδινες κουρτίνες και λουλουδάτη ταπετσαρία στους τοίχους.

Μια μεγάλη ασπρόμαυρη κιτρινισμένη φωτογραφία κρεμασμένη πίσω από το σεκρετέρ. Άμαξα με άσπρο άλογο και ένα καλοντυμένο ζευγάρι.

Μπροστά σε μονοκατοικία με κήπο.Φόντο η Αγιασοφιά… ”το σπίτι μας,οι γονείς μου. Στα γκέμια ο υποτακτικός μας… ο Λάζαρος… από την Προύσα”, μου είχε πει.

Σεμαίν και ασημικά παντού. Κρυστάλλινο πολύφωτο. Τραπεζαρία βαριά με καρέκλες-Λουδοβίκου 14ου; Δεν θυμάμαι-και κηροπήγια. Πόρτες πάντα κλειστές. 
Η μάνα του με μιλούσε στον πληθυντικό. ”Γιατί;” τον ρώτησα μια μέρα. Μετά το κατάλαβα… τα ”περίεργα” ελληνικά.

Οι δύο ”μεγαλοκοπέλες” αδερφές της-Αγλαΐα και Θάλεια- και η μάνα της-Μερόπη-καθισμένες με μακριές ρόμπες κοντά στην μπαλκονόπορτα.

Με λοξή ματιά απόμακρη, κραγιόν και φορτωμένες κοσμήματα. Λείψανα…

 

Ανατρίχιασα με το βλέμμα του. Ήταν ικεσία. Είχα να τον δω πολλά χρόνια. Στο πανεπιστήμιο χώρισαν οι δρόμοι μας.

(Είχε περάσει ιατρική  –  δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, αλλά…-κάθε μέρα με τρεις καθηγητές ”προγυμναστές” ήταν αδύνατο να μη μάθει).

Εκείνος συνέχισε ”σπίτι/πανεπιστήμιο/σπίτι”- όπως και παιδί στο σχολείο – εγώ με τις νεανικές φοιτητικές ανησυχίες…χαθήκαμε.

”Πάμε να πιούμε έναν καφέ να τα πούμε”.

Κατηφορίσαμε την Αριστοτέλους από το άγαλμα του Βενιζέλου και καθίσαμε στην παραλία για καφέ…

 

Στον καφέ.

 

”Καταστράφηκα Μπέμπη. Καταστράφηκα τελείως. Μόνο ο μισθός του γιατρού του ΙΚΑ με έμεινε… και σύνταξη έτσι που πάμε, ποιος ξέρει πόσο”.

”Λέγε ρε Άκη. Πες μου τι έπαθες”.

”Τι να σε πω κι’ από πού ν’ αρχίσω”… ”έξι μήνες μετά που τελείωσα την ιατρική πεθαίνει ο πατέρας μου από εγκεφαλικό … από καημό”…

…”μείναμε με τη σύνταξη”…” εγώ στρατό, αγροτικό,μετά ειδικότητα”…

”Τι ειδικότητα;”

…”ουρολόγος”…”πού μυαλό για ιατρείο. Πήγα γιατρός στο ΙΚΑ”…”  είχα να φροντίζω και τέσσερις γριές” … ”πεθαίνει πρώτα η γιαγιά…μετά η θεία Αγλαΐα”…”τις θυμάσαι;”

”Φυσικά”.

…”μετά εφτά χρόνια η μάνα μου”…”και έμεινε τελευταία η θεία Θάλεια”…”κατάκοιτη”…”θυμάσαι τον Νάσο που έμενε στις παράγκες στο Χιρς;”…

”Ναι,τον θυμάμαι”.

…ήρθε μια μέρα στο ιατρείο”…”τον εξέτασα και πιάσαμε κουβέντα”…”ξέρω ένα καλό κορίτσι,ορφανό,με λέει.Θέλεις να σου τη στείλω να φροντίζει την ανάπηρη;”…

…”στείλ’ την,του είπα”…”πού να ‘ξερα”…”από κει και μετά με πήρε ο κατήφορος”…”είχα λυγίσει απ’ τα βάρη”…

”Γιατί ρε συ,τι έγινε”…

…”ήταν παρθένα και ένα βράδυ…καταλαβαίνεις”…

”Ε και;”

…”άρχισε να με πιέζει”…”για γάμο.Εγώ δεν ήθελα”…”τρία χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία”…”με ζήτησε να της γράψω το σπίτι”…”πίεση στη πίεση της το ‘γραψα”…

…”με απειλούσε ότι αν δεν την εξασφαλίσω θα με εγκατέλειπε”…

Μιλούσε αργά, μηχανικά με τα μάτια στο πουθενά. Δεν τον διέκοπτα.

