Θα μπορούσαμε να πούμε ως προς τον Michel Foucault ότι η βασική του αξία είναι ότι μάς έχει απελευθερώσει από την ίδια την ιδέα της αλήθειας. Έχοντας ως έρεισμα την ανάγνωση των πρώτων γραπτών του Nietzsche, θεμελίωσε την άποψη ότι η αλήθεια δεν θα στηριζόταν παρά σε μια διάκριση ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές, που πάντα πρέπει να αποδομούμε. Η αλήθεια είναι, ως εκ τούτου, πολιτισμικά μεταβλητή;
Ένας οπαδός μιας ρεαλιστικής θεωρίας της αλήθειας θα έλεγε, σίγουρα, ότι η αντίθεση του αληθούς και του ψευδούς εντός της γλώσσας συνδέεται εσωτερικά με την αξίωση, που η γλώσσα έχει, να αναπαριστά την πραγματικότητα. Πριν μεσολαβήσουμε, κατά έναν ορισμένο τρόπο, η πραγματικότητα έχει ήδη διανείμει, ανεξάρτητα από εμάς, τα δεδομένα σε αυτά, που είναι πραγματικά, και αυτά, που δεν είναι. Ο Αριστοτέλης λέγει σε μια μνημειώδη διατύπωση: Δεν είναι διότι θεωρούμε, κατά έναν τρόπο αληθή, ότι είσαι λευκός, αλλά είναι διότι είσαι λευκός, λέγοντας ότι είσαι, που βρισκόμαστε εντός της αλήθειας.
Ο ρεαλισμός απαιτεί την σαφή διάκριση ανάμεσα στα μέσα και τις διαδικασίες, που έχουμε στην διάθεσή μας, σε μια δεδομένη στιγμή, για να αποφασίσουμε αν μια πρόταση είναι αληθής ή ψευδής, τα οποία (μέσα και διαδικασίες) είναι ιστορικά καθορισμένα, εμπίπτουν στο στοιχείο της τυχαιότητας, είναι μεταποιητά, ατελή και επισφαλή, και η αλήθεια ή η απουσία της σε μια πρόταση μπορεί, βέβαια, να είναι καθορίσιμη, έστω και αν δεν έχουμε στην διάθεσή μας αυτόν τον καθορισμό για ένα αντικείμενο.
Χωρίς αμφιβολία, δεν θα ήταν δύσκολο να καταδείξουμε ότι η πλειονότητα των τυπικών εκφράσεων του Foucault, που μέσα τους η λέξη “αλήθεια” παρεισφρέει ως συμπλήρωμα του ονόματος-“παραγωγή της αλήθειας”, “ιστορία της αλήθειας”, “πολιτική της αλήθειας”, “παιχνίδι της αλήθειας”, κ.ο.κ.-, βασίζονται σε μια σύγχυση, ενδεχομένως θεληματική, ανάμεσα σε δύο αντικείμενα, που ο Gottlob Frege θεωρούσε την διάκρισή τους ουσιαστική: την κατάσταση του αληθούς και την αποδοχή που είναι δοσμένη σε μια πρόταση, η οποία εξετάζεται ως αληθής, μία διάκριση που επιφέρει εκείνη των νόμων της κατάστασης του αληθούς και των νόμων της αποδοχής του ως τέτοιου. Αυτό, που ένας φιλόσοφος, όπως ο Frege, προσήπτε στον Foucault, είναι, πιθανώς, ότι δεν έχει ποτέ πραγματευτεί παρά μόνον μηχανισμούς, νόμους και συνθήκες ιστορίας μέσα στην κοινωνία ως προς την παραγωγή της αποδοχής και της πεποίθησης, και ότι έχει εξαγάγει από εδώ, καταχρηστικώς, συμπεράσματα, που αφορούν στην ίδια την φύση της αλήθειας.
Ο Nietzsche κατέδειξε ότι η πλειονότητα των αντικειμένων, που αναγνωρίζουμε ως αληθή και τα ονομάζουμε “αλήθειες”-και μάλιστα, στο πλαίσιο της πιο πεσσιμιστικής υπόθεσης, όλα τα αντικείμενα-είναι, στην πραγματικότητα, ψευδή, και συνιστούν, συνεπώς, πλάνες. Αυτό, που μάς λέει ο Foucault, είναι: ο Nietzsche κατέδειξε ότι έχουμε την πεποίθηση (αδίκως) να γνωρίζουμε, διότι αγνοούμε ότι αυτό που έχουμε την πεποίθηση να γνωρίζουμε, είναι, στην πραγματικότητα, ψευδές. Ο πιο φυσικός τρόπος να σχηματίσουμε μια σαφή ιδέα ως προς αυτό θα ήταν να πούμε ότι διαπράττουμε, σε μια ανάλογη κατάσταση, το σφάλμα να θεωρούμε ως αληθές κάτι που δεν είναι. Μα αυτό δεν ανήκει ποτέ στον τρόπο, με τον οποίο εκφράζεται ο Foucault, ο οποίος προτιμά, σε όλες τις περιπτώσεις, να κάνει λογο για αλήθειες, που δεν είναι αληθείς. Το τελευταίο εξηγείται πολύ καλά, αν αντιληφθούμε την τάση, που, εξίσου, έχει, να ταυτίζει την αλήθεια με την γνώση (πραγματική ή θεωρητική), που κατέχουμε. Είναι, πράγματι, μόνον μέσω της γνώσης, την οποία κατέχουμε, που η αλήθεια φαίνεται ν’ αποκτά, για τον ίδιο, μια πραγματικότητα, και εκφράζεται, πολύ συχνά, μάλιστα, ως εάν η αλήθεια να ανάγεται, στα πάντα και για τα πάντα, σε αυτήν.
Η διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια και την πεποίθηση στην αλήθεια συνιστά μια προτροπή να δυσπιστούμε εξίσου ως προς μια άλλη σύγχυση, που, υπό κανονικές συνθήκες, εκτίθεται ως προς την εσωτερική συνάφεια θεωρούμενη ως υπάρχουσα ανάμεσα στην αλήθεια και την εξουσία, όπου η δεύτερη έχει ανάγκη στήριξης στην πρώτη, για να νομιμοποιήσει επιτυχώς την ύπαρξή της και την άσκησή της, και η πρώτη έχει ανάγκη βοήθειας από την δεύτερη για να μπορέσει να επιβληθεί επιτυχώς.
Συνεπώς, έχουμε ένα καθήκον ως προς την αλήθεια, και η εξουσία έχει, ως εκ τούτου, κάθε ενδιαφέρον στην προσπάθειά της να πείσει τους ανθρώπους, πάνω στους οποίους ασκεί την κυριαρχία της, πράττοντάς το στο όνομα των τύπων αλήθειας ενός καθορισμένου είδους, που οι άνθρωποι μπορούν και αναγνωρίζουν απαρέγκλιτα. Δεν πρέπει, ωστόσο, να σπεύσουμε συμπεραίνοντας από τα ως άνω ότι η εξουσία έχει ανάγκη της ίδιας της αλήθειας. Αυτό που έχει, στην πραγματικότητα, ανάγκη είναι μόνον η πεποίθηση, κάτι που συνεπάγεται, από μέρους της, την ικανότητα να εμπνέει την αναγνώριση και την αποδοχή ως αληθινών των αντικειμένων, που δεν τής επιβάλλονται με βία και μπορούν, μάλιστα, να είναι εντελώς ψευδή.
Θεσσαλονίκη, 17/09/2017
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr