Αναγνώστες

Δέκα λεπτά, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

13015010_1702285126710866_1926565307_n.jpg
Spread the love

 13015010_1702285126710866_1926565307_n.jpg

 

Ματίνα Ράπτη-Μιληλή

 

 

 

giagiaiporta.gr.jpg

 


Δέκα λεπτά.

 

Πόσο κρατάνε δέκα λεπτά από την ζωή σου;

Αυτά τα δέκα λεπτά που πέρασαν από την στιγμή που έτρεξες να προλάβεις το τηλέφωνο. Που ενώ ήταν λάθος αριθμός εσύ έπιασες κουβέντα με την απελπισμένη γιαγιούλα που ήθελε να μιλήσει στην εγγονή της στην Θεσσαλονίκη που σπουδάζει Νομικά και είναι σίγουρη πως της έδωσε αυτό το τηλέφωνο…

Έχει κι έναν εγγονό, αλλά αυτός είναι στην Αγγλία και κείνη δεν ξέρει αυτό το …κάπως το λέει η κόρη της…για να τον δει στην οθόνη του υπολογιστή.

Δεν έχει τέτοιο πράγμα σπίτι της. Αλλά και να΄χε….Τί θαύμα κι αυτό! Να τονε βλέπει ολοζώντανο μπροστά της σαν να είναι στο διπλανό δωμάτιο! Να ησυχάσει κι η μάνα του που όλη την μέρα στεναχωριέται για τον κανακάρη της. Αν τρώει , αν κοιμάται καλά, αν ξεκουράζεται, αν διαβάζει.

Θέλει να του μιλήσει και εκεινού που τον έχει πεθυμήσει, μα θα περιμένει τα Χριστούγεννα για να τον δει από κοντά. Πάντα έρχεται να την δει. Και πάνε πάντα μαζί μια βόλτα στον Βάρσο, στην Κηφισιά. Οδηγεί αυτός και κείνη καμαρώνει στο διπλανό κάθισμα δεμένη σφοχτά με την ζώνη ασφαλείας. Το αμάξι του το πήρε η ίδια. Μάλωσε με τον γαμπρό της, γιατί, τον κακομαθαίνει, λέει. Και αυτό έπρεπε να είναι το δώρο για όταν θα αποφοιτήσει, λέει.

“Μα ξέρω εγώ βρε αγόρι μου αν θα ζω όταν θα αποφοιτήσει το παληκαράκι μας;
Ένα μεταχειρισμένο αυτοκινητάκι με ζώνες ασφαλείας ήθελα να του χαρίσω”
Και άσε τον πατέρα σου να φωνάζει. Φόρα έσυ την ζώνη σου ΠΑΝΤΑ, μην κάνεις τρέλες και μη σε μέλει.

 

 Τα θαύματα της Μέλισσας

Πατήστε τον σύνδεσμο

 1464161061.png

 

Όποτε την βλέπει την σηκώνει ψηλά και την τρομάζει, αλλά χαλάλι του. Την φωνάζει “θεά Αφροδίτη” και “γιαγιούκα” και τραντάζει το σπίτι με το γέλιο του.

Ψηλό, γερό παληκάρι, σαν τον πατέρα του. Σπουδάζει Οικονομικά, σαν τον πατέρα του. Μετά για δουλειά, έχει ο Θεός. Καλότυχο να είναι μόνο . Και γερό…Αυτό είναι το πιό σημαντικό κοπέλα μου στην ζωή, να ξέρεις.

Το ξέρω.

Ενώ με την εγγόνα είναι αλλιώς. Η Θεσσαλονίκη είναι ένα τηλεφώνημα μακριά…και είναι σίγουρη…απολύτως σίγουρη, πως αυτό είναι το σωστό τηλέφωνο.Το κινητό της. Δεν μπορεί να της το έδωσε λάθος; Μπορεί;

Δεν μπορεί.

“Μπορεί να το γράψατε εσείς λάθος.”

“Μπορεί”

“Μπορεί να πατήσατε λάθος κουμπί.”

