Βιβλίο

Διήγημα: «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» – Κατακίτρινες μυρωδάτες φέτες πεπονιού (κεφάλαιο 7ο), του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, 

Pane di capo: Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

Το «καλοκαιρινό» διήγημα του Νίκου Βασιλειάδη «…μια μπουκίτσα λουκούμι περγαμόντο…» είναι στη διάθεσή των εκλεκτών αναγνωστών του iporta.gr. Εδώ ο πρόλογος

Κατακίτρινες μυρωδάτες φέτες πεπονιού

Τα απογεύματα στον συνοικισμό έρχονταν όμορφα σιωπηλά νωχελικά. Οι κάτοικοί του ξυπνούσαν από τον μεσημεριανό τους ύπνο και συνήθιζαν να παίρνουν τον καφέ τους χαμηλόφωνα στις αυλές των μικρών τους κήπων, κήποι που μοιάζανε σαν πολύχρωμα μαντήλια γεμάτοι γλάστρες και λουλούδια κάτω από την σκέπη ή μιας πυκνής κληματαριάς ή κάποιας μεγάλης μανόλιας με τα σκούρα πράσινα γυαλιστερά της φύλλα. Ήταν η ώρα που με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς σήμαινε μάζωξη για να πάμε για νερό. Το κάθε παιδί κρατώντας ένα μεγάλο πλαστικό μπιτόνι ερχόταν στα σκαλιά της άνω Σύρας στο Καστρί και αφού το “τάγμα” συμπληρωνόταν και βεβαιωνόμαστε πως όλοι και όλες ήταν παρόντες, ξεκινούσαμε την ανάβαση για το σπίτι της κας Φιφής που είχε την βρύση με το νερό του Σύριγγα. Στο χέρι δύο τρύπιες ασημένιες δεκάρες, αντίτιμο για το γάργαρο θαυματουργό νερό της πηγής και γέλια, πειράγματα και ανέκδοτα μέχρι να ολοκληρώσεις την μεγάλη αποστολή. Γυρνώντας στον συνοικισμό, συνήθιζα να πηγαίνω να κάθομαι στο σπίτι της νόνας μου της Μυροφόρας. Η θεία μου καθισμένη στην μεγάλη ασβεστωμένη πεζούλα μαζί τις γειτόνισσες να φλυαρεί, να λέει ιστορίες από τα παλιά κρατώντας στην αγκαλιά της μια πάνινη τσάντα γεμάτη μικρά βρασμένα σαλιγκάρια που έτρωγε σαν πασατέμπο βγάζοντας τα με μια καρφίτσα από το καβούκι τους.

Η αλήθεια ήταν πως μετά την κουραστική ανάβαση στην πηγή μέσα στην ζέστη και το βαρύ φορτίο στο κατέβασμα, μια επιδρομή στην γεμάτη με πεντανόστιμα μαύρα σύκα, συκιά της αυλής της ήταν μια πράξη επιβεβλημένη. Αφού το πολύτιμο φορτίο του νερού πήγαινε στον προορισμό του, το επόμενο ραντεβού δινόταν στο δασάκι με τους ευκάλυπτους απέναντι από το μαγαζάκι του θείου μου του Γιώργου και της Γεωργίας. Για όσους είχαν λεφτά, τα παγωτά και οι γκαζόζες ερχόντουσαν στην μάζωξη και η ώρα περνούσε με σχέδια για εξορμήσεις και εκδρομές – κρυφά σκασιαρχεία.

Αγαπημένο θέμα συζήτησης και στόχος της παρέας, η εκδρομή στο Πισκοπιό και η εξερεύνηση στο κοκκινόσπιτο, το ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό, το στοιχειωμένο σπίτι που ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση να γράψει το μυθιστόρημα “Η Μεγάλη Χίμαιρα”. Όταν πια έπεφτε το σκοτάδι και αφού κουρασμένοι από το παιχνίδι μαζευόμαστε στα σπίτια μας μετά από τις φωνές με τα ονόματά μας που αντηχούσαν στους δρόμους ερχόταν η ώρα για τις ιστορίες της γιαγιάς. Εκεί στην αυλή τρώγοντας καρπούζι και χαζεύοντας τις μάντιδες που στροβολίζονταν με τα μεγάλα πράσινα φτερά τους στο φως της κίτρινης λάμπας ή έψαχναν με τα μεγάλα γουρλωτά τους μάτια πάνω στο δίχως σαγόνι πρόσωπό τους, τριγύρω για τροφή, έμαθα την ιστορία του διωγμού από τις χαμένες πατρίδες μας τις ταλαιπωρίες και τα βάσανα των Μικρασιατών που διώχθηκαν από τα χώματά τους. Αργότερα στο δωμάτιό μου με το μεγάλο σιδερένιο κρεββάτι οι ιστορίες αυτές μπλέκονταν και γίνονταν ένα με τις περιπέτειες των ηρώων των βιβλίων μου μέχρι να βαρύνουν τα βλέφαρα και να με πάρει ο ύπνος αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στο μικρό διάφανο ροζ μαργαριταρί σαμιαμίδι που είχε διαλέξει την κρεβατοκάμαρά μου σαν πεδίο δράσης και που με μάτια που έλαμπαν από ενθουσιασμό ανέβαινε από τον τοίχο ως το αγαπημένο του μέρος, την έξω αριστερή μεριά του ταβανιού και κρεμόταν εκεί ανάποδα περιμένοντας την στιγμή που θα έκλεινα το φως και θα βυθιζόταν το δωμάτιο στο σκοτάδι δίνοντας το σύνθημα για να αρχίσει το κυνήγι.

