Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία

Το Σύνδρομο της ωραίας Κοιμωμένης: Από τον παθογόνο εφησυχασμό στη δημιουργική αφύπνιση», του Δημήτρη Ι. Μπρούχου

Spread the love

Δημήτρης Μπρούχος

Εικόνα: το γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά “η Ωραία Κοιμωμένη”

Συνομιλώντας  χθες με την καλή μου φίλη Χαρά Παπαδοπούλου, ένα από τα πιο υπερκινητικά και ανήσυχα πλάσματα, που δεν αφήνει σε χλωρό κλαρί το μυαλό της, σε μια αποστροφή του λόγου της ανέφερε το «σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης». Και μόνο το… «Ωραία Κοιμωμένη», μου άναψε στο νου εικόνες φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους, που έκλεψαν για λίγο τη σκέψη μου από τη συνομιλία μας και ο βαρδάρης που επισκέφτηκε την πόλη μου μετά από πολύ καιρό, με παρέσυρε πάνω από θάλασσες κι από στεριές, μ’ έβγαλε στον Πύργο της λατρεμένης Τήνου, στο σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά, από κει με πήγε στο Α΄ Νεκροταφείο των Αθηνών κι ανάμεσα από γλυπτά κι από κομμάτια μάρμαρο, μ’ έφερε μπροστά στον τάφο της Σοφίας Αφεντάκη, της κεκοιμημένης 18χρονης  κοπέλας, που κοσμείται από το αριστούργημα του Τηνιακού γλύπτη, ο οποίος το σμίλεψε το 1878, σε ηλικία 27 μόλις χρόνων και είναι γνωστότερο ως «Ωραία Κοιμωμένη».

Πολλές φορές βηματίζοντας σ’ αυτό το αληθινό μουσείο μνημάτων-έργων τέχνης, στάθηκα για κάμποση ώρα μπροστά στην Κοιμωμένη κοπέλα με το Σταυρό κρατημένο στο στήθος της, σα να περίμενα να ξυπνήσει. Αυτή τη φορά όμως, κάνοντας συνειρμούς με την επικαιρότητα, απ’ αφορμή το γεγονός της πρόσφατης πανδημίας και τα… «μέτρα» αντιμετώπισής της, όπως μας τα συνέστησαν είτε μας τα επέβαλαν.

Στην επιστημονική γλώσσα (για ν’ αρχίσω να ξετυλίγω το νήμα της σκέψης μου), το σύνδρομο της Ωραίας Κοιμωμένης (Sleeping Beauty) ή αλ-λιώς σύνδρομο Kleine – Levin (ΚLS), είναι μια σπάνια διαταραχή του ύπνου, που χαρακτηρίζεται από επίμονη επεισοδιακή υπερυπνία και αλλαγές στη διάθεση. Όταν το σύνδρομο είναι σε έξαρση, ο πάσχων μπορεί να κοιμάται 15, 20 ή 22 ώρες τη μέρα, εμφανίζοντας γενικευμένο αίσθημα απάθειας και αποπροσανατολισμού από την πραγματικότητα.

