Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Αναζητώντας την επανάσταση, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Εντοπίζοντας τη λέξη. Ας διαχωρίσουμε πρώτα τις έννοιες «εξέγερση» και «επανάσταση». Η εξέγερση έχει αποκλειστικό σκοπό την αποτίναξη ενός καταπιεστικού περιβάλλοντος. Σε αντίθεση με την επανάσταση που επιδιώκει την εγκαθίδρυση ενός άλλου μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης απ’ αυτό που ισχύει. Η εξέγερση χαρακτηρίζεται από αυθορμητισμό, ενώ η επανάσταση προϋποθέτει σχεδιασμό και μελλοντικό όραμα. Η εξέγερση έχει περιορισμένη εμβέλεια. Λίγοι είναι αυτοί που συμμετέχουν και η δράση τους εντοπίζεται σε συγκεκριμένο τόπο ή χώρο. Ενώ η επανάσταση αφορά το σύνολο μιας κοινωνίας κι έχει ως πρόθεση τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ας διαχωρίσουμε επίσης τις κοινωνικές επαναστάσεις από τις εθνικοαπελευθερωτικές. Εκείνες δηλαδή που κατάργησαν τα δεδομένα της αποικιοκρατίας και δημιούργησαν το χάρτη των κρατών που σήμερα υπάρχουν.

Οι κοινωνικές επαναστάσεις είναι ένα σχετικά σύγχρονο φαινόμενο. Όλα ξεκίνησαν με τη Γαλλική Επανάσταση, που σκοπό είχε να ανατρέψει τη βασιλεία και τη φεουδαρχική της συγκρότηση. Από τότε και στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων, μία και μόνη ιδέα εμφιλοχώρησε στο μυαλό όσων αμφισβητούσαν τις συνέπειες της καπιταλιστικής εξάπλωσης. Η επανάσταση που θα εγκαθίδρυε τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Γύρω απ’ αυτό το αίτημα – που περιέγραφε μια πιο δίκαιη κοινωνία – ξοδεύτηκε φαιά ουσία, έγιναν μελέτες, γράφτηκαν βιβλία και οργανώθηκαν μεγάλες κοινωνικές ομάδες. Η ταξική πάλη ορίστηκε σαν η κινητήριος δύναμη που θα οδηγούσε στην επανάσταση και στη τελική της επικράτηση. Χρειάστηκαν 130 χρόνια για να γίνει αυτή η επιδίωξη πραγματικότητα. Τόσο απέχει η Γαλλική Επανάσταση από την Οκτωβριανή. Και χρειάστηκαν άλλα 70 χρόνια για να επιβεβαιωθεί η ακύρωση αυτής της επιδίωξης.

Τίποτα δε πάει χαμένο. Απέχουμε κοντά στα τριάντα χρόνια από τη πτώση του σοσιαλισμού. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, σταδιακά κι ανεπαισθήτως, σταματήσαμε να μιλάμε για σοσιαλιστική επανάσταση. Οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονται στο σύστημα μιλάνε πια μόνο για διευθετήσεις αυτού του συστήματος. Και οι λίγοι που συνεχίζουν να ομιλούν για επανάσταση, αναφέρονται στο ίδιο ακριβώς μοντέλο που ακυρώθηκε από την Ιστορία. Από πουθενά δεν έχει ακουστεί μια εναλλακτική μορφή κοινωνικής συγκρότησης, ένα καινούριο σχέδιο, που θα κινητοποιήσει τους πολίτες για να το επιδιώξουν. Που θα μπορούσε να δώσει το πρόσταγμα για μια νέου τύπου επανάσταση. Κι επειδή απουσιάζει το καινούριο όραμα, αυτό που απομένει είναι η σκληρή κριτική για τον καπιταλισμό που επιβιώνει. Μια κριτική που είναι εύκολη στη θαλπωρή των ελευθεριών που παρέχονται από την αστική δημοκρατία. Παρ’ όλα αυτά, αν αξιολογήσουμε αυτά τα 200 χρόνια (1789-1989) θα διαπιστώσουμε ότι και τα χαμένα στοιχήματα μπορούν να προσφέρουν στον εκπολιτισμό των κοινωνιών. Μπορεί τα οράματα να ναυάγησαν, αλλά οι κοινωνίες δε θα ήταν ποτέ ίδιες χωρίς αυτά. Οι αστικές δημοκρατίες ποτέ δε θα είχαν κατακτήσει τους προηγμένους κανόνες κοινωνικής συνύπαρξης, χωρίς το αντίβαρο της ολικής αμφισβήτησης.

