Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Περπατώντας με τα χέρια γροθιές στις άδειες τσέπες, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Για τους λίγους που έχουν εργασία ακόμη αλλά και για αυτούς που τους στερήθηκε η αξία αυτού του αγαθού – και είναι πολλοί αυτοί οι συνάνθρωποί μας – φθάνουμε μετά από μια φορτωμένη εβδομάδα στο πολυπόθητο και πολύ αναμενόμενο απόβραδο της Παρασκευής. Εδώ αρκετοί θα ξεφορτωθούν το βάρος των ημερών, οι περισσότεροι όμως θα εξακολουθήσουν να μένουν άπραγοι κι αμήχανοι αναζητώντας εργασία διότι το βραδινό τους τραπέζι θα στερείται ακόμα και το γάλα των παιδιών τους.  Έξω από το σουβλατζίδικο στην πλατεία με την περίφημη στεγνή πίτα του η ουρά έχει κλείσει ακόμη και τη διάβαση αυτοκινήτων αλλά και κατάληψη έχει γίνει στο πεζοδρόμιο περιμένοντας τη σειρά της η πελατεία με υπομονή γιατί έμαθε από τη διαφήμιση ότι αξίζει τον κόπο η αναμονή. Ευπιστία ή ανάγκη τελικώς για να βρούμε ξανά τις σταθερές μας που υποτίθεται ότι είχαμε χάσει; Και οι σεκιουριτάδες γιατί περιπολούν; Για να επιβάλουν μήπως την τάξη ή για την ασφάλεια του αφεντικού κόβουν βόλτες περίεργες και εξερευνητικές; Μάλλον για την ασφάλεια της είσπραξης λένε, γιατί όπου να ΄ναι καταφθάνει η εταιρία εισπράξεων με κείνο το θωρακισμένο όχημα. Ναι, πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα σουβλατζίδικα της πόλης και περιχώρων το οποίο μέσα σε ένα χρόνο λειτουργίας του και χάρις στην διαφήμιση πάσης φύσεως που έγινε αντέχει σε κορονοϊούς και ανταπεξέρχεται όλων των οικονομικών δυσκολιών που στην κυριολεξία μαστίζει περιφέρεια και αστικά κέντρα. Αυτό είναι καλό από μια άποψη διότι απασχολεί τουλάχιστον και δέκα τρία άτομα απόφοιτα πανεπιστημίων που ήσαν έτοιμα για το μοναδικό (σωτήριο) φευγιό την ξενιτειά, αναζητώντας την τύχη τους.

Στην απέναντι πλευρά της πλατείας – εκεί που ο δημοτικός φωτισμός είναι ανύπαρκτος λόγω βλάβης – περισσότερο από δυο μήνες είναι καμένες οι λάμπες –  σε ένα παγκάκι κάθεται ένας άστεγος έχοντας εμπρός του ένα καρότσι με ολόκληρη την περιουσία του όπου μέσα σε αυτό τοποθετεί και ξανά τοποθετεί κι όλο διευθετεί όλα του τα υπάρχοντα. Ένα μικρό τρανζίστορ κρεμασμένο από μια βέργα της λεύκας παίζει Σαββόπουλο  –σαν βγω από αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει. Εδώ έρχεται και «κουμπώνει» απόλυτα η θεωρία της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων στην πιο σκληρή της έκφανση. Κι εμείς τι κάνουμε γι αυτό; Εμείς είμαστε οι πιο σκληροί από όλους –όχι από θέσεως , από ανάγκη. Ή μήπως και αχαριστία;

Σάββατο απόγευμα στο radioapopsi συγκεντρώνουν τρόφιμα και φάρμακα για τους απελπισμένους, ανήμπορους, κουρελήδες και γδυτούς. Ανοίγω την τροφοθήκη και βάζω σε μια τσάντα ένα ρύζι και δυο πακέτα μακαρόνια. Σκέφτομαι ότι σημασία έχει το ότι νοιάζομαι και όχι η ποσότητα. Καθοδόν προς τον σταθμό το έχω ήδη μετανιώσει, εδώ που φθάσαμε δεν έχουν πλέον καμία σημασία οι συμβολισμοί γιατί πέθαναν από καιρό τώρα, μετρούν μόνο οι έμπρακτες πράξεις και συνυπολογίζονται στο τελικό τους άθροισμα. Αφού είχα τη δυνατότητα να φέρω περισσότερα έπρεπε να το πράξω κιόλας, έπρεπε.