…”ένα βράδυ φεύγουμε επειγόντως για το ΑΧΕΠΑ”…”το πρωί η θεία Θάλεια παθαίνει σηψαιμία”…”δυο μέρες το πολύ,με λένε οι συνάδελφοι”…

…”το προηγούμενο απόγευμα που θα πέθαινε με λέει η μικρή πάω στο σπίτι να κάνω μπάνιο, να ετοιμάσω και τα ρούχα της γριάς, να μη τρέχω αύριο”…

…”πεθαίνει η θεία Θάλεια, γυρίζω στο σπίτι και τι να δω”…”η μικρή εξαφανισμένη, Μπέμπη”…”εξαφανισμένα και όλα”…

…”λεφτά, λίρες…οικονομίες μιας ζωής… πού να ξοδέψω με τέτοια ζωή που έκανα”…

…”τιμαλφή, ασημικά, τα πάντα. Ήξερε που ήταν” … ”κανείς δεν τα ήξερε, δεν τα είχε δει ποτέ”…”χμμμ κανείς”…”μόνο εσύ!”…”πριν πενήντα χρόνια”…

…”κοντά στο 1.000.000 ευρώ τα υπολόγισα. Όλα μαζί”…

…”τι να κάνω; Πάω στην αστυνομία, καταθέτω μήνυση και μετά είχα την κηδεία” … ”λίγες μέρες μετά με κοινοποιείται έξωση”…

…”ξανά στην αστυνομία με τον δικηγόρο και αρχίζει το ψάξιμο”…”ψάξιμο στο ψάξιμο, τι βρίσκουμε ρε συ Μπέμπη”…”να τρελαίνεσαι”…

…”ο Νάσος ήταν νταβατζής στο Βαρδάρι. Η μικρή ήταν από τα φυντάνια του, την είχε βάλει να κάνει παρθενορραφή και με την έριξε από δίπλα…

”Τι λες ρε Άκη. Γιατρός και μάλιστα ουρολόγος και δεν το πήρες χαμπάρι;”

…”Μπέμπη, θολωμένος ήμουνα, στα 46 μου πρώτη φορά άγγιζα ερωτικά γυναίκα” … ”ήταν και καπάτσα”… ”δέκα χρόνια κράτησε η ιστορία”…

…”πέρασε και στην επίθεση” … ”μήνυση για βιασμό και παράνομη κατακράτηση” … ”με εκβίαζε” … ”με κατήγγειλε στην επιθεώρηση εργασίας, ότι δεν την πλήρωνα”…

…”με διέσυρε” … ”όλες οι κοινοποιήσεις ερχόταν στο ΙΚΑ στο ιατρείο”…”δεν μπορούσα να αποδείξω τίποτε ούτε για το σπίτι μου ούτε για τα δίκια μου”…

Σκύβει το κεφάλι…”με κατέστρεψε”…”με κατάκλεψε”’…”μπλέξαμε στα δικαστήρια. Άντε να βγάλεις άκρη”…”με λεηλάτησε”…

”Όλη η ζωή σου λεηλατήθηκε Άκη”.

Σηκώνει τα μάτια και πρώτη φορά είδα το βλέμμα του να εστιάζει. Πρώτη φορά άκουγε την αλήθεια κατάματα.

Έπιασε το χέρι μου και το έσφιξε δυνατά. Σκύβει πάλι. Για να μη δω αυτό που δεν μπορούσε να κρύψει…

 

Μετά τον καφέ.

 

”Άκη λύσε μου μια απορία. Αν θυμάσαι”.

”……………………….”

”Ο δάσκαλος στο δημοτικό γιατί σε αντιπαθούσε;”

…”χμμμ”…”ήρθε μια μέρα στο σχολείο η μάνα μου να ρωτήσει πώς τα πάω”…”δεν ξέρω τι είπαν”…”γύρισε στο σπίτι έξαλλη”…

…”ακούω φωνές από την κρεβατοκάμαρη”… ”ακούς εκεί να πει το παιδί μου προβληματικό”…”ο πατέρας σιωπή”…”Ισαάκιε έλα εδώ”…

…”ορίστε μητέρα. Τι με θέλετε;”…

…”Ισαάκιε άκου αυτό που θα σε πω και μη το ξεχάσεις ποτέ” …  ”είσαι απευθείας απόγονος του Ισαάκιου Κομνηνού”…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author 

iPorta.gr

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Βροχή, του Μάνου Στεφανίδη
Τα παιδιά δεν πρέπει να πληγώνονται, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Το καφενείο του Μανιάτη, του Γιάννη Παπαϊωάννου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.