Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ένα από τα μυστικά τής αποτυχίας μου, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Ο Κωστής Μακρής είναι γραφίστας και συγγραφέας

 

Οι καλοί φίλοι είναι χρήσιμοι σε πολλά πράγματα. Ένα από αυτά είναι να σε βοηθούν να ανακαλύπτεις κάποια από τα μυστικά τής ζωής σου που δεν τα ήξερες. Κι αυτό δεν το κάνουν πάντοτε συνειδητά. Προκύπτει μέσα από μια κουβέντα, με μια φράση μόνο ή και με τη στάση τους απέναντι σε κάτι που κάνεις ή δεν κάνεις.

Έχω κι εγώ καλούς φίλους που με βοηθούν να ανακαλύπτω πράγματα που με καθορίζουν.

Όταν ήμουνα περίπου έξι χρόνων, με είχε συνταράξει μέχρι δακρύων το γεγονός τής σταύρωσης του Χριστού.

Λίγα χρόνια μετά, έκλαιγα για τις συμφορές τής δούλας Ελίζας, που πάλευε σκληρά για να σωθεί η ίδια και ο γιος της ο Χάρι, όχι πολύ μακριά από το καλύβι τού μπαρμπα-Θωμά. Κι ας μη σκεφτόμουνα τότε ποιοι και πως είχαν δουλέψει για τα ρούχα της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, που είχε γράψει το βιβλίο.
Τότε περίπου, ή λίγο μετά, πετούσα μαζί με κάτι αγριόχηνες σ’ ένα θαυμαστό ταξίδι, παρέα μ’ ένα άγνωστο παιδί από τη Σουηδία, με το παράξενο όνομα Νιλς Χόλγκερσον.

Εκείνο το παιδί είχε τόσο γοητευτικά τιμωρηθεί για τις κακές του πράξεις που με έβαζε στον πειρασμό να γίνω κι εγώ κακό παιδί.

Αλλά δεν τα κατάφερνα γιατί ένας αυστηρός, όσο και παραδειγματικός, οικογενειακός κώδικας με έσπρωχνε μονίμως σε μια ανανταπόδοτη εντιμότητα.
Μεγαλώνοντας, έτρεχα σε ζούγκλες ξυπόλυτος, παρέα με τους λύκους τού Ακέλα, συντροφιά με τον Μπαγκίρα και τον Μπαλού. Τοξοβολούσα σε εγγλέζικα δάση υπερασπιζόμενος έναν άγνωστό μου βασιλιά. Ερωτευόμουνα κάτι απίθανες δεσποσύνες και, πάλι για το χατήρι ενός άλλου ―εξίσου άγνωστού μου― βασιλιά, μονομαχούσα με κάτι απαίσιους ξιφομάχους ενός κάποιου Ρισελιέ.

Βέβαια είχα θαυμαστή παρέα! Τους τέσσερεις τρεις σωματοφύλακες Άθω, Πόρθο, Άραμη και Ντ’Αρτανιάν! Κάτι σαν τα τρία πέντε πηγάδια που τότε δεν τα ήξερα.

Ενδιάμεσα ζούσα, αγαπούσα, νευρίαζα, μάθαινα και μεγάλωνα.

Άνθρωποι γύρω μου γεννιόντουσαν, μεγάλωναν, δούλευαν, αγαπούσαν, γεννούσαν και πέθαιναν. Ενδιάμεσα ζούσαν.

Μετά ήρθε η «Μάστιγα του αγκυλωτού σταυρού» και τα αμπαζούρ από στικτό (με τατουάζ) ανθρώπινο δέρμα, της φιλότεχνης ναζί Ίλζε Κοχ, στο Δάσος με τις Οξιές.

Μπούχενβαλντ το ξέρουν σήμερα, οι περισσότεροι, αυτό το ειδυλλιακό δάσος.

