Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας
Αλλοτε, τέτοιες μέρες, μέρες φθινοπώρου, ολοταχώς προς την κάθοδο προσγείωσης και το κλείσιμο ενός ακόμα χρόνου με τις επικείμενες γιορτές, γέμιζαν οι δρόμοι, οι πλατείες, τα στέκια, τα πεζοδρόμια, χρώμα γαλάζιο κι άσπρο: Ποδιές μαθητριών, κυρίως στο σχόλασμα, με γέλια,φωνές, τσιρίδες κι από κοντά εκείνη τη χαρακτηριστική μυρωδιά της εφηβείας, ανάμεικτη με την πάστρα του λευκού γιακά και του καλοσιδερωμένου γαλάζιου υφάσματος, από τα χέρια της μαμάς ή της γιαγιάς.
Σεπτέμβρη και με τα πρωτοβρόχια ο αγιασμός και το ξεκίνημα μιάς ανηφοριάς, που θα διαρκούσε εννέα μήνες. Σχεδόν όσο μια εγκυμοσύνη.
Κι όπως κάθε εγκυμοσύνη, τουλάχιστο μέχρι πριν από μερικά χρόνια, δεν ήξερες τι θα φέρει…
Μέρες, στα μάτια των παιδιών ανώδυνες, ανεπαίσχυντες, ειρηνικές…
Άραγε έτσι είναι πάντα οι μέρες στα μάτια των παιδιών;
Ή μήπως θυμόμαστε τη λάμψη εκείνη που δεν τη βλέπουμε πια σήμερα (τουλάχιστον όχι τόσο συχνά);
Ή μήπως θυμόμαστε το γέλιο εκείνο το γάργαρο σαν καθάριο νερό πηγής ενώ σήμερα το ακούμε πιο βραχνό και θυμωμένο; Πήγα να πω επιθετικό αλλά στάθηκα. Με το « επιθετικό», προσδιορίζω την κρίση μου, τοποθετώντας τον εαυτό μου ως αποδέκτη μιας αιχμηρής αντίδρασης της απόλυτης αθωότητας των νιάτων, που αρνούμαι να την εισπράξω . Τουλάχιστον ανερυθρίαστα. Γιατί για κάθε επιθετική και αιχμηρή αντίδραση των νιάτων, φταίει η προηγούμενη γενιά.
Η γενιά της αμφισβήτησης, της αντίδρασης, των οραμάτων και των ονείρων. Των διεκδικητικών συνθημάτων στους τοίχους.
Η γενιά των προδομένων ιδανικών, από τους συμβιβασμένους αυτομολήσαντες.
Από τους μουλωχτούς βολεψάκηδες. Από τους εφησυχασμένους λαπάδες.
Από τους «απουσιολόγους», τα καρφιά και τους προβοκάτορες των σχεδιασμών.
Η γενιά, στην οποία ανήκουμε οι πιο πολλοί από εμάς.
Αποτύχαμε. Αποτύχαμε να γίνουμε παράδειγμα προς μίμηση.
Χθεσινοί επαναστάτες θεωρητικοί, σημερινοί πράκτορες.
Θηρευτές της ζωής τους που μίσησαν, του ίδιου τους του πρόσωπου που αποστράφηκαν και ξεσπούν τη ματαίωσή τους στο α-πρόσωπο και ανώνυμο πλήθος με ψυχραιμία δημίου.
Γι αυτό, το βράγχος του γέλιου των σημερινών νιάτων.
Επιθετικότητα, από τη αγωνία και το φόβο να μη καταντήσουν ίδια με μας.
Κάποτε, κάποιοι, μιλώντας για δημοκρατία και για ισότητα, παρομοίασαν τις ποδιές των κοριτσιών με το τσαντόρ και τη μπούργκα. Ανήκομεν γαρ εις την Δύσιν.
Έπεισαν, ότι αποποιούμενοι κάθε είδους στολή, καθίστανται αυτομάτως ελεύθεροι.