Έχοντας όλα αυτά τα δεδομένα, άρχισα να επιχειρώ συνδυασμούς, να κάνω προσομοιώσεις, να ψάχνω αιτίες και αφορμές, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο Χαλεπάς, γεννημένος το 1851, στον οικισμό του νησιού που ξεχωρίζει από την ηλικία της πέτρας, του ξύλου και του μαρμάρου και που στα σοκάκια του συναντάει κανείς την Τέχνη αυτοπροσώπως, μεγάλωνε ανάμεσα σε σχήματα, μορφές, χαμηλοτάβανες κάμαρες και πολύ σκόνη, πλάι στο πρότυπο του πατέρα του Ιωάννη, επιφανούς γλύπτη κι επαγγελματία, με δραστηριότητα πέρα από τα σύνορα της Ελλάδος. Ο Γιαννούλης, από εφτάχρονο βλαστάρι, παρατηρώντας σιωπηλός και αθέατος τον πατέρα του στη δουλειά του, κατάλαβε την αποστολή του, δηλαδή ότι ήταν γεννημένος γλύπτης. Μόνο που η μητέρα του, έχοντας φιλοδοξίες για το γιό της και θεωρώντας την τέχνη του μαρμαρά κατώτερη, με ξύλο αλύπητο, τιμωρίες, φοβέρες κι απειλές, θεμέλιωσε μέσα του αισθήματα οργής (και ίσως-ίσως μίσους για εκείνη, που ποτέ δεν έπαψε να πιστεύει ότι η ενασχόλησή του με την τέχνη, ήταν η πηγή των δεινών του) τα οποία σε συνδυασμό με έναν άτυχο έρωτα, στα 1875, σηματοδότησαν την αρχή της κατάρρευσής του και του κλονισμού της ψυχικής του υγείας, που είχε σαν αποτέλεσμα τον εγκλεισμό του και την παραμονή του για 14 σχεδόν χρόνια στο Φρενοκομείο Κερκύρας, πλήρως απομονωμένου και με μια απόπειρα αυτοκτονίας, σχεδόν σε κατάσταση ζώου.

«Ζωντανόνεκρος» κατά τον Παλαμά, το 1915 βγήκε από το φρενοκομείο φέροντας το στίγμα του τρελού, βόσκοντας πρόβατα και ζώντας πάμφτωχα. Κι όταν τον βρήκε ο θάνατος της μητέρας του, εκείνος δεν συνόδεψε την εκφορά της, παρά σα να λυτρώθηκε, αυτομάτως καταπιάστηκε με τον πηλό και τα προπλάσματα, θαρρείς απελευθερωμένος από ένα δαίμονα που τον βασάνιζε για χρόνια, επιδιδόμενος πλέον απερίσπαστα στην αγαπημένη του τέχνη, τη γλυπτική, χωρίς να ασθενήσει ξανά, μέχρι το θάνατό του, το 1938, έχοντας ήδη καταθέσει ως παγκόσμια κληρονομιά περί τα 150 έργα.

Συνδέοντας λοιπόν την Ωραία Κοιμωμένη με τον δημιουργό της, σ’ εκείνο τον ελάχιστο χρόνο πτήσης με τα φτερά του Πήγασου, μυημένος στη γλώσσα των συμβολισμών και των συμβόλων, συσχέτισα το γλυπτό με το σύνδρομο, μεταφέροντας την ιδιότητα στο πρόσωπο της σύγχρονης καθ’ ημάς κοινωνίας. Σ’ αυτήν ο θάνατος δεν είναι κλινικός, είναι ηθικός. Εύγλωττα το διατυπώνει ο Ρουσσώ, λέγοντας ότι «ο άνθρωπος που αδιαφορεί για τους γύρω του και ενδιαφέρεται μονάχα για τον εαυτό του, δεν ζει, απλώς υπάρχει, είναι ηθικά νεκρός…».

Αυτή λοιπόν την κοινωνία, που κατέκτησε κόσμον και απώλεσε ψυχήν, που θεοποίησε την τεχνολογία και ακύρωσε τον άνθρωπο, σε μια σταθερά καθεύδουσα κατάσταση εφησυχασμού και βολέματος ή -αν θέλετε- ψυχοπνευματικής ραθυμίας είτε ανημπόριας , περιγράφει μεταφορικά το εν λόγω σύνδρομο. Η διαπίστωση γίνεται περισσότερο ανάγλυφη σε καιρούς κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε παγκοσμίως με την πανδημία και την εισπράττουμε στις καθημερινές μας συζητήσεις, όπου βλέπουμε τον εαυτό μας γυμνό, χωρίς τα «δεδομένα» του και τις «ασφάλειές» του και ιδίως γυμνό τον εαυτό των άλλων, στους οποίους προβάλλουμε τις δικές μας αναστολές και ματαιώσεις, χρεώνοντάς τους ταυτόχρονα τα… «ανεπανόρθωτα».