Και οι φωτογραφίες μέσα στο βιβλίο τού Μπέρτραντ Ράσελ. Ανθρώπινα σκελετωμένα σώματα σε λάκους σαν σε χωματερές. Ανθρώπινα σκουπίδια… Όχι, δεν ήταν εκείνα τα σώματα τα ανθρώπινα σκουπίδια. Σκουπίδια, και κάθε άλλο παρά ανθρώπινα, ήταν εκείνοι που είχαν οδηγήσει την ανθρωπότητα, και τη σκέψη της και τις πράξεις της, στις πιο βρομερές χωματερές τής ανθρώπινης διαστροφής. Και είναι και κάτι παραφυάδες τους, που ακόμα και σήμερα λερώνουν αδιάντροπα αυτό που λένε ότι υπερασπίζονται: τον Ελληνισμό.

Μετά ήρθαν οι πολλών ειδών οργισμένες σκέψεις για τους «φταίχτες». Έβρισκα φταίχτες περισσότερους κι από τα κοχύλια που μάζευα στις ακτές, τα καλοκαίρια μου.

Μετά έκλαιγα σ’ ένα μεγάλο μας τσίρκο και με ανεμογύριζαν παραμύθια χωρίς όνομα τη βραδιά που ένα τανκ(ς) μπήκε χωρίς φροντιστήριο και χωρίς εξετάσεις στο Πολυτεχνείο.

Δεν ήξερε εκείνο το άρμα μάχης πόσο θα ασκήμιζε, μετά από χρόνια, το κτίριο των Μετσοβιτών με συνθήματα που άλλον στόχο δεν έχουν σήμερα παρά το ξεχαρμάνιασμα των αυτουργών τους.

Ήρθε και η ζωγραφική να με κυριέψει για αρκετά χρόνια με θυμό και με τεντωμένο δάχτυλο. Να δείξω! Να φανερώσω τα αφανέρωτα! Να εξαπλωθεί στον κόσμο η χιλιάκριβη αλήθεια μου! (Άλλη παιδί δεν έκανε, μόνο η Μαριώ τον Γιάννη!)

 

Ήταν βέβαια και ο οργανωμένος θυμός. Σαν μια προσπάθεια να πετύχω ελεγχόμενη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου με χαλιναγωγημένη ενέργεια αρκετή να φωταγωγήσει δωρεάν όλον τον κόσμο. Και το δαιμονισμένο όραμα «του τελευταίου καπιταλιστή ―ή φασίστα― να κρέμεται από τα άντερα του τελευταίου γραφειοκράτη» κάπως άρχισε να ξεθωριάζει μέσα από την αντιφατική επιλογή του σοσιαλισμού με δημοκρατία. Μια αντίφαση που ακόμα δεν έχω καταφέρει να λύσω με επάρκεια.

Ενδιάμεσα ζούσα, δούλευα, αγαπούσα, μάθαινα, μισούσα.

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με τους έρωτες, τα μίση και τη ζωή, ερχόντουσαν και τα δίκια των άλλων γήινων. Πάντα με τον φόβο μήπως με την υπέρμετρη και παθιασμένη ενασχόλησή μου με την «οικολογία» (σε εισαγωγικά) καταντήσω ―όταν θα με παίρνανε τα χρόνια― ένα φανατικός οικολόγερος.

Λογική, τότε (1977) η συνύπαρξή μου ―Αγκαλίτσα! Ε;― μ’ ένα φτερωτό αλογάκι της Παναγίας με δύο πόδια και δύο χέρια. Ούτε έντομο, ούτε πουλί, ούτε ερωμένη. Και έντομο και πουλί και ερωμένη. Κι ας μην είχα διαβάσει ακόμα τη «Μεταμόρφωση» του Φραντς Κάφκα.

Περάσανε τα χρόνια, θύμωνα, ξεθύμωνα, ξαναθύμωνα, ξαναξεθύμωνα…

Αγαπούσα… Δούλευα. Μετά, άρχισα να γράφω.