“Μπορεί”

Α,η εγγονή έχει και τ΄όνομά της. Αφροδίτη. Και είναι μια κούκλα! Αλλά και κείνη όμως στα νιάτα της…α.

Όποτε είχε πρόβλημα σε κείνη πήγαινε. Όπως τότε που είχε χωρίσει με τον δεσμό της και ήρθε κλαίγωντας από την Θεσσαλονίκη με το τρένο κρυφά από τη μάνα της . και έμεινε 2 μερες. Εκείνη έκλαιγε και γω της μαγείρευα σουτζουκάκια και την τάιζα στο στόμα λουκούμια τριαντάφυλλο που της άρεσαν απ’ όταν ήτανε μικρούλα. Της έλεγα πως θα έρθουν άλλοι άντρες να σε αγαπήσουν …ουυυυυ. Και θα ρθει μια μέρα που δεν θα θυμάσαι ούτε τ’ όνομα του χαζού που σε στεναχώτησε…Ούτε γιατί κλαις τώρα θα θυμάσαι…Καμάρι μου, μονάκριβό μου. Μην χαλάς τα όμορφα ματάκια σου” Έτσι της έλεγα και δεν με πίστευε τότε. Αλλά εγώ της έλεγα “περίμενε και θα δεις” και εκείνη γελούσε και έκλαιγε μαζί.

Από τότε με φώναζε “σοφή Αφροδιτούλα της” . Εκείνη την Κυριακή της χάρισα το ρολόι μου. Να το φοράς και να με θυμάσαι, της είπα. Ηταν δώρο του παππού σου.
Όσο της χάριζα τόσο έπαιρνα ζωή…Δεν ήταν παράξενο. Ήταν το πιο φυσικό πράγμα στο κόσμο για μένα. Κι όμως πολλοί δεν το καταλαβαίνουν. Να βάζεις αυτόν που αγαπάς πάνω από σένα.

Καταλαβαίνεις;

Καταλαβαίνω.

Μήπως έχουν μπλεχτεί οι γραμμές; Παλιά όλο μπλεγμένες ήταν οι γραμμές. Κάναμε μήηηηηνες να μας βάλουν τηλέφωνο και μετά σήκωνες το ακουστικό να πάρεις τον άντρα σου στην δουλειά και άκουγες ολόκληρη συζήτηση την γειτόνισσα να σε κουτσομπολεύει με μια φίλη της. Την άλλη μέρα δεν της έλεγες τίποτα φυσικά, αλλά την κοιτούσες όλο νόημα στον πάγκο του μανάβη που συναντιόσασταν…Και κείνη καταλάβαινε.

“Λοιπόν, ίσως να μπλέξαν οι γραμμές.”

Της εξηγείς πως δεν γίνεται αυτό τώρα γιατί είναι ψηφιακές…Δεν καταλαβαίνει τί θα πει αυτό.

Σε παρακαλεί να αφήσεις ανοιχτό το τηλεφωνό σου για να ξαναπάρει…

Τίποτα δεν αλλάζει. Παίρνει λάθος νούμερο ξανά και ξανά και σε κάθε τηλεφώνημα συνεχίζει να σου μιλάει. Για την Αφροδίτη της που την κρατούσε μικρούλα στην αγκαλιά της και της έλεγε τραγουδάκια και παραμύθια. Πώς την έμαθε να τρώει λαδερά. Πώς της χτένιζε τα μαλλάκια της κοτσιδάκια με χρωματιστά λαστιχάκια που είχαν στις άκρες πασχαλίτσες και μαργαρίτες. Πώς την έμαθε να καθαρίζει πορτοκάλια.

“ Έχει κόλπο το πορτοκάλι για να το καθαρίσεις όμορφα”

Της τα καθάριζε στον κήπο και της έδινε να φάει τα μωράκια πορτοκαλάκια που ζούσαν στην καρδιά του πορτοκαλιού. Το πιό γλυκό κομμάτι.

Και τα καλοκαίρια της έδινε την καρδιά του καρπουζιού. Πάντα. Το πρώτο κομμάτι ήταν της Αφροδίτης της, η καρδιά.

Η καρδιά της.