Γιατί η επανάσταση δε στέριωσε πουθενά. Η ιδέα της κοινωνικής επανάστασης στηρίχτηκε στην απόλυτη αιτιοκρατία, σ’ έναν απαράβατο ντετερμινισμό. Στηρίχτηκε σε μια θεωρία που προδιέγραφε το μέλλον με ακρίβεια μοιρογνωμονίου. Ήταν μια μορφή προφητείας κι όπως όλες οι προφητείες δεν ήταν παρά η προβολή μιας ισχυρής επιθυμίας. Η πορεία της ανθρωπότητας δεν μπορεί να προδιαγραφεί, γιατί οι εξελίξεις πάντα ενέχουν έναν υψηλό βαθμό απροσδιοριστίας. Πόσο μάλλον όταν μια θεωρία προλέγει το οριστικό τέλος των εξελίξεων. Γιατί όταν θα φτάναμε στην εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας δε θα υπήρχε κανένα «μετά». Αυτή η κοινωνία θα ήταν ταυτόχρονα το τέλειο, αλλά και το τέλος της Ιστορίας. Όμως η περιπέτεια της ανθρωπότητας δε μπορεί να έχει τέλος. Και είναι περιπέτεια, γιατί πάντα μπροστά της έχει καινούρια προβλήματα να επεξεργαστεί και να λύσει. Κι όταν τα προβλήματα επιλύονται, πάλι δεν υπάρχει τέλος, γιατί καινούρια αναφύονται και απαιτούν και τη δική τους λύση. Η περιπέτεια της σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής επανάστασης αυτό τελικά απέδειξε: Ότι δεν υπάρχει κανένα είδος κοινωνικού μοντέλου, που να μπορεί να συλλάβει η ανθρώπινη σκέψη και να μπορεί απαράλλαχτο να εφαρμοστεί εις το διηνεκές.

Στο κυνήγι της ουτοπίας. Μια κληρονομιά της σοσιαλιστικής περιπέτειας του ανθρώπου είναι η εξοικείωση με την ουτοπία. Η ουτοπία έχασε την αρχική έννοια που της έδωσε πρώτος ο Τόμας Μορ. Δεν είναι πια ο «ου τόπος», ο τόπος που δεν υπάρχει. Η ουτοπία στις μέρες μας οραματίζεται ένα κόσμο που προς το παρόν δεν υπάρχει. Αλλά με βεβαιότητα θα υπάρξει στο απώτατο μέλλον. Από την εποχή που ματαιώθηκε το κομμουνιστικό όνειρο – χωρίς να αντικατασταθεί με ένα άλλο – η ουτοπία έγινε ένας μηχανισμός αισιοδοξίας, αντικαθιστώντας την ελπίδα που χάθηκε. Η σκέψη πως το ακατόρθωτο, το αδύνατο θα γίνει κάποτε δυνατό ασκεί μια γοητεία, προκαλεί το θαυμασμό. Αναζωογονεί τον ψυχισμό μας, προσβλέποντας σε μια μελλοντική συλλογική ευτυχία. Αλλά έχοντας εξοριστεί στο μακρινό μέλλον η ουτοπία παύει να είναι σκοπός και επιδίωξη. Δε κινδυνεύει με ματαίωση και καταλήγει να είναι ένας φωτεινός σύντροφος στις δυσκολίες του πραγματικού κόσμου. Η ανώδυνη παρουσία της όμως δημιουργεί τη ψευδαίσθηση ότι για κάτι παλεύουμε, σε κάτι ελπίζουμε, που δε μπορεί, μια μέρα θα έρθει πλησίστιο και τροπαιοφόρο. Στο μεταξύ οι καθημερινές μας πράξεις, που δε συνταιριάζονται με την ουτοπία μας, δικαιολογούνται ως πρόσκαιρες υποχωρήσεις σ’ έναν εχθρικό κόσμο, που προς το παρόν επικρατεί και μας επιβάλλεται. Έτσι σήμερα, η ουτοπία κατέληξε να είναι μια μορφή παρηγοριάς, για ένα όνειρο που τελικά το αποχαιρετίσαμε τον προηγούμενο αιώνα. Και δε πρέπει να ξεχνάμε ότι στη πραγματική ζωή ποτέ κανένας άνθρωπος δε πάλεψε για μια ουτοπία. Όποιος προσέφερε τις δυνάμεις του σ’ ένα σκοπό, θεωρούσε – όσο πάλευε – ότι μπορεί να τον πετύχει. Όσο απρόσιτος κι αν έμοιαζε. Όσο μικρές κι αν ήταν οι πιθανότητες. Όσο κι αν οι άλλοι πίστευαν ότι ματαιοπονούσε.

