«αλλά μάλα σφοδρώς ελάαν, βωστρείν δε Κράταιϊν,
μητέρα της Σκύλλης, η μιν τέκε πήμα βροτοίσιν·
η μιν έπειτ’αποπαύσει ες ύστερον ορμηθήναι.»
[αλλά με μεγάλη ορμή να προχωρήσεις
και να επικαλεστείς την Κράταιϊν, τη μητέρα της Σκύλλας,
που τη γέννησε συμφορά στους θνητούς·
εκείνη τότε θα πάψει και δεν θα ορμήσει.]
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ {μ 124-126}.
Αχός μέγας ακούγεται μέσα στο Λαδοχώρι.
Θεριά παλεύουνε φριχτά κάτω στο Μιζοδέντρι
μέσα στο δάσος το πυκνό των Μεγαπρομηθέφτων.
Λουφάζουν τ’άλλα ζωντανά να δουν ποιο θα νικήσει.
Γκρινιάζουνε και βλαστημούν τη μοίρα τους τη μαύρη,
στην κρίση οπού τους έριξε η λιγοστή τους κρίση.
Φτωχοί συνταξοκότσυφες και μισθολαγουδάκια
ξαναμετρούν το έχει τους και λιγοστό το βρίσκουν.
Ούτε για σπόρους φτάνει πια ούτε για μπιζουδάκια.
Τρέμει και η δόλια η κλεφτουριά των Φοροεισπραχτάδων.
Κλάμα πικρό ακούγεται μέσ’ από Σκυλοτέντες,
τραγουδιστό, κελαηδιστό, με ουίσκι ποτισμένο.
Ορμά η Μονοκερύαινα στα πισινά του άλλου
να του τα κόψει του φριχτού Αρκουδασχημοπάπου.
Μα εκειός γερά αντιστέκεται και πίσω την πετάει.
Δόλια συνταξοκότσυφα και σεις μισθολαγούδια,
μην τρέμετε, μη σκιάζεστε και μη λιποψυχάτε.
Το Λαδοχώρι ‘μαστε εμείς, εμείς το Μιζοδέντρι!
Αλλάξτε τον αδόξαστο σε Χάρυβδη και Σκύλλα
μα πρώτα βάλτε δύναμη να βγούμε απ’ την ξεφτίλα.
Το ποίημα και το σκίτσο είναι του Κωστή Α. Μακρή (Κ.Α.Μ.)
Κωστής Α. Μακρής
επικοινωνείστε:[email protected]
επικοινωνείστε:[email protected]
SHARE