Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μια ηλιόλουστη μέρα Σαββάτου, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

Είναι μιά ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα Σαββάτου.  Κάποιοι φίλοι και γνωστοί σήμερα σηκώθηκαν από το ζεστό τους κρεββατάκι, ήπιαν τον μυρωδάτο τους  καφέ, ή το βιολογικό τους τσαγάκι (το πιθανότερο, γιατί τέτοιοι είναι) και αποφάσισαν να πάρουν τα βουνά. Όλα τα βουνά. Τα βουνά εκεί πέρα, τα βουνά εδώ δίπλα, τα βουναλάκια στα πέριξ, εκείνα τα βουνά που δεν φαίνονται, άλλωστε τί ΄ν΄η πατρίδα μας;

Ανεβάζουν από τα αξημέρωτα φωτογραφίες από ραχούλες κακοτράχαλες, ελαφάκια, τζάκια από καταφύγια, μανιτάρια, αγριολούλουδα, σαλιγκαράκια,  βραχάκια, μονοπάτια με ταμπέλες που οδηγούν σε βρυσούλες και εκκλησιές ερημικές. Στο κάτω μέρος της φωτό δεσπόζουν μυστηριώδη  ορειβατικά μποτάκια και μπαστούνια πεζοπορίας. Στα σακίδια τους ζουν αρμονικά σαντουιτσάκια, τυροπιτάκια, μπανάνες, μήλα απαγορευμένα και μη,   πάσης φύσεως μεζεδάκια (τα γνωστά μπινελίκια του βουνού και του λόγγου) και εννοείται σοκολάτες (ο μόνος λόγος που θα με έκανε να ανέβω κάπου, οπουδήποτε, ακόμα και στο ψηλότερο σκρίνιο. Μία μπαμπάτσικη, αξεπέραστη ΙΟΝ αμυγδάλου).

Ναι, καλά να περνάτε αγαπημένοι μου υπερήρωες του διαδικτύου, να μαζευτούμε να πάτε και στο Εβερεστ σας εύχομαι από καρδιάς. Καλό κουράγιο και μπράβο σας, τί άλλο να πω κι εγώ, ο ρόμποκοπ  με δύο γόνατα υπο κατάρρευση κι έναν πολύ στριμμένο αστράγαλο. Μιλάμε για αστράγαλο με ψυχολογικά και πολλά πολλά νεύρα. Κόμπος ναυτικός από τους άλυτους.  Μία έξω δύο μέσα με πάει ο άτιμος,  καιρό τώρα. Οπότε καλοφάγωτα τα μεζεδάκια της ανάβασης παιδιά( αυτό που ξεχνάνε την κατάβαση με ξεπερνάει όμως. Εγώ αν ποτέ ανέβαινα κάπου, λέμε τώρα, υποτιθέστω, ε, θα με κατέβαζε ελικόπτερο της ΕΜΑΚ), γι΄αυτό και σήμερα λέω να το πάω χαλαρά.

Χαλαρά όπως Θεσσαλονίκη Με φλατ μποτάκι, που τρόμαξα να βάλω καθότι ο ένας ο αστράγαλος, ο νευρικός που σας έλεγα, δεν λυγάει ντιπ. Δεν έβαλα τα μεταξωτά γιατί δεν φυσούσε, αλλά μιά καμπαρντίνα την έριξα ανέμελα ατους ώμους. Είμαστε και λίγο μετά την 28η Οκτωβρίου, δεν μπορεί, θα το έχετε προσέξει πως σε όλες τις ελληνικές ταινίες για το ’40 όλοι φοράνε καμπαρντίνες. Πήρα και την τσαντούλα μου και πήγα πλατεία. Κοινωνικές υποχρεώσεις και τα ρέστα κόλυβα, δυστυχώς. Ο κύκλος της ζωής κι άλλα δεν θα πω γιατί η κουβέντα θα πάει αλλού, θα μας πάρουν τα ζουμιά και δεν θα το΄θελα.