Ποιοι; Μα φυσικά οι αθωότεροι πάντων: Οι νέοι. Κι έτσι από το γυμνό κοριτσίστικο πόδι από το γόνα και κάτω ,που έδειχνε δα και το μεγάλωμα από χρόνο σε χρόνο, πέσαμε στην κρεαταγορά και στη μόστρα. Στα δεκατριάρικα που φτιασιδώνονται και τα πετάν όλα έξω, σα να μην έρθει ποτέ καιρός να το κάνουν στην ώρα τους.
Κι από κοντά, μαννάδες και πατεράδες να καμαρώνουν για το βλαστάρι τους, που καίει καρδιές. Η γενιά μας, βλέπετε…
Η γενιά της εκπόρνευσης. Του χρηματιστηρίου. Της απάτης. Του κέρατου. Της αναζήτησης του καλού μεταγραφάκια αθλητή ως καλού γαμπρού.
Δόλωμα; Το δεκατριάρικο, το δεκατεσσάρικο, το δεκαεξάρικο…
Τι παραπάνω είχε το ξέκωλο του γείτονα;
Ειλικρινά δεν ξέρω. Είναι αυτό το μοδέλλο η « γκρέητ ματζόριτυ»;
Ή κάποιο απωθημένο μας που ανέδειξαν τα διάφορα πορνομέσα;
Ασφαλώς και υπάρχει και η άλλη πλευρά. Το αντιστάθμισμα.
Που χωρίς αυτές ή τις άλλες ακρότητες, κρατάει ήθος, σεβασμό, επιμέλεια, αξιοπρέπεια.
Η γενιά των διαχρονικών αρχών και αξιών, που δεν χρειάζεται την ποδιά για να κρύψει ή για να μην κρύψει αυτό, που προφανώς δεν κρύβεται.
Ανεξαρτήτως του ότι η ποδιά, κάλυπτε τις κοινωνικο-οικονομικές ανισότητες, κρατώντας το στοιχείο της εμφανισιακής (ενδυματολογικής ) σύγκρισης,στο επίπεδο του μέτρου.
Ετσι, δεν αναπτυσσόταν ως επιτακτική η ανάγκη του φιρμάτου ρούχου ή του εξτρήμ χτενίσματος ή του πολυτηλεπροβεβλημένου ψηλοτάκουνου-σεξιστικού συμβόλου, στην πιο ακραία ανταγωνιστικότητα.
Κυρίως, γιατί στους πολλούς δεν υπήρχε η δυνατότητα απόκτησής τους.
Μετά όμως…ΓΙΟΥΡΓΙΑ!
Κι από τη στιγμή που κάναμε το γάμο με τα λεφτά του κουμπάρου, ΔΕ ΓΑΜΕΙΣ!…
Με ξένα κόλλυβα που λένε αλλιώς.
Και να, οι φρεγάτες οι τρικάταρτες, δασκαλεμένες να σου πάρουνε μέχρι και τις ζάντες αλουμινίου… Παιδιά, ακόμα…
Μπα…Θα λαγοκοιμήθηκα φαίνεται στο παγκάκι της στάσης, απέναντι από το πάλαι ποτέ Αρρένων Σχολείο μου.
Παρατηρώντας τη μεγάλου κυβισμού πραγματικότητα να φεύγει σφαίρα, τη στιγμή που η μνήμη ασθμαίνουσα,επιμένει να με ακολουθεί…
«Μια αποθήκη από θρανία σχολικά/μερικά εκεί, στον τοίχο αραδιασμένα/και τ άλλα στιβαγμένα/με κυττάζουν ψυχρά και ακίνητα./ Ανάμεσά τους τριγυρνώ ψάχνοντας κάτι,/ κάτι που χάθηκε για πάντα πίσω από την κιμωλία / και δεν το βρίσκω πια.
Τα πρώτα τα μαθητικά μας χρόνια/ σκαλισμένα στα μεγάλα βαθυπράσινα θρανία/
θάβοντας κάτω απ τη σκόνη της λήθης/ με τις γαλάζιες τους ποδιές και τους λευκούς γιακάδες/ κάποια Ελένη, μια Ουρανία, μια Σοφία ή κάποια Ξένια/ με μια καρδιά στο πλάι κι ένα βέλος/ προσμένουν να ξαναγίνουμε παιδιά…
( «Τα σχολικά θρανία», από τη συλλογή ΑΘΩΡΗΤΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, Θεσσαλονίκη 1981 )