Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το μπαλκόνι της Μεσσηνίας, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Λόγω lockdown διατίθεται προς το παρόν μόνο από τις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Περίπου εννέα και μισή η ώρα. Ώρα που οι εργάτες συλλογής ελαιοκάρπου έπιναν τις τελευταίες τους μπίρες για να πάνε να ξαπλώσουν ανακτώντας τις δυνάμεις τους για την επαύριον. Πέντε ήσαν χωρίς τη Στεφανία. Εάν τελείωνε σχετικά νωρίς από το σούπερ μάρκετ γιατί δεν θα χρειαζόταν άλλο στην υπηρεσία, θα ερχόταν κατευθείαν από εκεί τους είχε πει. Εδώ που τα λέμε δεν την πίστεψε, μα και κανένας από την παρέα δεν την πίστεψε διότι η Στεφανία είχε να ‘’παλέψει’’ με το θεριό το δεκάωρο για μερικά ευρώ παραπάνω. Και ήταν γλυκιά η Στεφανία και καλόβολη ως φίλη αλλά δεν ήθελαν να της το πουν και κατάμουτρα ότι δεν πρόκειται να προλάβει γιατί το έπαιρνε κατάκαρδα η φίλη.

Στο έμπα της αυλής – ή του προαύλιου χώρου καλύτερα διότι παλιά ήταν το Δημοτικό σχολείο το οποίο σήμερα εκμεταλλεύεται οικονομικώς η Μητρόπολη Μεσσηνίας διότι έχει μετατραπεί σε ταβερνείο – και σε ολόκληρο το πλάτωμά του τα πλατάνια έχουν ρίξει στρώμα τα κιτρινισμένα φύλλα τους τα οποία φύλλα φθάνουν μέχρι την είσοδο πατώντας πάνω σε ένα παχύ στρώμα χαλιού από πλατανόφυλλα όποιος επιχειρήσει να εισέλθει στο ταβερνάκι. Σε μια άκρη στοιβαγμένα τα τραπέζια το ένα πάνω στο άλλο καθώς και οι καρέκλες σε ντάνες αραδιασμένες, όλα σκεπασμένα με ένα χοντρό νάυλον περιμένοντας το επόμενο καλοκαίρι και τη βροχή να σχηματίζει λιμνούλες επάνω τους. Δεκέμβρης μήνας και σε υψόμετρα περί τα εξακόσια πενήντα μέτρα το κρύο να είναι τσουχτερό, σε καμία των περιπτώσεων και να το ήθελες ακόμη για να έχεις αγνάντιο απέναντι την Καλαμάτα πλούσια φωταγωγημένη δεν υπήρχε περίπτωση να σταθείς λόγω κρύου. Μέσα ήταν όλα κι όλα περίπου οκτώ έως δέκα τραπέζια στρωμένα με υφασμάτινα τραπεζομάντηλα καρό σε κόκκινο και λευκό χρώμα κι επάνω ζωγραφισμένος ο νομός Μεσσηνίας με τις πόλεις τα χωριά και τις κωμοπόλεις του καθώς και τις ακτές του τις πεντακάθαρες. Επάνω στα σε κάθε τραπέζι λαδόξυδο, αλάτι, πιπέρι και διακριτικά σε ειδική θήκη οδοντογλυφίδες για να μη γίνονται αντιληπτές με την πρώτη ματιά. Σε μια άκρη αναμμένη η σόμπα (στόφα ήταν στην πραγματικότητα από όσο παρατήρησα αργότερα) δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα ζεστή που σε έκανε να ξεχνάς ότι έξω η πάχνη με την υγρασία ‘’τρυπούσαν’’ κόκκαλα.

Πέταξε το μπουφάν σε μια καρέκλα, μέτρησε ότι η θερμοκρασία ήταν στα μέτρα του(ούτε πολύ ούτε λίγο, αλλά τόσο όσο), όπως αρεσκόταν να λέει. Οι παρέες που βρήκαν μέσα στο ταβερνάκι ήσαν τρεις με τέσσερις. Κάθισαν και ζήτησαν κατάλογο.  -Πολλά ζητάτε παιδιά, συγγνώμη αλλά δεν υπάρχει κατάλογος. Πέντε έξι πράγματα στάνταρ έχουμε όλα κι όλα

-Μολόγα ρε μάστορα, τι διαθέτει το κατάστημα;

-Λουκάνικο χωριάτικο ψητό στα κάρβουνα, σαλάτα λάχανο κόκκινο και άσπρο ανάμεικτη, κολοκυθοκεφτέδες τηγανητούς, πατάτες κι αν δεν απατώμαι – να κοιτάξω και την κουζίνα – πρέπει να περισσεύουν και δυο μερίδες κουνέλι κοκκινιστό.