Αλλά πώς να γράψεις αιχμηρά, πώς να κάνεις κείμενα νυστέρια που να κόβουν τα αποστήματα, να τα πετάνε σε κουβάδες ελεγχόμενης απόρριψης αποβλήτων, πώς να κάνεις τους εχθρούς του είδους σου και όλων των ειδών τού πλανήτη να οδηγούνται είτε στην έμπρακτη μετάνοια ή στον αυτοχειριασμό τους με ταυτόχρονο εθελοντικό τους εγκλεισμό σε κάδους κομποστοποίησης για χρήση τους ―ως λίπασμα― σε βιολογικές καλλιέργειες;
Πώς να γράψεις κείμενα πυρακτωμένα, που να καίνε τα μάτια και τα χέρια όσων θεωρούν το μικρό τους και εφήμερο «Τα κατάφερα εγώ, και να πάνε να γ@_ _ούν όλοι οι άλλοι!» πιο σημαντικό από το μέλι και την κερήθρα των ερωτευμένων με τ’ αγριολούλουδα μελισσών;

Όταν για κάθε λόγο σου, η ίδια η ιστορία σού αμολάει έναν αντίλογο ίσαμε ‘κει απάνω.

Όταν θέλεις να ξεσκίσεις, να ανασκολοπίσεις, να ξεπαστρέψεις έναν περίδρομο καθάρματα αλλά σου έχουν κολλήσει, σαν πεταλίδα σε βράχο, εκείνα τα «μηδενί δίκην δικάσεις πριν αμφοίν μύθον ακούσεις», τα «γνώθι σαυτόν» και τα άλλα ―τα πολύ πιο ενέσιμα και εθιστικά― «ουδείς εκών κακός» και «αγαπάτε αλλήλους».

Εδώ έρχεται ο καλός ο φίλος. «Είσαι γλυκανάλατος» μου λέει, όχι χωρίς αγάπη.

Και έχει δίκιο.

Όταν ακόμα κι αυτά που γράφω τώρα ―εν τηλεοπτικώ βρασμώ―, γλυκανάλατα μου βγαίνουν, και πολύ θα συγκινηθούν όλοι εκείνοι που όλα αυτά που λέω και γράφω τα έχουν γραμμένα εκεί που γράφουν κάθε πρόβλημα που βρίσκεται πέντε δάχτυλα πέρα από εκεί που τον τσούζει τον καθένα. Και πάντα με το λογικό επιχείρημα ότι «όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες».

Όταν δεν μπορώ να κάνω κάτι για τα κορίτσια στην Αφρική, που τα κλέβουν από τη ζωή και τους κλέβουν τη ζωή που θα είχαν αν η ανθρώπινη σκέψη είχε κάνει κτήμα της ένα μόνο εκατοστό από τη σκέψη που κάποτε δίδαξαν και υπηρέτησαν οι καλύτεροι του είδους μας.

Όταν δεν μπορώ να κάνω τίποτα για ένα παιδί που κλαίει για το γκρεμισμένο του σπίτι, σε μια Φαβέλα στη Βραζιλία, εκεί που ετοιμάζεται μια κολοσσιαία πλανητική γιορτή με πάρα πολλά λεφτά, πολλές κλοτσιές, πολλά ουρλιαχτά και πολλές μπάλες.

Ξέρω, ξέρω… Είναι κάτι άθλιοι τύποι εκεί πέρα, στριμωγμένοι στις Φαβέλες, που πουλάνε ναρκωτικά, γυναίκες που εκδίδονται, αλητόπαιδα που ζητιανεύουν και ζουν εκτός νόμου. Και χαλάνε τη μανέστρα στους επίσημους εμπόρους όπλων, γυναικών και ναρκωτικών που ξέρουν πολύ καλά πώς να κρύβουν το θανατερό εμπόριό τους πίσω από μικρές και μεγάλες νόμιμες μπάλες.

Και, ναι. Είμαι γλυκανάλατος.

