Με πιάνει ώρες ώρες μια απέραντη θλίψη με τους, υποτίθεται, εν όπλοις, αδελφούς μου, με τους συγγραφείς της γενιάς μου, ακόμα και τους λίγο μικρότερους ή λίγο μεγαλύτερους.
Με πιάνει μια θλίψη επειδή αυτά τα πέντε χρόνια με δυο τρεις εξαιρέσεις που μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού (πρόχειρα σκέφτομαι: ο Νάνος Βαλαωρίτης η Μάρω Δούκα, η Ρέα Γαλανάκη, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης και δεν βρίσκω άλλους πολλούς) με πιάνει μια θλίψη, λέω, που φέρονται τόσο μα τόσο υποταγμένα, τόσο μα τόσο σιωπηρά σε όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Με πιάνει μια θλίψη και μια ντροπή. Σε άλλα, πιο σκληρά χρόνια, ένας Σικελιανός κι ένας Σεφέρης που δεν ήταν δα και οι τρομεροί επαναστάτες (κάθε άλλο μάλιστα), μπόρεσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, να βγάλουν μια στεντόρεια φωνή διαμαρτυρίας, που να δείχνει στον κόσμο ότι τα ωραία ποιήματα και τα ωραία κείμενα και τα ωραία λόγια δεν είναι μόνον λόγια, που να δείχνει στον κόσμο ότι αυτοί εκεί οι ποιητές που διαβάζεις και αγαπάς, ότι αυτοί εκεί οι συγγραφείς που διαλέγεις να σε συνοδεύουν τις ώρες της στοχαστικής μοναξιάς, καταλαβαίνουν στ’ αλήθεια τον συλλογικό πόνο, καταλαβαίνουν σήμερα, ας πούμε, γιατί έχουν χαθεί τα χαμόγελα γιατί τα πάντα σκιάζει η μάσκα μιας παρατεταμένης μελαγχολίας.
Ειδικά σε καιρούς όπως οι σημερινοί, που η ελπίδα μοιάζει να σβήνει από παντού, που ακόμα και τα τελευταία υπολείμματα της δημοκρατίας σαρώνονται από τον άνεμο του χρηματιστηριακού φασισμού, ο συγγραφέας, ο διανοούμενος, δεν μπορεί να σφυρίζει αδιάφορος στον ρυθμό της προσωπικής του φιλοδοξίας, στον ρυθμό που του κανονίζει ο αυλητής της εξουσίας των κουίσλιγκς.
Λυπάμαι και θλίβομαι που οι φωνές είναι τόσο δειλές, τόσο διστακτικές, τόσο εφησυχασμένες, τόσο μα τόσο σίγουρες για τον εαυτό τους, τόσο μα τόσο απομονωμένες από τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου.
Τι να σας κάνω κυρία Καρυστιάνη και κυρία Δημουλά, τι να σας κάνω με τα ωραία σας λογάκια, τι να σε κάνω κι εσένα κλειστοφοβική μου Ζυράνα με τις ιστορίες σου, τι να σε κάνω κι εσένα Τίτο μου με τα ωραία σου, πραγματικά, ποιήματα, τι να σε κάνω κι εσένα Βασίλη. Τι να σας κάνει ο κόσμος που δεν εξεγείρεται (όπως μπορεί να τον καταδικάζετε με την πρώτη ευκαιρία, επειδή σας ξέρω, σας ξέρω καλά…) αφού εσείς δεν τολμάτε να φωνάξετε ότι είστε δίπλα του, να δηλώσετε έστω ότι, το λιγότερο, δεν νιώθετε και τέλεια που άλλοι πεινάνε, πονάνε, δυστυχούνε ενώ εσείς ασφαλισμένοι στα ποσοστά της επιτυχίας σας (λέμε τώρα…) διστάζετε να πάρετε έστω μια θέση που να κάνει κι αυτόν, τον αναγνώστη σας, λέω, να υψώσει μαζί σας το ανάστημά του. Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας λοιπόν, αφού διστάζετε να πείτε την αλήθεια. Αφού διστάζετε να φωνάξετε απέναντι στο κτήνος, απέναντι στη βαρβαρότητα, απέναντι στον Φόβο. Αφήστε λοιπόν τον κόσμο, τον κόσμο που έμεινε ακαλλιέργητος μέσα από την καλλιέργεια χρηματισμένων φαντασιώσεων τις τελευταίες δεκαετίες, να ζει με τις ακαλλιέργητες συγγραφίνες που γράφουν για ακαλλιέργητες νοικοκυρούλες. Αφήστε τον κόσμο να ζει με το ψέμα. Συνεχίστε να γράφετε τα ωραία σας λογάκια, τα ωραία σας ψεματάκια, συνεχίστε.
Όμως εδώ, τώρα, σας θέλει πραγματικά ο κόσμος, εδώ, τώρα σας εγκαλεί ξανά και ξανά και ξανά ο λόγος του Αναγνωστάκη (που σημειωτέον είχε την αξιοπρέπεια να σωπαίνει όταν ο κόσμος γύρω του απλώς θορυβούσε):
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες…
4 Σχόλια
Τ΄ακούτε κυρίες μου, είστε “υποτίθεται”, “δήθεν”, “σφυρίζετε αδιάφορα”, δεν έχετε την “καλλιέργεια του Ρωμανού”.
Εξακολουθείτε να υπηρετείτε την Τέχνη σας χωρίς να συντάσσεστε με το “κίνημα”. “Άστοχα πράγματα και κινδυνώδη”. Αύριο ίσως στιγματιστείτε ως “εχθροί του λαού”. Ευτυχώς έχουμε την Τζάκρη, την Σακοράφα, τον Κραουνάκη και τον Λαζόπουλο. “Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!”
Πλούσια η ελληνική γλώσσα.
Τόσο πλούσια που ακόμη και αν η γραμματική θεωρεί ταυτόσημα κάποια ρήματα,
η ζωή κάνει να μοιάζουν τελείως αντίθετα,
ανάλογα με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται.
π.χ. ”σηκωθείτε” και ”εγέρθητι”.
Το πρώτο για να δείξεις ανάστημα,το δεύτερο για να χάσεις.
Όσοι κατέχουν τη γλώσσα,μπορούν να μας ερμηνεύσουν το φαινόμενο;
Διαβάζω ποιήματα, συνήθως από νεαρές κυρίες – τι οιστρογόνος έρωτας, θεέ μου.
Άλλος οίστρος δεν υπάρχει; Έστω ένα επιτύμβιο μωρέ, για την Ελλάδα που πεθαίνει;
Λες αυτά που ήθελα να πω, μόνο πολύ καλύτερα.
ο Θα