Άλλες φορές πάλι όταν ο ύπνος δεν κολλούσε στα βλέφαρά μου περασμένα πια μεσάνυχτα που τα πάντα είχαν ησυχάσει, έβγαινα για μια βραδινή βόλτα στα σοκάκια του συνοικισμού, μέσα από τα πετρόχτιστα σπιτάκια με τις ασβεστωμένες αυλές. Οι άνθρωποι σ αυτές τις αυλές ή τις βεράντες, συζητούσαν , τρώγανε, τσακώνονταν. Μπορούσες άνετα να ακούς τα μαχαιροπίρουνα να χτυπούν ελαφρά στα πιάτα τους. Καρπούζι με φέτα ή κατακίτρινες μυρωδάτες φέτες πεπονιού. Μπορούσες να συναντήσεις ήσυχες μακάριες γάτες να σεργιανίζουν νωχελικά, σκυλιά να ξαπλώνουν στις πέτρινες πεζούλες που ασήμιζαν κάτω από ένα φεγγάρι μεγάλο και άσπρο σαν λουλούδι μανόλιας . Οι γκιώνηδες φώναζαν πένθιμα ο ένας στον άλλον. Η γιαγιά μου, μου έλεγε ότι είναι ένα παιδάκι που ψάχνει τον αδερφό του τον Γιάννη. Και γω κάθε φορά που τον άκουγα κρατούσα την ανάσα μέσα στην απόλυτη ησυχία της νύχτας, για να ακούσω καλύτερα το μελαγχολικό Γκιών, γκιών, που ακουγόταν από μακριά. Που και που μια μοναχική πυγολαμπίδα έσπαγε το πηχτό σκοτάδι με το σμαραγδένιο της φως. Ο ζεστός αέρας ακόμη είχε την μυρωδιά της αιώνιας λιακάδας ανακατεμένη με την βραδινή δροσιά που έφερνε το πέλαγος και τα εκατοντάδες λουλούδια στις γλάστρες των αυλών. Κάτω από αυτό το ήσυχο μειλίχιο φως του φεγγαριού σκεφτόμουν τις επόμενες εξορμήσεις μου. Ναι οι νύχτες ήταν υπέροχες, μα πάντα με περίμεναν με το ξημέρωμα, οι χρυσαφένιες μέρες.

