Χρέος των ιστορικών είναι να μας πληροφορήσουν, αν η φράση που αποδίδεται στον Τσώρτσιλ και εξυμνεί το θάρρος και την «πολεμική αρετή» των ελλήνων, ειπώθηκε πραγματικά ή είναι ένας ακόμη αστικός μύθος, που χρησιμοποιήθηκε από την αντίσταση για να εμψυχώσει το φρόνημα των μαχόμενων πατριωτών.
Στη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, και με αφορμή την θαυμαστή αντίσταση που προέβαλλε ο ελληνικός στρατός στην εαρινή ιταλική επίθεση, ο τότε πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, φέρεται ειπών πλήρης δέους: «Στο εξής δεν θα λέμε ότι οι Έλληνες πολεμούν σαν ήρωες, αλλά ότι οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Πολλοί ειδικοί αμφισβητούν την συγκεκριμένη φράση, αλλά η μεγαλειώδης ελληνική αντίσταση ήταν αυταπόδεικτα και ιστορικά τεκμηριωμένη, ώστε η σχετική φράση, έστω και επινοημένη, έντυνε με μια αληθοφανή αχλή, την πραγματική εποποιία.
Η φράση ανεσύρθη από τον ένδοξο μυθικό της υπόστρωμα και τροποποιημένη θα συνοδεύει το λεωφορείο της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου, το οποίο θα γράφει: «Οι ήρωες παίζουν όπως οι Έλληνες»!! Οι άλλες δύο επιλογές ήταν «Αυτή είναι η Ελλάδα» και «Μια ομάδα, ένα όνειρο».
Στο πρώτο είχαν δίκιο οι φίλαθλοι! Πώς να υποστηρίξεις αυτή είναι η Ελλάδα, με τη σημερινή κατάντια; Το δεύτερο προφανώς τους φάνηκε αρκετά «απαλό» για έναν λαό που …τον μιμούνται οι ήρωες.. (πάλι καλά πάντως που δεν σκέφτηκε κανείς το «i tan I epi tas» – θα είχαμε δράματα!)
Πλήθος κοινωνικών επιστημόνων έχουν διατυπώσει την άποψη ότι η γοητεία του ποδοσφαίρου έγκειται στο γεγονός ότι ενσωματώνει και εκφράζει προαιώνιες μνήμες πολέμου, άμυνας – επίθεσης ή κυνηγιού. Μνήμες που μεταδίνονται κυτταρικά από την προϊστορία του ανθρώπου. Εκφράζει το «συνανήκειν», το εμείς και οι αντίπαλοι, το εμείς και οι «εχθροί».
Το ποδόσφαιρο λειτουργεί ενοποιητικά σε δύσκολες στιγμές για εθνικές οντότητες – ιδιαίτερα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, ο αθλητισμός έγινε το σύμβολο του εθνικού αγώνα, και οι αθλητές εκπρόσωποι του έθνους και ήρωες πολέμου, εγγυητές του συνδετικού ιστού της εθνικής κοινότητας. Εχουν ας πούμε μείνει αιώνιο μνημείο περηφάνιας, οι έντεκα ποδοσφαιριστές της Δυναμό Κιέβου εκτελέστηκαν στην Ουκρανία από τις ναζιστικές δυνάμεις κατοχής, επειδή κέρδισαν ποδοσφαιρικό αγώνα εναντίον της εθνικής Γερμανίας!
Κατά καιρούς το εκμεταλλεύθηκαν ολοκληρωτικά καθεστώτα με προεξάρχοντες τον χίτλερ στη Γερμανία και τον χώρο του σοβιετικού συνασπισμού. Ο πρώτος για να αναδείξει την ανωτερότητα της φυλής, οι δεύτεροι την ανωτερότητα του συστήματος!
Τούτων δοθέντων, στο ποδόσφαιρο ταιριάζουν τα πολεμικά συνθήματα, αρκεί να μη γίνουν μπούμερανγκ και πληγώσουν όσους τα εμπνεύστηκαν και τα ψήφισαν.
Στα συνθήματα των εθνικών ποδοσφαιρικών ομάδων του μουντιάλ υπάρχουν εξίσου εθνικής υφής συνθήματα – αν και όχι τόσο μεγαλόστομα και ηρωικά, όσο το ελληνικό. Υπάρχουν ωστόσο και χιουμοριστικά, ψηφισθέντα από φιλάθλους που δεν έχουν εμμονική προσήλωση στο ηρωικό τους παρελθόν, αφού όσο πιο προοδευμένος είναι ένας λαός, τόσο απαρέσκεται τα εθνικοπατριωτικά συνθήματα.
Το πλέον χιουμοριστικό – κατά προσωπική άποψη – είναι της Ολλανδίας: Εχοντας επίγνωση οι φίλαθλοι της «ελαφρότητας» που έχει το χρώμα της φανέλας, το σύνθημα διαβεβαιώνει: «Οι πραγματικοί άνδρες φορούν πορτοκαλί»!
Το πλέον παιχνιδιάρικο είναι της Χιλής: «Χι! Χι! Χι! Λη! Λη! Λη! Πάμε Χιλή!» Το πλέον μετριοπαθές του Βελγίου: «Περιμένοντας το απίθανο», ενώ το πλέον αγχολυτικό, της Κορέας: «Απολαύστε το, κόκκινοι». Τα πιο ρομαντικά της Ουρουγουάης «Τρία εκατομμύρια όνειρα. Πάμε Ουρουγουάη», και της Αγγλίας «Το όνειρο μιας ομάδας. Το καρδιοχτύπι ενός εκατομμυρίου», – άλλες εθνικές ομάδες αυτοπροσδιορίζονται ως πολεμιστές της ερήμου, ελέφαντες, λιοντάρια κλπ.
Αυτό το κείμενο δεν είναι κείμενο γκρίνιας για ένα απλό σύνθημα που θα κοσμεί το λεωφορείο της εθνικής. Απλώς είναι μια ευχή: η φράση που την είχε ο λαός παρακαταθήκη και περηφάνια, να μην ευτελισθεί με πρόωρους αποκλεισμούς και διασυρμούς της στο χορτάρι των βραζιλιάνικων σταδίων, υπό τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας! Γιατί τότε θα ξεφτίσει και η περηφάνια της αρχικής φράσης!