Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Φίλες και φίλοι,
Εμφανίζονται μερικές φορές- καθόλου συχνά- κάποιοι άνθρωποι που οι φωτεινές τους ψυχές έχουν την ικανότητα να μας τραβούν όλους από τα λασπόνερα, να μας οδηγούν σε ανώτερες σφαίρες, να μας μεταμορφώνουν σε πραγματικά, φωτεινά πνευματικά όντα. Ένας από αυτούς τους σπάνιους άνδρες ήταν και ο Νέλσον Μαντέλα. Ας μάθουμε λίγα πράγματα γι’ αυτή την ανυποχώρητη, πεισματάρικη ψυχή.
Ο Ρολιλάλα Μαντέλα ήταν δισέγγονος βασιλιά της φυλής Τεμπού και το όνομα της οικογενειακής του φατρίας ήταν Μαντίμπα. Στα επτά του χρόνια τον έστειλαν στο σχολείο και η δασκάλα του τον ονόμασε Νέλσον- ένα χριστιανικό όνομα. Γράφει ο ίδιος: «Κανείς από την οικογένειά μου δεν πήγε στο σχολείο… Την πρώτη μέρα που πήγα εγώ, η δασκάλα μου, Miss Mdingane, έδωσε σε όλους μας ένα αγγλικό όνομα. Αυτό ήταν το έθιμο εκείνον τον καιρό για μας τους Αφρικανούς, προφανώς λόγω της βρετανικής προκατάληψης της εκπαίδευσής μας».
Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας του. Πολύ αργότερα, ο Νέλσον θα έλεγε ότι από εκείνον (τον πατέρα του) κληρονόμησε μια «επαναστατική υπερηφάνεια» και μια «ξεροκέφαλη αίσθηση δικαίου». Ίσως ναι, ίσως όχι, μιας και το μεσαίο του όνομα-Ρολιλάλα- σημαίνει εκείνον που δημιουργεί φασαρίες και προβλήματα, τον ταραχοποιό.
Στα 16 του πήρε μέρος σε μια παραδοσιακή τελετή ενηλικίωσης και τού δόθηκε το όνομα Νταλιμπούγκα.
Αν και έπαιρνε ευρωπαϊκή μόρφωση, τον ενδιέφερε πολύ η αφρικανική κουλτούρα. Σπούδασε ανθρωπολογία και πολιτικές επιστήμες.
Με το ξέσπασμα του Β΄Π.Π. πήρε μέρος σ’ ένα μποϊκοτάζ για την ποιότητα του φαγητού τού πανεπιστημίου Fort Hare στο οποίο φοιτούσε και αποβλήθηκε. Δεν επέστρεψε ποτέ εκεί.
Πήγε στο Γιοχάννεσμπουργκ τον Απρίλιο του 1941 κι έπιασε δουλειά ως νυχτερινός φύλακας στα Βασιλικά Ορυχεία, «βλέποντας για πρώτη φορά τον καπιταλισμό εν δράσει», αλλά απολύθηκε όταν ο προϊστάμενός του ενημερώθηκε για ό,τι είχε συμβεί στο Fort Hare.
Τότε γνώρισε τον Ουώλτερ Σισούλου, ο οποίος μεσολάβησε για να βρει δουλειά σε μια νομική εταιρία που ανήκε σ’ έναν φιλελεύθερο Εβραίο. Μέσω των νέων συναδέλφων του μπήκε στους κύκλους του Κομμουνιστικού Κόμματος, εντυπωσιασμένος από το πολυποίκιλο μάζεμα Αφρικανών, Ευρωπαίων, Ινδών και Εγχρώμων, και την ίση αντιμετώπισή τους. Ο ίδιος δεν έγινε μέλος του Κ.Κ. επειδή πρέσβευε την αθεΐα κι εκείνος ήταν χριστιανός, κι επειδή κατάλαβε ότι ο αγώνας των Αφρικανών βασιζόταν στο γένος τους και όχι στις κοινωνικές κάστες.