Έλεγα λοιπόν πως πήρα την τσαντούλα μου και κούτσα κούτσα βγήκα στην πλατεία η κυρά η παινεμένη, η κουτσή και αμαγείρευτη. (σήμερα σουβλάκια). Τσαντούλα τώρα δεν το λες αυτό που κρατούσα, μπαουλάκι το λες, μικρό νεσεσερ το λες, καλό ταξίδι και πάρε μας ένα  τηλέφωνο όταν φτάσεις, την κολώνιά μου από τα αφορολόγητα μην ξεχάσεις, το λες…   Α, εμένα οι τσάντες μου ήταν πάντα μεγάλες. Ευρύχωρες, φιλόξενες και αχανείς . Αυτό που λένε, να διαλέγεις την τσάντα σου ανάλογα με το μέγεθός σου, σε μένα δεν είχε ποτέ εφαρμογή. Από το ένα αυτί μου μπήκε στο άλλο μου βγήκε διότι σκεφτόμουν πως αφού πληρώνω να πάρω μιά καλή τσάντα ας την πάρω μεγαλύτερη να πιάσω κορόιδο τους σχεδιαστές που σκανδαλωδώς και βλακωδώς, θα μπορούσα να πω, δεν έλαβαν ποτέ υπ’ όψιν τους την  σωστή αντιστοίχιση τιμής και μεγέθους. Με δυο λόγια μου έχεις την τσάντα που θα βάλω μέσα τα μωρομάντηλα μαζί με το μωρό σχεδόν στην ίδια τιμή με την δερμάτινη  κουτσουλιά που με το ζόρι να χωράει κλειδιά, κινητό άιντε και ένα πορτοφολάκι (άδειο). Και κάπως έτσι, πονηρά σκεπτόμενη κυκλοφορώ χρόνια τώρα με τσάντες που πολλές φορές όσοι με συναντάνε στον δρόμο με ρωτάνε «για πού με το καλό;». Βέβαια στις εποχές που διανύουμε πρέπει να έχεις χώρο περίσσιο για να έχεις μαζί σου  όλα αυτά που μπορεί να σου χρειαστούν λόγω της ειδικής συνθήκης. Για τον κορωνοϊό λέω, που μας έκανε να κυκλοφορούμε σαν τις χελώνες, με το σπιτάκι μας στην πλάτη, ανάθεμάτονε και τρις ανάθεμάτονε. 

Η τσάντα μου λοιπόν σήμερα  δεν είχε μέσα μεζεδάκια, (αλλά κρατήστε σημειώσεις, μετά θα σας εξετάσω), έχει μία θήκη για την ενισχυμένη μάσκα μου, την ενισχυμένη μάσκα μου, μιά έξτρα μάσκα για ώρα ανάγκης,  μαντηλάκια υγρά, μαντηλάκια ξηρά (χαρτομάντηλα ντε), υγρό απολλυμαντικό κι ένα σε σπρέι  μη τυχόν και μας τελειώσει το πρώτο και γιατί ψεκάζουμε εύκολα  τους διερχόμενους γνωστούς φίλους και συγγενείς  που θα θελήσουν να μας χαιρετήσουν με οποιονδήποτε, το πορτοφόλι μου, ένα μικρό τσαντάκι με τα φυλαχτά μου, μιά χτένα, μιά θήκη γυαλιών ηλίου, ένα στυλό, το κινητό, ένα πάουερ μπανκ, ένα σοκολατάκι τυλιχτό(σας ορκίζομαι, δεν θυμάμαι πότε το έβαλα εκεί και πού το βρήκα, για σένα το λέω μαμά), ένα ντεπόν αναβράζον σε πολυμπάγκ, ένα κραγιόν ( έτσι για την αλητεία του μασκοφόρου), τσίχλες, καραμέλες για την αναπνοή, κλειδιά σπιτιού, κλειδιά αυτοκινήτου, ένα κατσαβιδάκι σε μπρελόκ για να σφίγγουμε τα βιδάκι των γυαλιών μας, τα γυαλιά της μυωπίας στην θήκε τους ένα μέτρο πτυσσόμενο σε μπρελόκ και τέλος, το σακουλάκι με τα κόλυβα, το κεκάκι και λίγο αντίδωρο σε ένα  χαρτομάντηλο, το οποίο άνοιξε και μου έκανε την τσάντα μου μέσα στα αγιασμένα ψίχουλα, βοήθειά μας.

