Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Έχω βάλει τον ειδικό ιμάντα στο δεξί σφυρό, για να μην λερώνει, λέει, η αλυσίδα το ήδη γρασαρισμένο μπατζάκι του παντελονιού μου, έχω φορέσει την σφουγγαρένια, ας την πω κορδέλα, για να προστατεύει τα μάτια μου από τις επιθετικές τάσεις του ιδρώτα της φαλάκρας μου που, αλλιώς θα κατρακυλούσε ανεμπόδιστος δια μέσου του μετώπου μου, μέχρι τα φρύδια μου, προσάρμοσα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου για ν’ απολαύσω σε shufflemode, (τουτέστιν, φύρδην μίγδην), κάποια από τα, πάνω από 3700, κομμάτια τζαζ στο iPodμου που με συνοδεύουν κάθε πρωί καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο, και “κλείδωσα” την παραπάνω εξάρτυση με το απαραίτητο κράνος, μπας και, σε περίπτωση ατυχήματος, περισωθεί έστω κι ένα ψήγμα σοφίας από αυτή που περιφέρεται ασκόπως και ματαίως, εγκλωβισμένη εντός του περιεχομένου του κρανίου μου.
Οι προπεριγραφείσες φάσεις του πρωινού ξεκινήματος, επαναλαμβανόμενες επί τόσα χρόνια πλέον, έχουν σχεδόν αυτοματοποιηθεί, διεκπεραιωνόμενες αφ’ εαυτών…
Το τελετουργικό ολοκληρώνεται, πρώτα με το καβάλημα της Μπρουμπρούς, (από τα δύο πρώτα γράμματα της BRomptonπου αφορά στο υπέροχο πτυσσόμενο, και εκπτυσσόμενο -ανάλογα με την περίσταση-, Alter–Ego-ποδήλατό μου και της BRooksπου αφορά στην επίσης υπέροχη, χειροποίητη, δερμάτινη σέλα του), μετά, με το προσωρινό κρέμασμα της σακούλας σκουπιδιών στην μία μεριά του τιμονιού, και τέλος, με τις πρώτες πεταλιές μέχρι να φθάσω στους σκουπιδοτενεκέδες της γειτονιάς, όπου θα την αποθέσω ευλαβικά, για να συνεχίσω την ανοδική μου πορεία προς το νοσοκομείο, με σύμμαχους τα δύο BR,(μπρ + μπρ), που παραπέμπουν στον μηχανικό ήχο που θα ακουγόταν από τους, πάνω από μεσήλικες, αγκομαχούντες τετρακέφαλούς μου, αν αποτελούσαν τμήμα ενός μοτέρ!
Κάθε πρωί η ίδια, ολόιδια αλληλουχία κινήσεων.
Προχθές, πλησιάζοντας τους σκουπιδοτενεκέδες, παρατηρώ, ακριβώς μπροστά τους, μία γνωστή φυσιογνωμία πάνω σ’ ένα μηχανάκι, να εκτελεί, μάλλον δύσκολα, και επομένως με σχετικά αργό ρυθμό, κάποιους ελιγμούς που με αναγκάζουν να σταματήσω περιμένοντας υπομονετικά, μέχρι να ολοκληρώσει ο άνθρωπος τις μανούβρες του, προσπαθώντας παράλληλα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να κάνει, ή πού ακριβώς ήθελε να πάει.
Όταν λέω γνωστή φυσιογνωμία, εννοώ ότι είναι ένας κύριος με τον οποίο έχουμε διασταυρωθεί πλειστάκις, εποχούμενοι αμφότεροι με τα δίκυκλά μας, προφανώς είτε διότι μένουμε κοντά, είτε διότι οι προορισμοί μας βρίσκονται, τρόπος του λέγειν, “εντός παιδιάς”!
Ποτέ όμως δεν χαιρετιόμαστε, όχι λόγω αγένειας, αλλά λόγω συστολής εκατέρωθεν, ή και λόγω μιάς καθιερωμένης, απαιτητής, κακώς εννοούμενης “αξιοπρεπούς” στάσης, βασιζόμενης σε απαράβατες, αξιωματικές εντολές της διαπαιδαγώγησής μας, του τύπου ” δεν μιλάμε, χωρίς σοβαρό λόγο, σε αγνώστους” κ.ά.
Είμαστε δύο, μεταξύ μας άγνωστοι, που όμως έχουμε καταστεί ατύπως γνωστοί, λόγω της συχνότητος διασταύρωσης των οχημάτων μας!
Και μάλιστα, η εν λόγω συστολή, και τα λοιπά, μάς καθιστούν αμφότερους σοβαροφανείς, στον βαθμό να φαινόμαστε μέχρι και βλοσυροί!
Κάπως έτσι μάλλον επέρχεται αυτό που λέμε “αποξένωση” στα αστικά κέντρα.
Τέλος πάντων, ας επιστρέψουμε στους σκουπιδοτενεκέδες μας!
Περιμένοντας εγώ, υπομονετικά, επαναλαμβάνω, και χωρίς την παραμικρή δυσανασχέτηση, δέχομαι από τον κυριούλη ένα ευγενέστατο, καλοσυνάτο, ζεστό χαμόγελο, ο οποίος δείχνει να αισθάνεται αρκετά άβολα.