Η επανεξέταση του ορθού λόγου. Οι ορθολογιστές, ακόμα και σήμερα, επικαλούνται τα συμπεράσματα του διαφωτισμού και εκτιμούν ότι η Ιστορία κινείται με βάση αναλλοίωτους κανόνες. Έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για να προβλέψεις τις εξελίξεις, αρκεί να συνθέσεις τις πληροφορίες σου με βάση τις γνώσεις και τον ορθό λόγο. Οι ορθολογιστές θεωρούν το τυχαίο αντιεπιστημονικό παράγοντα, δεν το υπολογίζουν και στηρίζονται αποκλειστικά στα ορατά δεδομένα. Ορίζουν τον ορθό λόγο με βάση όσα είναι φανερά και όσα ξέρουν. Ότι δεν φαίνεται, ότι δεν πέφτει στην αντίληψη τους, για τους ορθολογιστές απλά δεν υπάρχει. Κι επειδή το τυχαίο κανείς δε μπορεί να το προσεγγίσει, το αποδιώχνουν από τους υπολογισμούς τους. Όμως το τυχαίο είναι μέρος της πραγματικότητας. Απλά προκύπτει από διεργασίες που δεν τις έχουμε αντιληφθεί και κατ’ επέκταση δε τις γνωρίζουμε. Κι επειδή οι ορθολογιστές της εποχής μας αρνούνται ότι έχουν μερίδιο στην άγνοια, συχνά αιφνιδιάζονται και πέφτουν έξω στις εκτιμήσεις τους. Αυτό όμως καθόλου δεν τους πτοεί. Με ευκολία και επιπολαιότητα απαξιώνουν τους μαρξιστές για την ιστορική τους πλάνη και με περισσή αλαζονεία θεωρούν τους εαυτούς τους νικητές. Νομίζοντας πως οι ίδιοι είναι οι αδιαφιλονίκητοι φορείς της αλήθειας. Παραγνωρίζοντας όμως ότι και ο ορθός λόγος που επικαλούνται, συχνά οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερες αυταπάτες.