Άλλες φορές πάλι μου έρχονται στο νου ωραίες βραδιές, με το φεγγάρι να καθρεφτίζεται στη θάλασσα. Οι γονείς μου να κάθονται σε μια από τις ήσυχες ταβέρνες της Αζόλιμνου και γω να σουλατσάρω με μια απόχη στην παραλία με έναν φωτεινό ουρανό και ένα απαλό αεράκι να φυσάει, να περνάει από πάνω σαν χάδι . Οι στιγμές εκείνες που το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι εκεί στην άκρη του γιαλού να μένεις ασάλευτος και να αγναντεύεις το φεγγάρι που γεμίζει τη θάλασσα με ασημένιες ανταύγειες και την κάνει να αστράφτει μεσοπέλαγα με ένα απόκοσμο ουράνιο φως. Κι έτσι όπως κοιτάς δεν είναι το νερό που βλέπεις, ούτε τα ψάρια, ούτε τα άπειρα ίχνη ζωής που κατοικούν εκεί, η απόχη σου μένει άπραγη στην άκρη. Είναι η θάλασσα μέσα σου που κάνει το μυαλό να ταξιδεύει…Θυμάμαι σαν όνειρο την ασημόλευκη γραμμή του φεγγαριού μέσα στα κρυστάλλινα νερά. Το φεγγάρι του Αυγούστου. Και αυτή η απόκοσμη ηρεμία που δεν την σπάει ούτε η σιγανή μουσική που έρχεται από τα ταβερνάκια να πλουτίζει με το τραγούδι μιας δεκαοχτούρας που επιμένει στον μονότονο ρυθμό της, η γριά εμπόρισσα σύμφωνα με τον μύθο που επέμενε να πουλάει μια κούπα γάλα για δεκαοχτώ ταπεινές δεκάρες. Ναι τον μύθο μου τον διηγήθηκε η νόνα μου η Μυροφόρα ένα απόγευμα που της έκανα παρέα στην πεζούλα έξω από το σπίτι καθώς καθάριζε τσαούλια. Μου άρεσαν τα τσαούλια βρασμένα και να μου τα σερβίρει με λάδι και με ξύδι. Μου είπε λοιπόν η νόνα μου πως όταν ο Χριστός κουβαλούσε τον σταυρό ανεβαίνοντας τον Γολγοθά του, ένας Ρωμαίος στρατιώτης τον είδε πόσο εξαντλημένος και έτοιμος να καταρρεύσει ήταν και τον λυπήθηκε. Εκεί λοιπόν στην άκρη του δρόμου ήταν μια γριά που πούλαγε σε κάτι πήλινες κούπες γάλα για τους περαστικούς. Ο Ρωμαίος στρατιώτης την πλησίασε και την ρώτησε πόσο κάνει μια κούπα γιατί ήθελε να την αγοράσει και να την δώσει να την πιει ο Χριστός. Εκείνη του απάντησε δεκαοχτώ δεκάρες. Ο καημένος ο στρατιώτης είχε μόνον δεκαεπτά στο πουγκί του, του έλειπε μία και την παρακάλεσε να του δώσει μια κούπα για δεκαεπτά. Όμως η γριά ανένδοτη και φιλοχρήματη επέμενε για δεκαοχτώ. Όταν λοιπόν ο Χριστός σταυρώθηκε, αυτή η γριά μεταμορφώθηκε σε πουλί καταδικασμένο να λέει για πάντα λυπημένα δεκαοχτώ, δεκαοχτώ…δεκαοχτώ.

Και φυσικά εκείνες οι νύχτες με πανσέληνο. Σαν στεκόσουν στην άκρη του γιαλού μπορούσες να δεις το φεγγάρι να χρυσώνει τα βαθιά νερά της θάλασσας σαν μαλαματένιο εικόνισμα. Και μέσα της, βαθιά μέσα στην άβυσσο, τα ψάρια και τ’ άλλα πλάσματά της να ξαγρυπνάνε από αυτή τη μυστική φωτοχυσία που σκέπαζε σαν σεντόνι τα ήρεμα νερά. Τότες σκεφτόμουν πως εκείνο το θαμπόφωτο, το μαργαριταρένιο φως θα κατεβαίνει ως τον πάτο της θάλασσας, το έβλεπα με την φαντασία μου να μπαίνει μέσα στα σκοτεινά θαλάμια, που φωλιάζανε τα παράξενα θαλάσσια τέρατα, μέσα στις μαύρες κουφάλες, ανάμεσα στα φύκια, που είναι γεμάτα μάτια και να ξαγρυπνά. Και ένα γύρω οι ξέρες και τα νησιά να στέκονται ακίνητα και σιωπηλά μέσα στη θάλασσα, θαμπά και ξωτικά με το χρυσό ποτάμι να αυλακώνει τα νερά, και να χάνεται πέρα, μέσα στο σκοτεινό πέλαγο.

Πίσω μου τα πέτρινα βουνά, βουβά, βουτηγμένα στο μυστήριο με τις ράχες να αχνίζουν έναν αχνό που ανέβαινε στον ουρανό. Και πάνω απ όλα κρεμασμένο το μαρμαρένιο κεφάλι του φεγγαριού, στραγγισμένο από αίμα ανακατεμένο με την μυρωδιά των αγρών, που κατέβαινε στα χωριουδάκια με τα αδύναμα κίτρινα φώτα και τα έκανε να μοιάζουν με πολυκαιρισμένη απόχρωση μιας παλιάς εφημερίδας. Όλα γίνονταν σιωπή τα γεγονότα της κοινής καθημερινότητας, η μόδα στα ρούχα, στα χτενίσματα, τα τραγούδια στο ραδιόφωνο, οι ήχοι των δρόμων, όλα όσα σφραγίζουν ένα κοινό υποσυνείδητο και σχηματίζουν το αποτύπωμα του κόσμου, μια σιωπή.

(Συνεχίζεται αύριο…) ΕΔΩ  τα δημοσιευμένα κεφάλαια του διηγήματος

SHARE
RELATED POSTS
Το εκδοτικό πρόγραμμα του ΚΑΛΕΝΤΗ
Μιχάλης Παπαντωνόπουλος: «Ας ακολουθήσουμε και ένα «τρελό» εγχείρημα, είναι πολύτιμο να μην συντασσόμαστε με την απαισιόδοξη κανονικότητα», του Κων/νου Καραγιαννόπουλου
Διαβάζοντας: “Τα κορδόνια”-Ντομένικο Σταρνόνε, του Άγγελου Κουτσούκη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.