Αναγνώστες

Άνθρωπος στη θάλασσα, της Τίτσας Πιπίνου

Spread the love

 

Λίγες μέρες πριν φύγει κι αυτός ο Αύγουστος επιβιβαστήκαμε λίγο πριν νυχτώσει με τη φίλη μου τη Μυρσίνη στο πλοίο της γραμμής για τη Χάλκη. Ήταν τόσο καλή η διάθεση μας που δεν διέφερε και πολύ από μαθητριών Λυκείου σε πενταήμερη εκδρομή μακριά από κηδεμόνες! Αράξαμε με τα βιβλία μας και καφέδες στις πλαστικές καρέκλες του καταστρώματος και θαυμάζαμε την εκπληκτική θέα που επιφυλάσσει πάντα η Ρόδος για όσους αγναντεύουν μέσα από τα πλοία που ταξιδεύουν παράλληλα με τις Δυτικές ακτές της. Ακόμη και για μένα που αυτό το θέαμα δεν είναι πρωτόγνωρο δεν σταματά να με εκπλήσσει κάθε φορά.

Η διάθεση μας ήταν καλή, σε δύο ώρες μόνο θα φθάναμε στον προορισμό μας και κάναμε σχέδια για την παραμονή μας.

Πλησιάζαμε τη Χάλκη όταν τους συνηθισμένους ήχους που έχουν τα καταστρώματα αυτές τις ράθυμες ώρες που όλοι αδημονούν το πλοίο να πλησιάσει το πρώτο λιμάνι, διέκοψαν φωνές από την πρύμνη. Κάποιοι νεαροί επιβάτες που ήταν ακουμπισμένοι στα ρέλια φώναζαν και έδειχναν προς τη θάλασσα. Μαζευτήκαμε όλοι γύρω τους για να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Ένας είδε έναν άνθρωπο στη θάλασσα, έλεγε με ένταση. « Άνθρωπος στη θάλασσα» επαναλάμβαναν οι ταξιδιώτες ο ένας στον άλλο με διαρκώς αυξανόμενο πάθος και αγωνία όσο το πλοίο συνέχιζε με αμείωτη ταχύτητα να σχίζει τα μαύρα νερά. Η θάλασσα σκοτεινή και πηχτή σα μελάσα. Μόνο οι αφροί από τα απόνερα φωτίζονταν στιγμιαία από τα φώτα του πλοίου και αμέσως μετά βυθίζονταν στο σκοτάδι.

Ήχησε συναγερμός, η πληροφορία έφθασε στον καπετάνιο και το πλοίο έκοψε ταχύτητα. Ο ρυθμικός ήχος των μηχανών αμέσως έγινε πιο αργός ενώ αντίθετα οι φωνές των επιβατών γίνονταν όλο και πιο έντονες. Ένας πανζουρλισμός επικράτησε σε λίγο στο κατάστρωμα. Το πλοίο άρχισε να πλέει προς τα πίσω προς τα βόρεια, κατόπιν ανατολικά, δυτικά και μετά πάλι στα νότια. Συνειδητοποίησα ότι έκανε διαρκώς κύκλους. Τα φώτα της Ρόδου πότε μας πλησίαζαν και πότε ξεμάκραιναν. Άνδρες και γυναίκες στα ρέλια να ψάχνουν με τα μάτια στο απέραντο μαύρο. Είναι αδύνατον, σκεπτόμουν, να βρεθεί ένας άνθρωπος που προεξέχει μόνο το κεφάλι του από το νερό μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι. Ένιωθα ότι ψάχναμε ψύλλους στ’ άχυρα.