Ο μεσαίος δρόμος του Σιντάρτα. Αναζητώντας το δρόμο που οδηγεί στο αύριο ας αφηγηθούμε το μύθο του Σιντάρτα. Ήταν βασιλόπουλο και ζούσε πλουσιοπάροχα σ’ ένα περίκλειστο παλάτι. Μια μέρα τυχαία, βγήκε και χάθηκε στους δρόμους της πόλης. Συνάντησε την ανθρώπινη ανέχεια, τη δυστυχία και τον πόνο. Δε γύρισε ποτέ πίσω. Βρέθηκε σε μια ακροποταμιά κι έζησε για χρόνια με άλλους ερημίτες. Στην απόλυτη λιτότητα και περισυλλογή. Κάποια μέρα ξαφνικά έφυγε απ’ αυτό το μέρος, εγκατέλειψε οριστικά την ασκητική και αναμίχθηκε πάλι με τον κόσμο. Αρνήθηκε το παλάτι, αρνήθηκε και την ασκητική. Ακολούθησε το δικό του δρόμο. Τον ονόμασε μεσαίο δρόμο, γιατί κι αυτός ήταν μέρος του πραγματικού κόσμου κι όχι κατασκεύασμα της φαντασίας. Ο δικός του μεσαίος δρόμος δεν ήταν ο συνδυασμός των δύο προηγούμενων. Ήταν το δικό του μονοπάτι που κανείς πριν δε το είχε ανακαλύψει. Ένα μονοπάτι που, για τους προηγούμενους, απλά δεν υπήρχε. Ότι έκανε ο Σιντάρτα, αυτό ακριβώς έκαναν κι όλοι οι ανιχνευτές του κόσμου τούτου. Δηλαδή όλοι εκείνοι που είδαν αυτό που οι άλλοι δε μπορούσαν να διακρίνουν. Το ίδιο έκανε κι ο Γκάντι πολλούς αιώνες αργότερα. Στη δική του εποχή υπήρχαν δύο δρόμοι. Η υποταγή στην αγγλική αποικιοκρατία ή η εξέγερση. Εκείνος αρνήθηκε και τους δύο δρόμους κι ακολούθησε τον δικό του, αιφνιδιάζοντας και προκαλώντας την έκπληξη σε όλους τους εμπλεκόμενους. Όλοι τον θεώρησαν μάταιο το δρόμο του και ουτοπικό. Τελικά όμως αποδείχθηκε εφικτός και οδήγησε στην αποχώρηση των εγγλέζων. Ο μεσαίος δρόμος δεν είναι ποτέ ο μέσος όρος, ούτε είναι ποτέ αυτονόητος. Είναι πάντα ένας καινούριος προορισμός που χαράζει πορεία μέσα στη πραγματική ζωή. Απτός και κατανοητός. Που μπορεί να συνεγείρει τα πλήθη και να εμπνεύσει. Είναι αυτός που κανείς δε μπορεί να τον υποπτευθεί, πριν με κάποιο τρόπο να του αποκαλυφθεί.

Οι επαναστάσεις του μέλλοντος. Οι επαναστάτες της εποχής μας είναι μπερδεμένοι. Αντικρίζουν τις ανισότητες που παράγει το καπιταλιστικό σύστημα και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Οι ελάχιστοι αντάρτες των πόλεων που έχουν απομείνει το πολύ-πολύ να στοχοποιήσουν κάποιον πλούσιο ή κάποιον πολιτικό. Μοιάζουν με vintage φιγούρες του περασμένου αιώνα. Επαναστάτες που να παρακινούν τα πλήθη και να εμπνέουν δεν εμφανίζονται πια. Αυτή η άνυδρη εποχή μας μοιάζει με ένα μεσοδιάστημα που οι κοινωνίες αναζητούν τη ταυτότητα τους. Είναι η στιγμή που η Ιστορία γυρνάει σελίδα. Είναι η στιγμή που το μέλλον ακόμα δεν υπάρχει κι όσο κι αν αφουγκραστούμε δεν μπορούμε να υποκλέψουμε τον αντίλαλο του. Κι επειδή το μέλλον επιμένει να είναι άδηλο, κατασκευάζουμε τα όνειρα και τις προσδοκίες μας από τα υλικά του παρελθόντος. Ένα παρελθόν που δεσμεύει τη σκέψη μας και την εμποδίζει να οραματιστεί τις επαναστάσεις του μέλλοντος. Ο κόσμος έχει αλλάξει και δεν είναι πια αυτός που θυμόμαστε ή που μας αρέσει να αναπολούμε. Και οι επαναστάσεις του μέλλοντος θα λάβουν σάρκα, όταν καταφέρουμε να αποκόψουμε τον ομφάλιο λώρο από τις αυταπάτες του παρελθόντος. Ίσως θα διακρίνουμε τα καινούρια μονοπάτια, το δικό μας μεσαίο δρόμο, όταν θα σταματήσουμε να σκιαμαχούμε με σπαθιά και μαχαίρια, τη στιγμή που η εποχή της παλιάς ιπποσύνης έχει παρέλθει.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Επίκαιρα: ο φόνος είναι φόνος, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Τα Σκόπια και η μαριονέτα, του Γιάννη Καραχισαρίδη
board-73496_960_720.jpg
Τετράδιο σημειώσεων και μελέτης 16η σελίδα – Οκτώβριος / Νοέμβριος 2017, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.