Περιμένουμε μιαν από Θεού λύση, περιμένουμε πάντα κάποιος άλλος να κάτι κάτι για μας, εμείς είμαστε μονίμως εγκλωβισμένοι στις απροθυμίες μας, στις καταθλίψεις μας, στα… «ευκολάκια» που έχουμε συνηθίσει, σε σκοτεινούς καιρούς βυθιζόμαστε στην «υπνηλία» μας, νομίζοντας ότι όλα θα τακτοποιηθούν από μόνα τους και ανοίγοντας τα μάτια θα μεταφερθούμε μονομιάς σε μιαν ηλιόλουστη πραγματικότητα. Όμως όπως λέει ο σοφός λαός «άμα δε βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως…».  Η περίοδος που διανύουμε, είναι ομολογουμένως δύσκολη, πολύ δυσκολότερη μάλιστα για κάποιους που δεν το προβάλλουν. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς, είναι ο πληγωμένος παιδικός εαυτός μας, ο μαραμένος εγωισμός μας, η απαξιωμένη μας αυτοεκτίμηση, οι απορρίψεις μας, που μας οδηγούν  σε κάθε λογής δράματα. Το φρενοκομείο του εγκλεισμού του, είναι η περίοδος απώλειας της δικής μας συνειδητότητας και επίγνωσης, που μας κατευθύνουν σε απομάκρυνση από κάθε τι δημιουργικό και εποικοδομητικό, μέχρι ένας «θάνατος» , δηλαδή το ξεκίνημα σε μια ζωή ιδωμένη αλλιώς, να μας απαλλάξει από τον δαίμονα του εαυτού μας και να ξαναπιάσουμε ο καθένας τα σύνεργά του, κτίζοντας ότι αφήσαμε ενδεχομένως στη μέση ή αρχίζοντας κάτι ολωσδιόλου καινούργιο. Ένας θάνατος, που στην πραγματικότητα θα μας κόψει οριστικά τον ομφάλιο λώρο μας από τον παθογόνο εφησυχασμό και το βόλεμα σε μια επίπλαστη διαβίωση που μας ενέσπειραν για την άσκηση του ελέγχου μας και θα μας αφυπνίσει δημιουργικά, απαλλάσσοντάς μας από κάθε λογής σύνδρομα. Μπορεί σήμερα να είναι  «η τυχερή μας μέρα».

Carpe diem  quam minimum credula postero (=άδραξε τη μέρα και δώσε πολύ λίγη εμπιστοσύνη στο αύριο), μας προτρέπει η φράση από την Ωδή του Οράτιου.

Αυτή τη μέρα ας αδράξουμε όλοι. Με εμπιστοσύνη, αισιοδοξία, χαμόγελο, ζωντάνια, έμπνευση, δημιουργικότητα.

Και η «Ωραία Κοιμωμένη», ας παραμείνει το ανυπέρβλητο δημιούργημα μιας πονεμένης ύπαρξης και μιας βασανισμένης ψυχής, που θα αποδεικνύει στους αιώνες ότι και στον μικρόκοσμό μας και στον εαυτό μας ότι μια ανάσταση, τουτέστι έξοδος από το λήθαργο, θα μας φέρει σίγουρα σε μια σημαίνουσα θέση στην ίδια μας τη ζωή.-

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Μέχρι εδώ ήταν, δεν έχει παρακάτω, του Δημήτρη Κατσούλα
Ένα συνηθισμένο διαζύγιο, του Νίκου Βασιλειάδη
Πάλι για την Ακρόπολη, του Μάνου Στεφανίδη
1 Comment
  • KONSTANTINOS OIKONOMOU
    8 Μαΐου 2020 at 01:51

    Πολύ σωστές οι σκέψεις και οι προσομοιώσεις σου αγαπητέ Δημήτρη.|Και μακάρι από την όλη αυτή κατάσταση να προκύψουμε με τα μυαλά μας στη θέση τους κι ας είναι λιγότερο σημαίνουσα η θέση μας… Ας είμαστε υγιείς ψυχικά, πνευματικά και σωματικά και με λιγότερα φθαρτά αγαθά…
    Κ.Οικ.

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.