Γράφηκε στο πανεπιστήμιο της Ν. Αφρικής σ’ ένα πρόγραμμα αλληλογραφίας και επέλεξε να μείνει γειτονιά εργατών ορυχείων διαφόρων φυλών.
Το 1943 πήρε το ΒΑ, αποφασισμένος ν’ ακολουθήσει πολιτική καριέρα, ως δικηγόρος, επειδή «αισθανόταν ότι ήταν αδύνατον να κάνει κάτι άλλο».
Σπουδάζοντας Νομική στο πανεπιστήμιο Witwatersrand ήταν ο μόνος μαύρος Αφρικανός φοιτητής και ήρθε αντιμέτωπος με τον ρατσισμό. Μπήκε ορμητικά στην πολιτική, επηρεάστηκε από τον Σισούλου, γνώρισε τον Λεμπέντε, και πίστευε ακράδαντα ότι οι μαύροι Αφρικανοί έπρεπε να γίνουν απόλυτα ανεξάρτητοι, να παλέψουν για να παίρνουν εκείνοι τις πολιτικές αποφάσεις.
Τον Οκτώβριο του 1944 παντρεύτηκε την Έβελιν Μάσε και απέκτησε έναν γιο και μια κόρη (πέθανε μετά από εννέα μήνες από μηνυγγίτιδα). Ο Λεμπέντε πέθανε το 1947 και ο Νέλσον προωθήθηκε στην ηγεσία του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου Νεότητας (ANCYL), με τη βούληση να απομακρύνει τους κομμουνιστές, θεωρώντας ότι τα πιστεύω τους ήταν αντι-αφρικανικά.
Το 1948 ξεκίνησε δραματικά το απαρτχάϊντ. Ο Νέλσον Μαντέλα και το Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο δρουν άμεσα εναντίον των μέτρων με απεργίες και μποϊκοτάζ, ακολουθούμενοι από τους Ινδούς.
Το μυαλό του βρίσκεται στη δράση, στους δρομους, με αποτέλεσμα να αποτύχει τρεις φορές στις εξετάσεις του πανεπιστημίου.
Φυλακίστηκε και δικάστηκε τον Ιούνιο του 1952 και έγινε γνωστός στην Νότιο Αφρική. Οι οπαδοί του πολλαπλασιάστηκαν. Έμεινε στη φυλακή εννέα μήνες, μαζί με τον Σισούλου και τον Νταντού.
Τον επόμενο χρόνο, μαζί με τον Τάμπο, άνοιξε μια νομική εταιρία στο Γιοχάννεσμπουργκ, την μοναδική από Αφρικανούς, και ασχολήθηκαν με υποθέσεις αστυνομικής βίας. Δεν άργησαν να γίνουν στόχοι των Αρχών και να τους αφαιρεθεί η άδεια άσκησης επαγγέλματος.
Η σχέση με την Έβελιν ήταν πλέον άσχημη, εκείνη τον κατηγορούσε για μοιχεία. Υπήρχαν φήμες ότι ο Νέλσον είχε νόθο παιδί. Η μητέρα του γύρισε στο χωριό τους για να μην ακούει τίποτε, η Έβελιν πήγε με τους Ιεχωβάδες και απέρριψε την ενασχόληση του Νέλσον με την πολιτική, ενώ γέννησε μια κόρη το 1954.
Ο ως τότε οπαδός των ειρηνικών διαμαρτυριών Νέλσον Μαντέλα, αναγνώρισε τον Φεβρουάριο του 1955 ότι η βία ήταν ο μόνος τρόπος για να απαλλαγούν από το απαρτχάϊντ.
Οι Αρχές τού απαγόρευσαν να κυκλοφορεί στο Γιοχάννεσμπουργκ τον Μάρτιο του 1956 και η Έβελιν τον εγκατέλειψε, παίρνοντας μαζί της τα παιδιά.
Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς ο Νέλσον συνελλήφθη για «εσχάτη προδοσία». Τον Φεβρουάριο του 1958 δόθηκε άδεια να γίνει δίκη, άρχισε τον Αύγουστο στην Πραιτώρια και τον Οκτώβριο οι κατηγορίες αποσύρθηκαν.