 

Και σήμερα, ειδικά σήμερα, ήθελε να της μιλήσει. Είχε ένα μικρό πόνο, μιαν ανησυχία…το βράδυ δεν κοιμήθηκε καλά. Καιρό τώρα δεν κοιμάται καλά. Ξυπνάει χαράματα και ετοιμάζει καφέ. Είναι σαν να στενεύει ο κόσμος της. Είναι σαν να λείπει κάτι. Δεν νιώθει μοναξιά. Είναι που θυμάται. Όλα τα θυμάται. Πράγματα που δεν έκανε, που έκανε λάθος, που μετάνιωσε, που αγάπησε, που προσπέρασε, που επέβαλε στους άλλους, που την ανάγκασαν να κάνει χωρίς να το θέλει. Μιά ζωή πέρασε.

Καταλαβαίνεις;

Καταλαβαίνω .

“Η Αφροδιτούλα μου με άκουγε το γλυκό μου. Δεν παραπονέθηκε ποτέ. Της άρεσε από μικρή να της λέω ιστορίες.

Μου είχε πει πως “κάποτε γιαγιά θα σε κάνω βιβλίο”. Και γελούσε μασουλώντας λουκουμάκια που της έφερνα κάθε που πήγαινα στην Τήνο να προσκυνήσω την Χάρη της. Γέμιζε τον κόσμο ζάχαρη άχνη και μοσχοβολούσε τριαντάφυλλο και τότε την αγαπούσα τόσο πολύ που έλεγα …

“Τώρα να φύγω Παναγία μου, τώρα που είμαι τόσο ευτυχισμένη.”

Τί βιβλίο ματάκια μου. Εμένα;

Και τώρα πού να είναι; Δεν τρώει τόσα λουκουμάκια γιατί η μάνα της φωνάζει για τα κιλά, τα δόντια. Ε, δίκιο έχει κι αυτή. Την μάνα της, ξέρεις, δεν την καλόμαθα, δεν την κανάκεψα, γιατί δεν προλάβαινα. Είχα δουλειές. Όχι πως δούλευα έξω. Μέσα στο σπίτι. Δουλειές πολλές.

Την αγαπούσα σαν την ζωή μου, αλλά τότε πίστευα πως είχα χρόνο, πως είχα χρόνο για αγκαλιές, για γλυκόλογα… Όχι όμως τότε ,Τότε είχα πολλά να κάνω.

Και πού πήγαν όλα αυτά που έκανα; Έλα πες μου εσύ. Καμιά φορά χαζεύω παλιές φωτογραφίες.

Σε μιά κρατάω όλο καμάρι μια τούρτα που έφτιαξα εγώ, όχι όπως σήμερα με τις έτοιμες, τότε όλα στο χέρι. Να φοράω τα καλά μου. Ένα σμαραγδί φουστάνι με πλισέ φούστα και τα μαλλιά μου ψηλά.

 

Είχαμε κάποια γιορτή στο σπίτι. Είχα κουραστεί πολύ. Την στιγμή που με βγάλανε φωτογραφία θυμάμαι πως έλεγα ότι δεν έχω χρόνο τώρα για τέτοια, όμως χαμογέλασα για να τους κάνω το χατήρι. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από εκείνη την βραδιά. Αλλά κάθε φορά που έβλεπα αυτή τη φωτογραφία ήθελα να κλάψω.

 

Η Αφροδιτούλα μου με ένοιωσε όταν της το είπα όλο αυτό. Μπόρεσε να με νοιώσει ένα παιδάκι που τίποτα δεν είχε ζήσει ακόμα κι όμως με καταλάβαινε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και με πήρε στην αγκαλιά της λες και εγώ ήμουν η εγγονή και κείνη η γιαγιά! Με χτένισε, με κανάκεψε και έκλαψε μαζί μου. Έκλαψε μαζί μου και γω δεν ήξερα καλά καλά γιατί έκλαιγα, ενώ εκείνη ήξερε.

 

Καταλαβαίνεις;

Καταλαβαίνω…

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Νύχτα τρόμου, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Βραδιά μουσικής, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
”Μία” τέτοια τηλεόραση θέλουμε. Ζήτω μας!, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.