Ήταν τέλη του 1981. Η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο.Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού πίστεψε στην έννοια της Αλλαγής και στο Κοινωνικό Συμβόλαιο, συνθήματα που ο Ανδρέας Παπανδρεόυ πέρασε ως βασικά μήνυματα στην διψασμένη για “απαλλαγή απο την Δεξιά” ελληνική κοινωνία της Μεταπολίτευσης.
Ο Ανδρέας, ευφυής οικονομολόγος που έζησε απο κοντά την οικονομική άνθηση του ’50 και του ’60 στις ΗΠΑ, υιοθέτησε μια νεοκεϋνσιανή –για την εποχή – συνταγή τόνωσης της ελληνικής οικονομίας, με κεντρικό άξονα πολιτικής την ατομική κατανάλωση. Δεν θα αναφερθώ σε μεγέθη δημοσιονομικά, ούτε σε αριθμούς που δείχνουν την διόγκωση του Κράτους, των ελλειμμάτων, του Χρέους.
Είναι όλα πλέον γνωστά και ιστορικά κατεγεγραμμένα. Θα σταθώ στο σκέλος της «επένδυσης της κοινωνικής επιθυμίας» , μια παράμετρο στην οικονομική του πολιτική που συνοδεύτηκε από μακροχρόνιες συμπεριφορές και νοοτροπίες ατόμων, ομάδων, γενεών. Και σήμερα ζούμε δυστυχώς ξανά μια κατάσταση «φυσιολογικής κυκλικότητας» της οικονομικής,πολιτικής και πολιτισμικής μας συμπεριφοράς, ως άτομα και ως λαός.
Μια ολόκληρη γενιά έμαθε, από την δεκαετία του ’80 και μετά, να κερδίζει χωρίς να δουλεύει πολύ, να επιδοτείται οικονομικά και κοινωνικά χωρίς να καταθέτει βιώσιμα πλάνα, να ζεί μεταπρατικά και προμηθειακά χωρίς να παράγει. Κάποιοι θα πούν ότι αυτό το «μεσιτικό» χαρακτηριστικό του Έλληνα, το εμπορικό δαιμόνιο και όχι το δημιουργικό, υπάρχει από την αρχαιότητα. Σύμφωνοι, αλλά η πρόσβαση στο εύκολο κέρδος, η διείσδυση στα κανάλια της υπεραξίας και κυρίως η τάση για ανοδική κοινωνική κινητικότητα, εδραιώθηκε σε αυτόν τον τόπο, μετά τον ερχομό στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου.
Μπορεί να ανέδειξε την κοινωνική ευαισθησία του Κράτους, να έβαλε τα θεμέλια για αναδιανομή του πλούτου και για τα περίφημα «νέα τζάκια», όμως η οικονομική του πολιτική δυστυχώς πριμοδοτούσε μακροπρόθεσμα όχι τους ικανούς και έντιμους, αλλά τους στενά συνδεδεμένους με τον κρατικό μηχανισμό και την διαπλοκή.Στόχος αφανής ήταν η μοιρασιά του δημοσίου ( ευρωπαικού κατά βάση) χρήματος,γεννώντας τον μεγαλύτερο οικονομικό μύθο της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, την εύθραυστη όπως αποδείχτηκε ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας: Την μικρομεσαία επιχείρηση.
Πολλά και σεβαστά τα οφέλη της χώρας και των κατοίκων της από την ηγετική φυσιογνωμία του Ανδρέα Παπανδρέου.Το “ομόλογο” όμως που εκδόθηκε το 1981, και ήταν «ομόλογο της ήσσονος προσπάθειας για το μέγιστο κέρδος», με ενέχυρο τον δήθεν μελλοντικό πλούτο, είχε τελικά πολύ μεγάλο κόστος δανεισμού για το νεοελληνικό κράτος και τους πολίτες του. Με αυτό το «ομόλογο» αναποδογυρίστηκε απότομα και άγαρμπα η κοινωνική πυραμίδα και άρχισε μια παλινδρομική κίνηση στην κοινωνική διαστρωμάτωση, με αποτέλεσμα μια δήθεν πιο ευνοϊκή θέση για την μεσαία τάξη.