Όταν με πιάνει ανήμπορη οργή μπροστά στα απομεινάρια του φασισμού και του ναζισμού, όταν βλέπω στην τηλεόραση αυτά τα ανακυκλωμένα απόβλητα της χειρότερης περιόδου του 20ού αιώνα και δεν μπορώ να πω ένα λεβέντικο «Τι τους κοιτάτε, ρε! Ξεσκίστε τους, ρε!» γιατί αυτό το «Ξεσκίστε τους, ρε!» ούτε πιο λεβέντη θα με κάνει ούτε και πιο έξυπνο. Γιατί ξέρω πια ότι αυτός ο δρόμος τού «ξεσκίσματος», λίγο θέλει να με κάνει χειρότερον απ’ αυτόν που θέλω να «ξεσκίσω».

Και δεν μπορώ να το παίζω καναπεδομάχος και να θυμώνω αγεληδόν στα καφενεία για όλα αυτά τα φριχτά κι απαίσια που με κάπως περισσότερα κατά κεφαλήν βιβλία ίσως και να μην ήταν τόσο φριχτά κι απαίσια.

Μερικές φορές γελάω μόνος μου μ’ αυτό το «κατά κεφαλήν βιβλία» και το φαντάζομαι κυριολεκτικά: να βομβαρδίζω κάθε τερατογέννημα με βιβλιομπαζούκας μέχρι να γλυκαθεί τόσο από τα παραμύθια μου τα γλυκανάλατα, που θα του ‘ρχονται στην κεφάλα, που να μη θέλει πια να είναι τέρας.

Έχει δίκιο ο φίλος μου: Είμαι γλυκανάλατος. Δεν έχω ακονίσει όσο θα ‘πρεπε τα όπλα μου.

Ή, μάλλον, δεν έχω τα όπλα που θα ήθελα. Γι’ αυτό, ίσως, και παριστάνω τον άμαχο γραφιά.

Έχεις δίκιο, καλέ μου φίλε. Είμαι γλυκανάλατος.

Και αυτό είναι, ίσως, ένα μόνο από τα μυστικά τής αποτυχίας μου.

Γιατί, προφανώς, θα υπάρχουν κι άλλα.

Όμως… Ας είναι καλά οι φίλοι μου. Μπορεί και να μου τα δείξουν…

6-6-2014

 

Σημ.: Η εικόνα είναι αυτοπροσωπογραφία μου (Λάδι σε μουσαμά, Κωστής Α. Μακρής, Μάιος 1977).

 

SHARE
RELATED POSTS
Το δάκρυ του Τσιόδρα…, του Γιώργου Αρκουλή
Γιατρομανωλάκης, Pound, Λεκάκης και ΥΠΠΟ!, του Μάνου Στεφανίδη
Ωδή στο καρπούζι, του Κωστή Α.Μακρή
4 Σχόλια
  • Χρήστος Μαγγούτας
    8 Ιουνίου 2014 at 07:16

    Φίλε Κωστή
    Για κάθε 1 οργισμένο υπάρχουν 99 ναρκωμένοι.
    Δεν ξυπνάει έτσι η ρημάδα η πρικίπισσα – ας πούμε συμβολικά η Ελλάδα.

  • Ελπίδα Νούσα
    6 Ιουνίου 2014 at 11:02

    Αχ,βρε “άμαχε γραφιά!!!”

  • Γεροτάσος
    6 Ιουνίου 2014 at 09:48

    Θά μποροῦσα νά συμφωνήσω στό “γλυκανάλατος” βλέποντας τήν ἀλλαγή ἀπό τό τρομακτικά τεράστιο ἔντομο τοῦ 1977 στά τρυφερά γατάκια τοῦ σήμερα. Ἀλλά ἐκεῖνο τό βλέμμα τοῦ σήμερα! Παρουσιάζει μεγάλη ἔλλειψη σέ ἁλάτι…
    Ὑποκλίνομαι στήν ἐκ βαθέων ἐξομολόγησή σου.

  • Κατερίνα Παπαδημητρίου
    6 Ιουνίου 2014 at 08:36

    Μακάρι να είχαμε κι άλλους τέτοιους “γλυκανάλατους”!Θα ‘ταν αλλιώτικος ο κόσμος μας.

    Με απέραντο -γνήσιο- θαυμασμό
    Κατερίνα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.