Α, κι ένα μπουκαλάκι νερό.  Και μετά από όλα αυτά. άντε γεια Jacquemus… θα τις έχετε δει κάτι τσάντες του πανακρίβου, που είναι σαν  χρωματιστά πορτοφολάκια ,σαν παιδικά τσαντάκια, από αυτά που είχαν κάποτε στα πανηγύρια, σαν βαλιτσάκι της Μπιμπιμπό, σαν μεγάλα μπρελόκ… τσάντες πάντως δεν τις λες.   Καλέ, πάτε καλά; Αυτές είναι για την Γιάννα  Αγγελοπούλου που έχει και δυο τρεις παρατρεχάμενους να της κρατάνε τα μπόσικα κι αυτή πάει σεινάμενη λυγάμενη, με τα χέρια ελεύθερα τύπου πλώρη Τιτανικού, ο βασιλιάς του κόσμου! Αφήστε με κάτω την γυναίκα. Και ναι, είμαι ανασφαλής και θέλω να σέρνω μαζί μου το κομοδίνο μου. Μπορεί να γίνει ένας σεισμός, μιά πυρκαγιά, ένα τσουνάμι βρε αδερφέ. Τώρα θα μου πεις τσουνάμι στην καρδιά του νομού Αττικής. Γιατί, όσα περνάμε τα περιμέναμε; Αντε μην τα θυμηθώ και δεν πήρα και τα ζάναξ μου μαζί(θα ξεχάστηκα).

Φορτωμένη με τα υπάρχοντα μου και έτοιμη για διανυκτέρευση σε μοτέλ του route 66, the mother road, βρίσκομαι στο ένα πεζοδρόμιο, αυτό που είναι απέναντι από το άλλο. Όχι, το λέω μη τυχόν και αναρωτηθείτε πού ακριβώς βρίσκομαι.

Όσοι είναι στα βουνά και βασανίζονται αποθηκεύοντας οξυγόνο θα πιστεύουν για μένα πως δεν κάνω απολύτως τίποτα. Πως απλώς περπατάω  σε ένα πεζοδρόμιο, η τεμπέλα της έφορης κοιλάδας, και αυτό είναι όλο. Αμ, δε. Τα πεζοδρόμια σήμερα αγαπητοί μου φίλοι και γνωστοί,  δεν είναι αυτό που πιστεύει ο περισσότερος κόσμος. Και το να περπατάς στην αγορά δεν είναι καθολούτατα το πιό ασφαλές και ξεκούραστο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κάποιος, ειδικά σαν εμένα.

Διότι δεν μιλάμε για πεζοδρόμια αλλά για στίβους μάχης για βατράχια. Ειδικά αν έχεις αστράγαλο που δεν λυγάει…όπωβς εγώ, πρώτα ασφαλίσου και μετά ξεκίνα τις περαντζάδες.

  Μπορεί εκεί που πας σαν την καλή χαρά να πατήσεις μιά πλάκα που έχει στραβοκάτσει για τους δικούς της ανεξήγητους λόγους  και  να βρεθείς στο ΚΑΤ μέχρι να πεις κύμινο. Μπορεί να βρεθείς μπροστά από ένα αυτοκίνητο που βρήκε πολύ βολικό να παρκάρει πάνω στο πεζοδρόμιο σου, να το κλείσει και εσύ να κατέβεις στον δρόμο για να το παρακάμψεις όπου εκεί θα σε πατήσει ένα άλλο αυτοκίνητο που πήγαινε κανονικά στην δουλειά του και να βρεθείς πάλι στο ΚΑΤ. Μπορεί να χαζεύεις βιτρίνες και να μην δεις το σκαλί του διπλανού μαγαζιού που σήκωσε το επίπεδο του πεζοδρομίου αναπάντεχα και συ να μπερδουκλωθείς , να φας τα μούτρα σου και να βρεθείς, μάντεξε, ε, ναι λοιπόν, πάλι στο ΚΑΤ . Σε κάιε περίπτωση μιά βολτίτσα μέχρι την Κηφισιά δεν την γλυτώνεις.

Εκεί που πας αμέριμνη το πεζοδρόμιο στενεύει, αλλάζει επίπεδα, υλικά, χρώμα, εξαφανίζεται κι όταν εμφανίζεται ξανά είναι σαν την γυάλινη γέφυρα του squid game που αλλού πατάς κι αλλού βρίσκεσαι.

Σε κάποια σημεία έχει δεντράκια, είχε δεντράκια, τώρα έχει μιά γούβα.  Έχει ζαρντινιέρες, είχε ζαρντινιέρες,  τώρα έχουν σκουπιδάκια και παντού κι ολούθε έχει σκατουλάκια από τα σκυλάκια. Αχτικαλά! Που θα έλεγε κι ο φίλος μας ο Κωστής Μακρής. Να προσέχτε που πατάτ΄. Ειδοποιάω.

  Αφού λοιπόν το πεζοδρόμιό μου είναι «κάπως» και γω επίσης, αποφασίζω να περάσω απέναντι. Να δοκιμάσω το από κείθε που μου φαίνεται πιό φιλικό προς το περιβάλλον κατ΄επέκταση και τον διαβάτη, δηλαδή εμένα.   