Μπορεί το χάσμα κοινωνικής ανισότητας και η ψαλίδα φτωχών – πλουσίων να έκλεισε τα τελευταία 35 χρόνια στην χώρα μας, όμως η κινητικότητα του πλούτου δεν είχε ομαλή αναδιανομή στην κοινωνία.Οι τάξεις καλύφθηκαν δήθεν με τον μανδύα της ελεύθερης πρόσβασης στη ευημερία, που τελικά αποδεικνύεται τεχνητός μανδύας για τις μόνιμες διαφορές μεταξύ αυτών που παράγουν και κερδίζουν και αυτών που κερδίζουν μεσολαβώντας. Διότι αυτές είναι οι δύο φυλές των Ελλήνων, ας μην γελιόμαστε.
Σήμερα, ο νεοέλληνας καλείται να αποπληρώσει το «ομόλογο» εκείνο. Αρέσκεται όμως στο να το αγοράσει ξανά. Να εξαργυρώνει με δανεικά τα κουπόνια του και να το μετακυλίει προς το μέλλον, ως ατέρμονη οφειλή εθνικής ιδιοσυγκρασίας.Το φθηνό ευρώ, η δανειολαγνεία, οι τεχνητές επιθυμίες, το υπερτροφικό Δημόσιο και η έλλειψη σοβαρής επιχειρηματικότητας από τους νεοέλληνες, συνάντησαν το 2009 την πραγματικότητα της παγκόσμιας οικονομικής ανισορροπίας που θρέφεται και συντηρεί ταυτόχρονα το αδηφάγο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το δε ελληνικό τραπεζικό σύστημα, κρατικό την δεκαετία του ’80, έντονα ιδιωτικό και επεκτατικό (Βαλκάνια) τις δυο επόμενες δεκαετίες, τελικά ενεχυρίασε στην ΕΚΤ όχι τα ελληνικά κρατικά ομόλογα, αλλά το μερίδιο του τόκου που δήθεν δικαιούνταν ο κάθε Έλληνας από το «ομόλογο» του 1981: Το εύκολο κέρδος.
Ο πάντα εύστοχος και συνεπής στις ιδέες του Ανδρέας Ανδριανόπουλος, έγραψε πρόσφατα για τις επικείμενες εκλογές : ” Όλοι περίπου οι δυνητικά βιώσιμοι πολιτικοί σχηματισμοί της χώρας είναι αιχμάλωτα μιάς λογικής εξιδανίκευσης του δημόσιου τομέα από τον οποίο και περιμένουν την όποια μελλοντική λύση. Ουδείς τολμά να αρθρώσει το απλό και λογικό. Για να σωθεί ο τόπος χρειάζεται να καταργήσει δημόσιους φορείς, να καταργήσει γραφειοκρατικές διαδικασίες, να περικόψει δραστικά τους φόρους και να διώξει κόσμο από το δημόσιο – δηλαδή από το κράτος”
Ο Αλέξης Τσίπρας μελέτησε σε βάθος αυτόν τον δομικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας από τότε. Πλαισιώνεται από 60άρηδες “αριστερούς αστούς” (Δραγασάκης, Φλαμπουράρης,Βούτσης,Σαγιάς,κ.α) που ξέρουν καλά πώς συνδυάζεται η επαναστατική ρητορεία μέσα στον ελληνικό ιδιόμορφο καπιταλισμό. Ο συνομήλικος του Τσίπρα, Νίκος Παππάς, γνωρίζει καλά το παιχνίδι της επικοινωνίας, ντύνοντας με αριστερή ηθικολογία και με το ” ηθικό πλεονέκτημα” τον ριζοσπαστικό λόγο του αρχηγού. Οι υποσχέσεις που δεν υλοποιούνται, απωθούνται από τον μέσο Έλληνα καθώς η οργή για τον δικομματισμό(ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) και τα καταστροφικά μνημόνια απο το 2010, υπερτερούν στο θυμικό του.
Εάν δεν υπήρχε ο ΣΥΡΙΖΑ -και οι ανεδαφικές εξαγγελίες του – έπρεπε να τον εφεύρουμε. Ο Έλληνας έχει ζωτική ανάγκη να ακούει για Ελπίδα και Αλλαγή. Ο τοίχος της Πραγματικότητας και της Αλήθειας, έπεσε σε αυτόν τον τόπο από τον Ανδρέα Παπανδρέου, πριν ακόμη πέσει το τείχος του Βερολίνου…