Ηρέμησε. Το φαγητό το βρήκε επαρκέστατο. Τόσο όσο, όπως του άρεσε πάντα να λέει.

Παρήγγειλε και κρασί ροζέ. Την ώρα που κατέφθανε το κρασί στην κανάτα άκουσε κάποιο όργανο να παίζει από το δίπλα δωμάτιο καθότι σχολείο που ήταν παλιά το ταβερνάκι διέθετε και ένα χώρο επιπλέον, το γραφείο του δασκάλου. Ένας νεαρός έπαιζε μπουζούκι. Τον έφερε πλάι στο τραπέζι κι άρχισε να παίζει τις πενιές του.

‘’Βάλε κρασί στου φίλου το ποτήρι

κι η μοναξιά ας γίνει χαρακίρι’’.

Σήκωσαν τα ποτήρια ψηλά, τα τσούγκρισαν και τραγουδούσαν. Ήδη από την λαύρα της σόμπας που έκαιγε συνεχώς τροφοδοτούμενη με ξύλα το πρόσωπό του είχε αρχίσει να γίνεται ροδαλό, προς το κόκκινο της φωτιάς. Το φαγητό το ευχαριστήθηκε, τέτοια νοστιμιά δεν είχε δοκιμάσει ποτέ, δεν είχε ξαναφάει κουνέλι κοκκινιστό με κρεμμυδάκια.

-‘’Κλείνω τα φώτα και κοιτάζω τις σκιές

χίλια βουνά και θάλασσες βαθιές

σπηλιές και ξέφωτα νεράϊδες και γητευτές

ένα καμίνι με καταπίνει’’

Ήρθε στα κέφια, σηκώθηκε να χορέψει. Ένοιωθε αηδία με τα λόγια τα συμβολικά που εκπέμπονται από τα ποιήματα με μήνυμα, τα ποτάμια τα λεκτικά και πομπώδη. Γητευόταν μόνο όσα κι όσους του έγιναν εμπόδιο στη ζωή του, εκείνους που ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν αν του αρέσουν. Εκείνους που περπατούν αδιάφοροι στους δρόμους με τα χέρια στις τσέπες. Αυτούς θεωρεί ανθρώπους ποιήματα και οι οποίοι κατοικούν έξω από τα περισπούδαστα και με κάθε βαρύτητα και στόμφο γραμμένα βιβλία. Είναι εκείνος ο οποίος ανήσυχος πολλά βράδια και πριν πλαγιάσει στο κρεβάτι του έφερνε μια στροφή χορού σκεπτόμενος πως οι φίλοι του από δίπλα του γονατιστοί του χτυπούσαν ρυθμικά παλαμάκια. Μετά, αφού φορούσε τις ασπρόμαυρες ριγωτές πιτζάμες του, έπεφτε σε βαθύ τρίτο ύπνο όπως ακριβώς ο φαντάρος χώνεται στο λαγούμι του από όπου ποτέ δεν γνώριζε πότε, εάν και υπό ποίες συνθήκες θα ξανάβγαινε από αυτό. Ο χορός μέσα στο ταβερνάκι τέλειωσε. Πάει κι αυτή η στιγμή από τη ζωή του, έλαβε τέλος.

Του άρεσε πάρα πολύ, τόσο το ταβερνάκι, όσο και τα φαγητά του καθώς και το μπουζούκι με τις πενιές που έριχνε για χάρη του οπότε ζήτησε να μάθει πώς το λένε. ‘’Το μπαλκόνι της Μεσσηνίας’’, στο Κοντογόνι Μεσσηνίας ήταν το ταβερνάκι. Συνήθως οι φίλοι είθισται να ζουν πια μόνο στις απέραντες σκέψεις του μυαλού τους.

Η ώρα πλησίαζε έξι, κοντά στα χαράματα περίπου όπου καταμόναχος και με το σακάκι ανάρριχτο στον ώμο αλλά και την ομπρέλα κρεμασμένη στο πίσω μέρος του αυχένα του γύρισε μονάχος στο σπίτι.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. Οι φωτογραφίες αντλούνται από το pixabay.com

The article expresses the views of the author. Photos: pixabay.com

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Άτακτες πιπίλες, του Γιάννη Στουραΐτη
Και η ανυπομονησία να χτυπάει κόκκινο…, του Δημήτρη Κατσούλα
Πού πάει ο έρωτας, όταν πεθαίνει;, της Μαρίνας-Μαρίας Βασιλείου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.