Η ώρα περνούσε και ο εκνευρισμός και η ανυπομονησία μεγάλωνε καθώς και οι παραλλαγές της πρώτης κραυγής: «άνθρωπος στη θάλασσα», έδιναν και έπαιρναν. Ο άνθρωπος φορούσε σωσίβιο; Ήταν δίχως σωσίβιο; Η έκκληση για βοήθεια ήταν στα ελληνικά; Αν ήταν Έλληνας, ποιος ήταν; Ψαράς μήπως που βούλιαξε η βάρκα του; Από κότερο; Μήπως ήταν λαθρομετανάστης; Υπήρχαν κι άλλοι ναυαγοί;

Κάποιοι από τους επιβάτες έσκυβαν επικίνδυνα στα συρμάτινα προστατευτικά της πρύμνης λες και η επιβίωση του ναυαγού εξαρτιόταν αποκλειστικά από τα δικά τους μάτια και κάποιοι άλλοι αδημονούσαν πότε θα συνεχίζαμε τα ταξίδι μας και λογάριαζαν την καθυστέρηση ενημερώνοντας τους δικούς τους με τα κινητά τους τηλέφωνα. Κάποιες κυρίες υπολόγιζαν αν θα έβρισκαν εστιατόριο ανοιχτό τέτοια ώρα στη Χάλκη για να δειπνήσουν, μέχρι που δεν άντεξαν και κατά τα μεσάνυχτα αρκέστηκαν σε δύο σάντουιτς από το μπαρ. Σε λίγο άρχισαν να μιλάνε για λαθρομετανάστη. Τότε ανάμεσα σε ένα βουητό από έλικες και μηχανές και με τους προβολείς αναμμένους κατέφθασε το super puma. Η αγωνία μεγάλωσε κι άλλο.

Πόσες φορές τα τελευταία χρόνια είχα δει στην τηλεόραση ή φωτογραφίες στις εφημερίδες σκηνές από λαθρομετανάστες να συνωστίζονται σε μισοβουλιαγμένες βάρκες ή να ξεροσταλιάζουν σε βραχονησίδες με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά ικετεύοντας βοήθεια εξ ουρανού που για κάποιους από αυτούς συχνά φθάνει πολύ αργά; Με σόκαρε η εξοικείωση με το θέμα που πια δεν μου έκανε καμιά εντύπωση αφού συχνά άλλαζα κανάλι ψάχνοντας κάτι πιο ενδιαφέρον. Αυτό είναι το χειρότερο σκέφθηκα η εξοικείωση με τις μεγάλες τραγωδίες που μας κάνει να μην σκεπτόμαστε. Αυτές τους ανθρώπους τους έχουμε δει τόσες φορές που πια δεν τους βλέπουμε. Ένα θέαμα τόσο γνώριμο αλλά ταυτόχρονα τόσο άγνωστο ακριβώς λόγω αυτής της οικειότητας.

Και τώρα λίγο πιο μακριά από εμάς μέσα στη σκοτεινή θάλασσα υπήρχε ένας άνθρωπος ζωντανός ακόμη που παρακολουθούσε τις αγωνιώδεις προσπάθειες μας γνωρίζοντας ότι και να φωνάξει, ότι και να κάνει δεν θα τον δούμε, και θα πέθαινε, χωρίς καμία αμφιβολία, αν δεν τον ανακαλύπταμε.

Αποδείχθηκε προς μεγάλη μου έκπληξη ότι τελικά δεν ψάχναμε ψύλλους στα άχυρα γιατί σε λίγο πάλι ένα κύμα δυνατών φωνών από κάθε σημείο του καταστρώματος μας πληροφόρησε ότι ο άνθρωπος βρέθηκε και ότι τον λένε Μουράτ.

 

 

 

* Η Τίτσα Πιπίνου είναι συγγραφέας
SHARE
RELATED POSTS
Μάριος Βερέττας: Επίκουρος και Τριακοστή Όγδοη Δόξα
Βραδιά μουσικής, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
08035e6c-724d-4f8a-a19d-6c9670338cef.jpg
Η μάνα της κατοχής, της Μαρλένας Σκουλά-Περιφεράκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.