Μια σχεδόν αληθινή ιστορία
Γυναίκα (Γ): Λοιπόν, τέλος. Αρκετά είπαμε! Θα ετοιμάσω να φάμε…
Άνδρας (Α): Να ετοιμάσεις… Κι εγώ πάω μέσα, να τελειώσω… Αλλά… Μπορούμε να σταματήσουμε τους καβγάδες γι’ αυτό το θέμα;
Γ: Εννοείται ότι μπορούμε… Αν αποφασίσεις ότι εσύ είσαι ο παράλογος…
Α: Σοβαρά; Εγώ είμαι ο παράλογος; Τώρα, ποιος το ξεκίνησε;
Γ: Κάνεις πως δεν θυμάσαι; Εσύ ξεκίνησες!
Α: Αν θυμάσαι, το μόνο που είπα ήταν ότι μου θύμισε τη Σεχραζάτ… Η γάτα, κάτω… Η γκρίζα…
Γ: Α, μην τα στρίβεις τώρα! «Θυμήθηκα τη Σεχραζάτ μου!». Αυτό είπες!
Α: Μπορεί… Αλλά… Τόσος θυμός πια γι’ αυτό;
Γ: Ακούς εκεί! Τη «Σεχραζάτ του»…
Α: Κι εσύ, αμέσως να μου ριχτείς! Μετά από τόσα χρόνια…
Γ: Ναι… Μετά από τόσα χρόνια! Και επιμένω ότι εσύ τον ξεκίνησες τον καβγά… Όπως πάντα. Με την επιμονή σου για το… Να μην μπορείς να παραδεχτείς το αυτονόητο.
Α: Ποιο αυτονόητο, μωρέ; Το «ανόητο» να λες… Αλλά μην ξαναρχίζουμε… Άλλωστε, έχει καμιά σημασία; Τώρα πια… Να μας άκουγε και κανείς…
Γ: Καλά, καλά… Να ετοιμάσω να φάμε;
Α: Να τελειώσω πρώτα, σου είπα… Σε κάνα τεταρτάκι…
Γ: Πεινάω όμως… Θα φτιάξεις εσύ τη σαλάτα; Έχω κόψει τα μαρούλια… Να συμμαζέψω και τα…
Α: Θα τη φτιάξω…
Γ: Σήμερα όμως…
Α: Σήμερα! Φαγώθηκες… Γιατί; Κάθομαι εγώ; Δεν κάνω δουλειές εγώ;
Γ: Ναι, πώς… Σπανίως!
Α: Γιατί; Λίγα πράγματα κάνω; Μην είμαστε κι αχάριστοι…
Γ: Καλά… Άσε… Μην τα θυμηθώ τώρα…
Α: Δεν χρειάζεται να θυμηθείς άλλα… Αρκετά θυμήθηκες…
Γ: Ναι, να μη θυμηθώ εγώ, αλλά εσύ να γκρινιάζεις…
Α: Δεν γκρινιάζω… Και ήταν, όπως συνήθως, ένας ανόητος καβγάς.
Γ: Ανόητος βέβαια! Λες και μ’ αρέσει να τσακωνόμαστε… Αλλά εσύ… Και μη γελάς!
Α: Εσύ γελάς!
Γ: Ναι, μωρέ… Γελάω. Να μας έβλεπε και κανένας… Να μας άκουγε και η Σεχραζάτ μου…
Α: Να! Το είπες πάλι! «Η Σεχραζάτ μου»! Και τι θα γινόταν αν μας άκουγε η Σεχραζάτ «σου»;
Γ: Θα μας πλάκωνε στις φάπες η Σεχραζάτ «μου»! Αυτό θα γινόταν…
Α: Γιατί;
Γ: Ξέρεις πολλά ζευγάρια να τσακώνονται για την αγάπη μιας γάτας;
Α: Αυτό το έχουμε λύσει. Τα γατιά δεν είναι κανενός. Απλώς, αν θυμάσαι, εγώ την είχα βρει στο λούκι, τότε. Σαν ποντίκι ήταν, ζαρωμένο, αδύνατο… Χάλια ήταν το κακόμοιρο.
Γ: Ναι, αλλά μετά όλο σε μένα ερχόταν! Δικιά μου ήταν…
Α: Ναι, αφού την περιποιήθηκα και έγινε μια γάτα όμορφη και τροφαντή, ερχόταν και σε σένα!
Γ: Και βέβαια έγινε όμορφη και τροφαντή! Με το φαΐ που της έδινα! Και με τα χάδια… Γι’ αυτό είχε διαλέξει εμένα η Σεχραζάτ μου!
Α: Άρχισες πάλι;
Γ: Καλά, καλά… Αλλά ήταν δικιά μου… Εμένα αγαπούσε…
Α: Θα σου πω τίποτα τώρα…
Γ: Να μη μου πεις! Αλλά, εντάξει… Και σένα σ’ αγαπούσε. Κι αν ζούσε ακόμα, θα μας αγαπούσε και τους δύο…
Α: (γελάει) Ναι, οχτακοσίων χρόνων γάτα…
Γ: (γελάει) Θα μπορούσε να είναι η γάτα των Χιλίων και ενός χρόνων! Άλλωστε, εσύ την είχες βγάλει Σεχραζάτ. Δε λέω… Μου άρεσε κι εμένα το όνομα. Μου έλεγε και παραμύθια… (γελάει) Νιαουροϊστορίες και πουρπουρομύθια…
Α: Πάλι καλά που θυμάσαι ποιος την είχε «βαφτίσει»!
Γ: Όλα τα θυμάμαι. Αλλά άλλο ο νονός κι άλλο ο γονιός… Ήταν πολύ όμορφη η Σεχραζάτ μου…
Α: Άααα! Φτάνει… «Η Σεχραζάτ μου» και «Η Σεχραζάτ μου»!
Γ: Καλά, ντε… Ήταν και «Η Σεχραζάτ σου»…
22 Νοεμβρίου 2014
2 Σχόλια
Τό θέμα δέν εἶναι “ποιός νοιώθει “μου” τήν γάτα”, ἀλλά “γιά ποιόν νοιώθει “μου” ἡ γάτα”. Ποιός μπορεῖ νά ἀπαντήσει; Γι’ αὐτό σᾶς λέω, πάρτε μιά Μάιρα ἤ μιά Toyo!
σκέφτομαι να αρχίσω και γω καυγάδες για το “μου” μιας γάτας…
καλημέρα!