Το πώς, το γιατί και υπό ποίες συνθήκες έγινε, δεν το έμαθα ποτέ. Εκείνο πάντως που μου έκανε εντύπωση κάθε φορά που τον ερωτούσα, είναι το ότι απέφευγε να το κουβεντιάσουμε, δεν δεχόταν καν συζήτηση κι όλο μου περιέστρεφε το θέμα αλλού. Λες και κατέβαλε προσπάθειες κάθε φορά που τον πλησίαζα κι έλεγα: άντε, τώρα, τον στρίμωξα, πού θα πάει, θα μου την πει την αλήθεια, εκείνος όλο και μου ξέφευγε ή άλλη εκδοχή μου πρότεινε λες και ήθελε να θολώσει τα νερά, αποφεύγοντας να μπούμε στο κυρίως θέμα όπου για ‘μένα είχε ενδιαφέρον. Ό, τι πάνω κάτω πληροφορήθηκα από άλλους, και όχι από την μάνα μου την οποία ή είχε «δασκαλέψει» (υπέθετα) να μη μου πει τίποτα ή ούτε και ‘κείνη γνώριζε, από όσα μπόρεσα να της εκμαιεύσω αργότερα, και έχουν ως εξής: Δωδεκάχρονο παιδί πριν καλά καλά τελειώσει το Δημοτικό νοσηλεύτηκε για τέσσερις μήνες στο νοσοκομείο Κυπαρισσίας κι άλλον ενάμισι καπάκι στο νοσοκομείο της Καλαμάτας. Το ευτύχημα ήταν ότι έπεσε στα χέρια καλού γιατρού και πάνω από όλα ακέραιου χαρακτήρα. Το πόδι το οποίο όδευε προς γάγγραινα, το γλίτωσε από θαύμα και δεν του το έκοψαν.
Μετά από αλλεπάλληλες κι απανωτές επιτροπές που κράτησαν χρόνια και μπόλικη χαρτούρα δικαιολογητικών, του χορηγήθηκε επιτέλους ποσοστό αναπηρίας εβδομήντα τοις εκατό. Όταν έφθασε στο ηλικιακό όριο των εξήντα επτά ετών ο ασφαλιστικός του φορέας, ο ΟΓΑ, αρνήθηκε να του χορηγήσει τη σύνταξη γήρατος γιατί έκρινε ότι αφού ελάμβανε το αναπηρικό επίδομα ο νόμος προέβλεπε ότι δεν είχε το δικαίωμα να λαμβάνει δυο συντάξεις, ούτε την δυνατότητα επιλογής μεταξύ επιδόματος και σύνταξης. Θύμωσε, θύμωσε πολύ έμαθα, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν το ‘βαλε κάτω. Τον θυμάμαι πάντως να είναι πρώτος στη δουλειά, πρώτος στα γλέντια και στα πανηγύρια, πρώτος στη συμπαράσταση ανθρώπων όπου έχαναν δικό τους άνθρωπο. Πριν καλά καλά φωτίσει ανέβαινε στο μικρό τρακτέρ με την καρότσα παρά το πόδι που του «έφευγε» κάπου κάπου κι έτρεχε στα χωράφια ή στα μεροκάματα όπου έβρισκε.
Δεν το έβαλε όμως ποτέ κάτω ούτε τον επηρέασε στις δουλειές του ούτε και στον περίγυρό του. Ιούλιο και Αύγουστο εργαζόταν στην θεριζοαλωνιστική μηχανή τροφοδοτώντας την με δεμάτια σιταριού, κριθαριού ή βρώμης στον αναβατήρα της όλη μέρα από το πρωί ως αργά το βράδυ. Το φθινόπωρο άρχιζε τη σπορά, στη συνέχεια μάζευε τον ελαιόκαρπο από τις λίγες ελιές που είχαμε και τον υπόλοιπο χρόνο έκανε μεροκάματα όπου τον καλούσαν και υπήρχε ανάγκη. Την άνοιξη άρχιζε να περιποιείται το αμπέλι με τα θειαφίσματα, τα κλαδέματα και την λίπανσή του με φουσκί κατά βάση ανάμεικτο με λίπασμα. Σχεδόν δέκα μήνες το χρόνο δεν σταματούσε τις δουλειές.
Κι έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο και μέσα στη φτώχεια που επικρατούσε κατόρθωσε να με μεγαλώσει και να με σπουδάσει. Με δουλειά, οικονομία και το επίδομα που λάμβανε (εννοείται μικρότερο ποσό από αυτό που αντιστοιχούσε σε μία πλήρη αγροτική σύνταξη) για την αναπηρία του, τη μηνιαία δηλαδή σύνταξή του. Ο ίδιος βέβαια κατά ένα περίεργο τρόπο, ποτέ δεν δέχτηκε να το ονομάσει έτσι. Το «μηνιάτικο» του, έλεγε. Περίμενε τον ταχυδρόμο στο καφενείο του χωριού μαζί με άλλους συνταξιούχους για να πληρωθεί το «μηνιάτικο» του, κερνώντας μάλιστα και τους φίλους του συν το χαρτζιλίκι που έδινε στον ταχυδρόμο κι ας ήσαν μερικοί όπου έπαιρναν δυο ή και τρεις συντάξεις μαζί επειδή τύγχανε να έχουν «μπάρμπα στην Κορώνη».
The article expresses the views of the author
iPorta.gr
Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις