Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια Ρόδος αλλοιώτικη. Στους δρόμους με τις περιποιημένες δενδροστοιχίες -μοναδικές στην Ελλάδα, έλεγαν- κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα με τριψήφιο αριθμό, κάτι FIAT Ballila και κάτι Topolino, και που και που καμιά πράσινη “κοριέρα” του ΡΟΔΑ, απομεινάρι κι αυτή του περάσματος των Ιταλών. Το Μαντράκι, χωρίς τα διπλοτριπλοσταθμευμένα αυτοκίνητα έμοιαζε αχανές και απέραντο, χαρά θεού για τους πεζούς.
Μετρημένα στα δάχτυλα τα ξενοδοχεία – το Κάμειρος, το Λίνδος, το Πίνδος, το Αθήναιον, το Απόλλων, το Εθνικόν, και βέβαια το Θέρμαι και το Μέγα Ξενοδοχείον των Ρόδων… Ανάμεσα στα νεοκλασσικά αρχοντικά και τα άλλα χτήρια και κατοικίες που τώρα έχουν δώσει την θέση τους σε ακαλαίσθητα τσιμεντένια κουτιά, κήποι και περιβόλια άνθιζαν και ευωδιούσαν. Ήταν όμως τότε και εποχή σχετικής -ή όχι και τόσο σχετικής- φτώχειας. Βγαλμένη μόλις από τον καταστροφικό πόλεμο η Ρόδος προσπαθούσε να ορθοποδήσει. Μικρή η αγοραστική δύναμη του κοσμάκη, λιγοστά και περιορισμένα στα απαραίτητα τα είδη στις προθήκες των εμπορικών καταστημάτων. Και προπαντός ΕΛΑΧΙΣΤΑ Ή ΚΑΘΟΛΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙA!
Πιτσιρικάς τότε, ακολουθούσα παντού τη μητέρα μου που, μη έχοντας πού να με αφήσει, με τραβολογούσε μαζί της στις πολλές και ποικίλες ασχολίες της: στις Προσκοπίνες των οποίων ήταν η ιδρύτρια και Γεν. Έφορος στην Ρόδο, στην ΧΕΝ, που κι αυτής ήταν ιδρυτικό μέλος, στην Φιλόπτωχο της Εκκλησίας… Μια φορά λοιπόν, θα ήμουν εφτά χρονών, είχε φτάσει μια καινούρια καραβιά βοήθεια της UNRRA κι η μητέρα μου μαζί με άλλες κυρίες ήταν υπεύθυνες για να μοιραστεί στον κόσμο που την είχε ανάγκη. Ο τόπος συγκέντρωσης και αποθήκευσης της βοήθειας ήταν τα υπόγεια του Δημαρχείου και η μητέρα μου με πήρε ως συνήθως μαζί της. Μη ξέροντας περί τίνος πρόκειται ακολούθησα γκρινιάζοντας. Φαντάζεται κανείς την έκπληξη και τον θαυμασμό μου όταν φτάνοντας εκεί βρέθηκα μπροστά σε βουνά κυριολεκτικά από παιχνίδια! Δωμάτιο μετά από δωμάτιο στη σειρά ξεχείλιζαν από στοίβες δέματα, άλλα κλειστά άλλα ανοιχτά, γεμάτα παιχνίδια. Πέρασα τις επόμενες ώρες περιδιαβαίνοντας τον παράδεισο με τα μάτια γουρλωμένα σαν υπνωτισμένος. Δεν είναι πως δεν είχα ξαναδεί τόσα πολλά παιχνίδια. Δεν είχα ξαναδεί παιχνίδια -τελεία και παύλα.
Λίγο πριν φύγουμε τόλμησα να πιάσω από το βουνό ένα αυτοκινητάκι -ένα τόσο δα κόκκινο αυτοκινητάκι- και να το βάλω στην τσέπη. Πίσω στο σπίτι λίγο αργότερα το έβγαλα και άρχισα να παίζω πανευτυχής. Το άγρυπνο μάτι της μάνας μου με σταμπάρησε αμέσως και άρχισε η ανάκριση. Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε! Πού το βρήκα; Ώστε έτσι, ε; Αφού άκουσα μια διάλεξη περί τιμιότητας και για το πως τα φτωχά παιδάκια είχαν ανάγκη τα παιχνίδια αυτά – λες κι εγώ δεν τα είχα – έφαγα από πάνω κι ένα χαστούκι κεφαλλονίτικο (γιατί Κεφαλλονίτισσα ήταν η Eιρήνη Kαμινάρη) που μου ζέστανε το μάγουλο για κάμποση ώρα μετά.
Ήταν ένα μάθημα που αν και χρειάστηκε καιρός για να πιάσω το πλήρες νόημά του, το έμαθα καλά και δεν το ξέχασα ποτέ.
Από το βιβλίο μου “Τα παιχνίδια που παίζαμε”, που δεν έχει γίνει ακόμα βιβλίο κι ούτε ξέρω αν θα γίνει.
6 Σχόλια
Εντάξει, εντάξει. Τώρα κάνατε εμένα να συγκινηθώ. Αποτελειώνω την εικονογράφηση που έχω ξεκινήσει και προχωρώ. Ευχάριστώ τους πάντες για τα καλά λόγια!
ο Θα
Ἄν δέν σέ ἔπεισαν τά λόγια τοῦ Κωστῆ, ε, τότε τί νά πῶ; Εἶσαι πιό ἀμετακίνητος ἀπό τόν βράχο τοῦ Γιβραλτάρ.
Τι σημαίνουν οι αναστολές σου; Προχώρα ρε παίχτη!
πόσα κρυμμένα βιβλία έχεις εσύ δεν ξέρω….
να σαι καλά Βαγγέλη μου
Μου δίνεις κουράγιο, Γέρο Τάσο! Και να σκεφτείς πως είναι τελειωμένο σχεδόν εδώ και καιρό
ο Θα
Λοιπόν, Εὐάγγελε, τό καλό πού σοῦ θέλω (The good I want you πού θά ἔλεγε κι ἕνας ἄγγλος, )αὐτό τό βιβλίο πού ἀκόμα δέν ἔχει γίνει βιβλίο, νά γίνει τάχιστα βιβλίο.