Ανήμερα του άι Νικόλα, του πελάγου. Σήμερα, ανήμερα της γιορτής του αγίου Νικολάου, του αγίου του πελάγου, των ναυτικών, των
ψαράδων, των θαλασσοδαρμένων του κόσμου όλου. Όλων όσων βουτούν την ψυχή τους στα κύματα, εκεί που πολλές φορές η ζωή και ο
θάνατος αγωνίζονται για ώρες με την τεράστια απόρθητη μανία της φύσης, με την μυρωδιά λαδιού μηχανής, τις πόρτες που κοπανιούνται,
το εξαφανισμένο πλήρωμα..
Και αυτός ο άγιος να τρέχει από πέλαγο σε πέλαγο να σώζει τις ζωές όσων στην μαύρη απελπισία τον φωνάζουν μέσα από τα τρίσβαθα της
καρδιάς τους.
Στενάχωρη η σημερινή του γιορτή, είναι δύσκολες οι μέρες, αλλά οι ευχές είναι ευχές. Γιατί, άη Νικόλα μου, δεν έχεις μόνον τους
ναυτικούς να προσέξεις στο μυαλό σου. Κάπου λίγο πιο έξω από δω, υπάρχουν ανθρώπινες ζωές που δεν σε γνώρισαν, μα σ’έχουν ανάγκη.
Εμείς επειδή μας πέφτει βαρύ να ομολογήσουμε πως τα σφάλματά μας άφησαν εκείνα τα παιδιά, τα αγγελούδια απροστάτευτα να
θαλασσοδέρνονται έξω από τα ελληνικά νησιά πάνω σε βάρκες δουλεμπόρων, μόνα και απροστάτευτα, τα αφήνουμε στην δική σου
φροντίδα.
Για σένα καμιά ψυχή ανθρώπινη, δεν παραμένει απλησίαστη.
Εσένα που δεν σε χωρίζουν ούτε οι θρησκείες ούτε τα συμφέροντα, ούτε τα παιχνίδια των μεγάλων, που δεν σ’ εμποδίζει η αναξιοπιστία της
μνήμης που στους ανθρώπους δουλεύει επιλεκτικά και διατάζει: ξέχασε! παραποίησε!
Εσύ που ποτέ δεν εγκατέλειψες, το παιδί εκείνο· νωρίτερα το εγκατέλειψαν οι άλλοι οι άνθρωποι.
Έχε στο νου σου και αυτούς τους φτωχούς, απελπισμένους ανθρώπους που θαλασσοπαλεύουνε, να φτάσουν σε ένα ήρεμο απάνεμο λιμάνι.
Γιατί εμείς πολλές φορές δεν μπορούμε να είμαστε παρά μόνο παρατηρητές με το καταραμένο καθήκον του γραφέα – που είτε το θέλει είτε
όχι μόνον αυτό μπορεί, αλλιώς δε θα έγραφε, θα πολεμούσε ή θα σκοτωνόταν ενάντια σε όλους αυτούς που ορκίζονται πως τάχα αυτοί
μοιράζουν δικαιοσύνη
Στα γερμανικά υπάρχει η λέξη Kunstlerschuld, που σημαίνει «ενοχή του καλλιτέχνη», αυτό που νιώθει ο καλλιτέχνης για την ελαφρότητα με
την οποία μπορεί να βρίσκει γραφικό έναν κόσμο ο οποίος για όσους ζουν σ’ αυτόν που μπορεί να είναι θλιβερός και μίζερος. Αυτή την
ενοχή μας ίσως εσύ μπορείς να καταλάβεις, γιατί εμείς ίσως δεν μπορούμε πια.
Αλίμονο σ’ αυτούς τους καιρούς πολλές φορές επιλέγουμε να επιδείξουμε την πληγή της δική μας αδικίας, πριν αποκτήσουμε το δικαίωμα
να γράψουμε για τις ξένες πληγές.