Είμαι μιά μύγα μες το γάλα ένεκα που δεν έχω ρόδες, ούτε κόρνα μήτε φλας, τί θράσσος να θέλω να διακόψω την ροή των οχημάτων του μονόδρομου που χωρίζει τα αντίπαλα πεζοδρόμια.   Μηχανάκια ανυπόμονα, νευρικά σμαρτάκια με ηχεία  στην διαπασών να κλαίνε έναν αδικοχαμένο ράπερ, ή έναν άλλον αδικοχαμένο λαικό βάρδο. Γενικά πολύ αδικία στον κλάδο ρε παιδιά…αλλά να μην τρέχουμε κιόλας γιατί τί να σου κάνει κι αυτό το έρμο το δίκιο;

Με τα πολλά περνάω τον δρόμο ατόφια! Γιατί πάντα θα υπάρχει κι ένας ευγενικός οδηγός που δεν θα βιάζεται, δεν θα έχει μαλώσει με την γυναίκα του, το αφεντικό του, τον μπροστινό του και τον πισινό του πριν πιάσει το τιμόνι και θα ακούει τρίτο πρόγραμμα. (καλύτερα να πάρετε ένα λαχείο)

Είμαι πια απέναντι. Αισθάνομαι την ανάγκη να με συγχαρώ, να μου απονείμω ένα βραβείο, το κλειδί της πόλης, ένα σοκολατάκι…κάτι… Επιτυχία μεγάλη, αν και τα πράγματα δεν είναι και πολύ διαφορετικά στην άλλη πλευρά. Μόλις σκόνταψα σε ένα σίδερο που έχασκε στην βάση μιάς μεγάλη κολώνας της ΔΕΗ, καταμεσής του πεζοδρομίου που κανονικά θα έπρεπε να παίζει σε άλλο έργο.

Αποφεύγω  με επιδέξιες  κινήσεις και διακριτικά πηδηματάκια μιά αδέσποτη καρέκλας και ένα τραπέζι, που έχασαν τον δρόμο από την κουζίνα τους. «Αναμονή πελάτου λόγω συνωστισμού εντός του καταστήματος, ευχαριστούμε για την κατανόηση σας, μη μας φύγετε» .

Και εκείνη την στιγμή είναι που σκέφτομαι εκείνη την φωτό του φίλου με το αναμμένο τζάκι στο καταφύγιο και κάτι σαλαμάκια πάνω στο τραπέζι. Ευτυχώς δεν βρέχει να έχω να κολυμπήσω κιόλας…

Το τέλος του δρόμου αχνοφαίνεται. Σε ένα από τα τελευταία μαγαζιά συναντώ δύο καλούς φίλους. Από αυτούς που ενώ δεν τους βλέπεις συχνά, έχεις πάντα κάτι ενδιαφέρον να πεις, δεν υπάρχει ίχνος παρεξήγηγσης και πάντα χαίρομαι να βλέπω! Ακούω ωραία νέα, για μωρά που ήρθαν, που θα έρθουν, για τα ταπεινά μου κειμενάκια-ψυχοθεραπεία που ο φίλος τα αποκαλεί εξαιρετικά χρονογραφήματα και φεύγω 10 πόντους ψηλότερη, πιο ξεκούραστη από ποτέ και παραδόξως αρκετά αισιόδοξη. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν καταφέρνουμε να αλλάξουμε οπτική γωνία σε ότι βιώνουμε, είτε μόνοι μας, είτε με την βοήθεια τρίτων, είτε με αυτή την πρόθεση είτε εντελώς τυχαία… και για να κλείσω(επιτέλους) αυτό το χαοτικό ατελείωτο(σας καταλαβαίνω απόλυτα, αφού και γω κουράστηκα να γράφω) κείμενο, θα αφιερώσω ότι διαβάσατε στον φίλο που τα καλά του λόγια μου έφτιαξαν το υπόλοιπο της ημέρας, και που υποστήριζε με θέρμη πως μπορώ γράψω κάτι από το τίποτα.  Νόμιζα πως είχα αρχίσει να το χάνω, αλλά αγαπητέ Γ. φαίνεται πως τελικά όντως μπορώ!!!Σε ευχαριστώ πολύ που μου το θύμισες!         

SHARE
RELATED POSTS
Βαθιές αναπνοές…, του Δημήτρη Κατσούλα
Η Γερμανίδα ερωμένη, του Πάνου Μπιτσαξή
25 Νοεμβρίου- 4 χρόνια μετά, της Αναστασίας Φωκά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.