Το διαζύγιο με την Έβελιν βγήκε τον Μάρτιο 1958, αλλά ο Νέλσον είχε ήδη γνωρίσει την Γουίνι Μαντικιζέλα και την παντρεύτηκε εκείνη την ίδια χρονιά.
Τον Μάρτιο του 1960 φυλακίστηκε για πέντε μήνες, σε μια φυλακή της Πραιτώρια με άθλιες συνθήκες, με απαγόρευση κάθε είδους επαφής- ακόμη και με τον δικηγόρο του.
Το πρώτο του μέλημα μετά την αποφυλάκιση ήταν να οργανώσει ένα Παν-αφρικανικό Συνέδριο στο Νατάλ (Μάρτιος 1961), ταξιδεύοντας ιγκόγνιτο. Ο Τύπος τον αποκαλεί Black Pimpernel, μια αναφορά στο επιτυχημένο θεατρικό έργο της βαρώνης Emma Orczy «The scarlet Pimpernel» του 1905. (Το πίμπερνελ είναι ένα περιφρονημένο φυτό- το δικό μας περδικούλι ή περδικάκι- που φυτρώνει παντού, κρατώντας κρυφές τις αξιοθαύμαστες ιδιότητές του. Ο ήρωας του θεατρικού, έχοντας ως σήμα κατατεθέν μια απεικόνιση του φυτού, έκρυβε την παραγματική του προσωπικότητα και δράση, ενώ φαινομενικά ήταν ένας αδιάφορος για όλα ευγενής).
Εμπνεόμενος από τον Φιντέλ Κάστρο, ίδρυσε με τον Σισούλου και τον Σλόβο το «Δόρυ του έθνους» (Spear of the Nation), έγινε μέλος του Κ.Κ. και της Κεντρικής Επιτροπής και συνέχισε να κρύβεται.
Πάντα κρυφά, το 1962 ταξίδεψε για να παρακολουθήσει το Παν-αφρικανικό Συνέδριο για την Ελευθερία στην Αντίς Αμπέμπα, και συνέχισε επισκεπτόμενος την Τυνησία, την Αίγυπτο, την Ταγκανίκα, το Μαρόκο, το Μαλί, την Γουϊνέα, τη Σιέρα Λεόνε, τη Λιμπερία και τη Σενεγάλη. Τελευταίος σταθμός το Λονδίνο, όπου συνάντησε πολιτικούς, δημοσιογράφους και ακτιβιστές που υποστήριζαν σθεναρά την κατάργηση του απαρτχάϊντ. Πριν επιστρέψει στη βάση του, παρέμεινε στην Αιθιοπία για δύο μήνες, παρακολουθώντας τις τακτικές του αντάρτικου πολέμου.
Η επιστροφή σήμαινε σύλληψη (5 Αυγούστου 1962) και φυλάκιση στις φυλακές του Γιοχάννεσμπουργκ, με την κατηγορία της φυγής από τη χώρα χωρίς άδεια. Σύντομα μεταφέρθηκε στο άθλιο περιβάλλον των φυλακών της Πραιτώρια, αλλά με ψυχικό σθένος αντιστάθηκε: άρχισε μαθήματα δι’ αλληλογραφίας με το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου για να λάβει το Bachelor in Law. Η δίκη ξεκίνησε τον Οκτώβριο, αλλά διακόπηκε διότι ο Νέλσον εμφανίστηκε φορώντας ένα παραδοσιακό καρός, έναν μανδύα από δέρμα αρνιού, αρνήθηκε να καλέσει μάρτυρες και έστρεψε την ένστασή του σε πολιτικό λόγο. Τελικά, βρέθηκε ένοχος, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση και βγήκε από την αίθουσα του δικαστηρίου τραγουδώντας το «Nkosi Sikelel’ i Afrika», έναν χριστιανικό ύμνο του 1897.