Το μήνυμα που εισπράττω είναι, αδρά: “…συγγνώμη, σε καθυστερώ…”
“Απαντώ” κι εγώ, όχι λεκτικά, αλλά μ’ ένα νεύμα, “…δεν πειράζει, με την ησυχία σου…”
Ολοκληρώνοντας ο ανθρωπάκος την μανούβρα του, ευθυγραμμίζει το μηχανάκι του και απομακρυνόμενος, πάντα με χαμόγελο, μου λέει, φωναχτά : ” ΜΙΑ ΖΩΗ ΤΗΝ ΕΧΟΥΜΕ! “
Δεν πρόλαβα να πω τίποτε! Έμεινα αποσβολωμένος να σκέφτομαι τι ήταν αυτό που μου πέταξε, στο άσχετο, δίκην συμπεράσματος, ο χαμογελαστός άγνωστος γνωστός κυριούλης!
Κατ’ αρχήν μου φάνηκε λίγο ξεκρέμαστο!
Πού “κολλάει” αυτό το “μια ζωή την έχουμε“;
Πόθεν προκύπτει το “συμπέρασμα”;
Ποιά σχέση έχει με τα όσα, λίγα και ασήμαντα, έλαβαν χώρα στον σκουπιδότοπο;
Αντανακλαστικά, το πρώτο που μου έρχεται για να συμπληρώσω, είναι ο υπόλοιπος στίχος από το, πάλαι ποτε, σουξεδάκι “κι αν δεν την γλεντήσουμε…”
Μα κι αυτό, πού κολλάει; Να την γλεντήσουμε εκεί, μπροστά στους σκουπιδοτενεκέδες; Πώς;
Και σιγά το γλέντι!
Μετά προσπάθησα να σαχλο-αυτοσχεδιάσω, δια του διεστραμμένου μου μυαλού, με κάτι σαν: “μια την έχουμε, κι όχι δυο, τρεις ή επτά, όπως π.χ., οι γάτες…”
Στην συνέχεια, απογοητευμένος από το πτωχό και κρύο αποτέλεσμα της προσπάθειας της ισχνής φαντασίας μου να ευφυολογήσει, επιχείρησα να το προσαρμόσω στα γεγονότα εκείνου του πρωινού.
Σιγά τα γεγονότα δηλαδή, αλλά να, πρώτα, στο προσωρινό μπλοκάρισμα ενώπιον των σκουπιδοτενεκέδων λόγω των ελιγμών του γείτονα, μετά, στην εξ αυτού αναμονή μου και, τέλος, στην λύση που δόθηκε, εκατέρωθεν, μ΄ ένα χαμόγελο και μ’ ένα ευγενικό νεύμα και σκέφτηκα, μήπως αυτός ο τυπάκος μου έστειλε ένα πρωτότυπο μήνυμα περί του τι αξίζει και τι όχι, στην πεζή, έστω κι εποχούμενη, ζωή μας, που… μια την έχουμε;
Μήπως, επειδή μια ζωή την έχουμε, ν’ αρχίζαμε να χαιρετιόμαστε κάθε φορά που συναντιόμαστε στον δρόμο, διασπείροντας, έτσι λίγη από τη θετικότητα που μας λείπει, τόσο σαν πομποί της, όσο και σαν δέκτες της;
Λέω, τώρα, εγώ με το πτωχό, πλην διεστραμμένο μου, μυαλό…
Φεύγω τώρα για την τζαζ ακρόαση που μου δίνει φτερά για να βγάλω την ανηφόρα μέχρι, φθάνοντας στο νοσοκομείο, να πέσω, αναπόφευκτα, στο πλαίσιο του καθήκοντος, μέσα στο σκατό.
Α, όλα κι όλα, άλλο το καθήκον, (ως θεσμική υποχρέωση), κι άλλο το καθίκι, (ως σύμβολο του βρώμικου περιβάλλοντος όπου εκτελώ το καθήκον μου και βγάζω το ψωμί μου – Μεγάλε Σαββόπουλε!)
Ωραίος τρόπος, πάντως, να ξεκινάς την ημέρα σου!
Βεβαίως, κύριε συνοδοιπόρε μου, μια ζωή την έχουμε, γι αυτό, “Καλή σου Μέρα και Καλή Βολή για το υπόλοιπο της μέρας σου και, γιατί όχι, και της ζωής σου!“
3 Σχόλια
Τόσο καιρό το βροντοφωνάζω ο Χάρος, αλλά δεν με ακούτε τον μαύρο! Να αγιάσει το στόμα του μηχανόβιου!
Χριστίνα Πετσετάκη, δέν εἶναι καθαρεύουσα ἡ γλῶσσα τοῦ φιλτάτου ἰατροῦ. Λογία ἴσως λόγῳ τῆς χρήσης ἀρχαϊζουσῶν λέξεων πρός χάριν ἀκριβείας.
Παρεμπιπτόντως, μειδίασες ἤ μήδισες;
(Ὅπως ἀντελήφθης, ἔπεσες στά δόντια τοῦ λοξία τῆς ἑλληνικῆς)
Καλοδεχούμενο το μειδίαμά σου, Χριστινάκι !