Το βράδυ η πόλη λαχανιασμένη και αγχωμένη επιδίδεται σε προσπάθειες ανάστασης χαμένων Σαββατόβραδων αλλά εις μάτην, ο κόσμος που βγαίνει βόλτα δεν το κάνει για να διασκεδάσει – εξάλλου σε όλα τα θεάματα και τα ψυχαγωγικά στέκια μπήκαν αμπάρες – βγαίνει απλά για να μη παραμείνει μέσα σε τέσσερις κατάμαυρους τοίχους που του πλακώνουν την ψυχή και σαλέψει το μυαλό του. Γι αυτό και μόνο. Συναντώ φίλους στο πεζοδρόμιο έξω από κάποιο μαγαζί που παίζει μουσική pop. Δεν είναι ο νόμος ο αντικαπνιστικός που τους έχει βγάλει έξω και καπνίζουν, η έλλειψη αέρα και οι αναπνοές που φεύγουν γρήγορα και τρέχουν να τις μαζέψουν μετά είναι η αφορμή εκείνη και η δύσπνοια μιας κοινωνίας που έναν έναν τον στέλνει στο περιθώριο και νικητής θα είναι εκείνος που θα κατορθώσει στο τέλος να συγκεντρώσει τις περισσότερες ανάσες έχοντας βέβαια και τις μεγαλύτερες αντοχές, εκείνος που θα οπλιστεί με υπομονή περπατώντας στους άδειους δρόμους με τα χέρια του στις άδειες τσέπες του σφιγμένα γροθιές και το βλέμμα του καρφωμένο στο δίκιο που χάνεται κάθε ημέρα που περνά όλο και πιο πολύ.

Μεσημέρι Κυριακής και η κίνηση στους δρόμους θυμίζει μια καθημερινή ημέρα, γιατί κάποιος τρελός δήμαρχος εγκαινιάζει ένα μικρό, πρωτότυπο και με αιολική ενέργεια κινούμενο μαγγανοπήγαδο και μας είπε ότι πρέπει να είμαστε παρόντες συμμετέχοντες στη χαρά με τα καλά μας τα ρούχα στολισμένοι εμείς νομίζοντας οι άμοιροι ότι με αυτόν τον τρόπο εναντιωνόμαστε απέναντι σε αυτό το ίδιο που μας προμηθεύει με τα δικά του όπλα-μέσα-λύσεις. Να μη ξεχάσω να έχω μαζί μου κι ένα μπλοκ σημειώσεων με αρκετές λευκές κόλλες επιπλέον για να μπορούμε να κοιταζόμαστε κατευθείαν στα μάτια τις ώρες των μεγάλων σιωπών.

Δευτέρα πρωί πηγαίνοντας προς την εργασία μου και πριν ανατείλει επίσημα ο ήλιος αντικρίζω τα αυτοκίνητα στην εθνική να κάνουν μανούβρες προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να αποφύγουν το πάτημα ενός ήδη σκοτωμένου σκύλου. Ποιος θα είναι εκείνος που θα το μαζέψει από εκεί που κείται διαμελισμένο; Εμείς δεν έχουμε χρόνο πάντως, δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε κάτι, ψάχνουμε να βρούμε την πιο έξυπνη δικαιολογία για να αποφύγουμε το συμβάν.

Οι μέρες κυλούν σαν το νερό στο αυλάκι προσθέτοντας λέξεις και μακραίνοντας τον κατάλογο σε κάποια λευκή κόλλα χαρτιού που ετοιμάζεται να μας τυλίξει, οι οθόνες εκπέμπουν λόγια και σχήματα αιχμηρά κι όποιον πετύχουν σίγουρα δεν θα την βγάλει «καθαρή» παρά με άνοιγμα του κρανίου του το ολιγότερο θα την πληρώσει, από τα τρανζίστορ ξεπετάγονται ακόμη τραγούδια ηττημένα. Όταν, όποτε και  –σαν βγούμε από αυτή τη φυλακή, άραγε ποιος θα μας περιμένει;

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Μελανιασμένοι και μελανιασμένες, του Κωστή Α.Μακρή
Θαρρείς πως αισθήματα δεν έχω;, της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Ο Χάρος και η πλώρη, του Χάρου Χάρου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.