Απόψεις

Γιε μου, του Παναγιώτη Φερεντίνου

Spread the love

Γιε μου,

σε είδα χθες στον ύπνο μου. Ήμασταν σε μια βάρκα, ανοιχτό πέλαγος• εμείς οι δυό και το νερό.

Με κοιτούσες και χαμογέλαγες. Περήφανος πατέρας εγώ, δώρο μοναδικό το παιδικό σου χαμόγελο. Μα σαν η ώρα πέρασε –θες ο ήλιος, θες η στιγμή– αποκοιμήθηκα. Κι εκεί, στον ύπνο μου μέσα, άκουσα «μπαμπά, μπαμπά», μα δεν έδωσα σημασία. Όνειρο στο όνειρο;

Κι όταν ο ήλιος μεσουράνησε, και το φως του έγινε δυνατό και με τύφλωσε, εκεί ξύπνησα. Μα δεν ήσουν εκεί. Άδεια η βάρκα απ’ το κορμάκι σου• μόνος εγώ και το νερό.

Κοίταξα αριστερά, κοίταξα δεξιά, παντού. Όπου μπορούσε το μάτι μου να φτάσει κι ακόμα παραπέρα. Και φώναξα, φώναξα, ούρλιαξα. Έπεσα στο νερό, κολύμπησα μανιασμένος. Φώναξα ξανά. Μάταια…

Ποιος να μ’ ακούσει; Ποιος να βοηθήσει;

Προσπάθησα να βουτήξω βαθιά, στο χάος της αβύσσου. Να πνιγώ, να ρημαχτώ, εκεί να μείνω• ήλιος να μην με ξαναδεί ποτέ! Ούτε τα κατάφερα. Στη βάρκα πάλι• όλα ίδια, μα εσύ που; Ο ήλιος που μου ‘φερε γλυκά τον ύπνο, ο ίδιος τώρα δικαστής, να δέρνει το κεφάλι μου –το ξερό μου– μεσοπέλαγα.
Γέρασα, γέρασα• έμεινα να στέκω ορθός. Μηδέν εγώ, το ίδιο το μηδέν! Τι ζωή;

Τι χειρότερο απ’ το να μην ξέρεις την αλήθεια;

Κι όταν, χρόνια μετά, ξεβράστηκε επιτέλους το μισοπεθαμένο μου κορμί –μα όχι νεκρό– σε χώρα αλλόγλωσση, μου ‘παν πως κάποτε εδώ, σ’ αυτή τη γη, η θάλασσα πέταξε ένα κορμάκι. Ένα παιδί• σγουρομάλλικο, μαλλάκια κοκκινωπά, μάτια πράσινα. Ούτε τότε πίστεψα…
Κάθε στιγμή, από κείνη τη μέρα-συμφορά, σε φανταζόμουν μεγάλο• γιόρταζα τα κάθε σου γενέθλια, τόσους Οκτώβρηδες μπροστά. Τότε πανεπιστήμιο, τότε στρατό, τότε οικογένεια.

Ούτε όταν μου ‘παν πως βρέθηκε, στο χέρι τ’ αριστερό, καδένα χρυσή, σ’ αλφάβητο αλλιώτικο, που ‘γραφε τ’ όνομά σου.
Κι έτσι εσύ, ο Αντώνης μου, ο Αντωνάκης μου, έγινες άστρο, έγινες ευχή. Είχα παιδί-άγγελο• για τα ξενύχτια τα ατελείωτα, ν’ αντέχω μέχρι την αυγή. Ποιος να καταλάβαινε γιατί ξενυχτάω μέχρι το πρωί; Κι εκείνη την ώρα μόνο με έπαιρνε ο ύπνος, στην γλυκιά ανατολή, σαν σ’ άκουγα να ψιθυρίζεις «πατέρα, κοιμήσου»• μέχρι να ‘ρθει τ’ άλλο πρωί…

 

 

 

* Ο Παναγιώτης Φερεντίνος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1983. Σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών(2002-2007), στο Α’ Εργαστήρι Ζωγραφικής, και Χαρακτική-δεύτερο πτυχίο(2008-2011), στο Β’ Εργαστήρι Χαρακτικής. Το 2005 κερδίζει υποτροφία από την Ακαδημία Αθηνών για Ανώτατες σπουδές τέχνης στο Παρίσι, όπου το 2006 συμμετέχει στο πρόγραμμα Erasmus (Université Paris 8, Vincennes-Saint-Denis), στα πλαίσια των προγραμμάτων ανταλλαγών φοιτητών. Από το 2008 έως σήμερα, εργάζεται στο Εικαστικό Εργαστήρι του Δήμου Πατρέων ως καθηγητής Σχεδίου-Ζωγραφικής. Επίσης εργάζεται ως υπεύθυνος δημιουργικής απασχόλησης στο Πολυδύναμο Κέντρο Πολιτών με Αναπηρία «Άμπετ Χασμάν». Έχει συμμετάσχει σε πλήθος εκθέσεων, Μπιενάλε και Διαγωνισμούς όπου απέσπασε αξιόλογες κριτικές για το έργο του. Δουλειά του έχει παρουσιαστεί στην Ελληνική και Κυπριακή τηλεόραση. Μέρος του έργου του έχει παρουσιαστεί και βρίσκεται σε ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές σε Ελλάδα, Κύπρο, Γαλλία, Σερβία και Καναδά. Με τη συγγραφή ασχολείται τα τελευταία δέκα χρόνια, κυρίως με το διήγημα, την ποίηση και το θεατρικό κείμενο. Έργο του έχει παρουσιαστεί σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά λογοτεχνίας και ποίησης.

• Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο: «Αφέντης του “τόσο δα”» κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από την «Άνεμος» εκδοτική.

SHARE
RELATED POSTS
Στους φίλους μου, της Αναστασίας Φωκά
Όχι έτσι, Πόπη!
Το Εγώ τού ηθοποιού. (Σκέψεις για τον… Ρινόκερο), του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.