Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Λεωφορεία χωρίς προορισμό, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Είναι από τις έξι η ώρα το πρωί στη στάση του λεωφορείου, θα πρέπει να έχουν περάσει ως τώρα πάνω από τέσσερα όπως γράφει η κινούμενη ηλεκτρονική πινακίδα ενημέρωσης ότι τα δρομολόγια εκτελούνται ανά δεκαπέντε λεπτά έκαστο. Αυτός εκεί, τα βλέπει να περνούν από μπροστά του και σε κανένα δεν μπαίνει. Για τα δυο πρώτα δικαιολογήθηκε ότι ήσαν υπέρβαρα, ήσαν γεμάτα με κόσμο και καμία διάθεση δεν είχε πρωί πρωί να στριμώχνεται με τους άλλους, να γίνεται «σαρδέλα» πακεταρισμένη, να αναπνέει τα χνώτα και τους ιδρώτες των άλλων έτσι καθώς κρέμονται από τις χειρολαβές σαν κακοκρεμασμένα ρούχα σε κρεμάστρες. Εξ άλλου δεν την αντέχει την πολυκοσμία, το θόρυβο και τη βαβούρα. Φαίνεται πάντως ότι κάτι τον απασχολεί από τον τρόπο που βγάζει το τσιγάρο και το ανάβει νευρικά ρουφώντας μάλιστα τον καπνό του συνοδευόμενο από έναν βαρύ αναστεναγμό. Το επόμενο λεωφορείο φαίνεται στο βάθος να καταφθάνει αλλά είναι κρίμα να πετάξει το τσιγάρο που μόλις πριν λίγο το άναψε κι έχει πολλές τζούρες ακόμα να τραβήξει οπότε ούτε σε αυτό μπαίνει κάνοντας νευρικές κινήσεις γύρω από τη στάση κοιτώντας ταυτόχρονα και την ηλεκτρονική πινακίδα ενημέρωσης που γυρίζει αδιάκοπα. Με το που τελειώνει το τσιγάρο του βλέπει να καταφθάνει το επόμενο λεωφορείο εκείνο από τα μεγάλα που χωρίζεται σε δυο μέρη τα οποία ενώνονται με μια «φυσαρμόνικα» μεταξύ τους αλλά αυτά τα φοβάται μη τυχόν κοπούν ξαφνικά έτσι καθώς παίρνουν τις στροφές τους και  μείνουν οι επιβάτες του πίσω μέρους στον αέρα και χωρίς μηχανή κι άντε μετά να σταματήσουν ένας θεός ξέρει πού μετέωροι στην κυριολεξία και στην άσφαλτο σκορπισμένοι, οπότε ούτε σε αυτό επιβιβάζεται, το απορρίπτει.

Περιστρέφεται γύρω από τη στάση όπου σε κάποια στιγμή το βλέμμα του αποσπάται από μια βιτρίνα με νυφικά και είδη γάμου που βρίσκεται στο πίσω μέρος της κι έτσι χάνει και το επόμενο λεωφορείο το οποίο ήταν μισοάδειο από κόσμο. Με το κεφάλι σκυφτό, όχι ότι ντρέπεται ή φοβάται κάτι, έτσι γενικώς είναι η συμπεριφορά του όταν περπατά, δικαιολογώντας τη στάση του αυτή ότι κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί να συγκεντρώνει πιο καλά τη σκέψη του, να οργανώνει πιο καλά τις κινήσεις του, να ταξινομεί τις ιδέες του με άνεση σε κατηγορίες. Η ώρα έχει προχωρήσει για καλά. Φαίνεται αποφασισμένος στο επόμενο λεωφορείο να μπει μπροστά, να σηκώσει το χέρι του στον οδηγό και να το σταματήσει επιτέλους. Έτσι φαντάζεται από τώρα και στο εξής να κάνει: να μπαίνει μπροστά από κάθε  λεωφορείο, να το σταματά καθότι αυτό θα έρχεται κατευθείαν επάνω του και να   επιβιβάζεται. Ανάβει ξανά τσιγάρο και ο καφές που μοσχοβολά από το απέναντι μαγαζί καθότι άνοιξε τις πόρτες του το τυροπιτάδικο τον κάνει να ψάχνει τις τσέπες του μετρώντας κάτι ψιλά που έχει επάνω του και σκέφτεται να περάσει απέναντι να αγοράσει έναν και περπατώντας ως την επόμενη στάση να έχει το περιθώριο να τον απολαύσει τραβώντας ταυτόχρονα και μερικές τζούρες από το τσιγάρο του. Από ότι τουλάχιστον δείχνει τόση ώρα τώρα στη στάση δεν φαίνεται να βιάζεται και τόσο.

Πάνε παραπάνω από τρεισήμισι μήνες τώρα – κάπου εκεί περί το μέσον του περασμένου Φεβρουαρίου – όπου ένα απόγευμα τον πέταξαν από τη δουλειά χωρίς καμία προειδοποίηση οπότε έχει πάψει πλέον να βιάζεται. Περπατώντας ως την μεθεπόμενη στάση ήδη έχουν περάσει άλλα δυο λεωφορεία κι εκείνος ρουφώντας τον καφέ του και απολαμβάνοντας το τσιγάρο του καθόλου δεν τον νοιάζουν τα καυσαέρια ούτε των διερχόμενων λεωφορείων ούτε και των ιδιωτικής χρήσεως αυτοκινήτων που διασχίζουν ασταμάτητα την λεωφόρο που τα ρουφάει όλα. Φθάνοντας στην στάση ο συγκεντρωμένος κόσμος είναι πολύς. Πάλι δεν το αντέχει να μπλεχτεί με κόσμο στα λεωφορεία που καταφθάνουν απανωτά τώρα καθώς πυκνώνουν τα δρομολόγια και τα αφήνει να περνούν αδιάφορα γιατί κάνει τη σκέψη μες στο κεφάλι του το σκυφτό όπως πάντα ότι δεν ήσαν τελικώς τα λεωφορεία εκείνα στα οποία απέφευγε να επιβιβασθεί αλλά ο ίδιος του ο προορισμός, το γραφείο του δηλαδή και η εργασία του την οποία έχασε για πάντα όπου τώρα τον δηλητηριάζει η πίκρα και τον τρομάζει η αβεβαιότητα.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

  The article expresses the views of the author  

 iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ο κούκος, του Άγγελου Σπάρταλη
Σ’ένα μπουκάλι ρετσίνα, της Τζίνας Δαβιλά
Κάψα στο κόκκινο…, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.