Όλο το βράδυ ο Άγγελος στριφογύριζε στο στρώμα του μέσα στην φτωχική καλύβα του, ετοιμόρροπη, παρατημένη αφού ούτε και αυτή δεν ήταν δική του, νοικιασμένη από μια κυρούλα στον Ζάρο. Το καταφύγιό του που τοχε διαλέξει γιατί σαν νάταν πλοίο κοίταζε τη θάλασσα και σαν δέντρο είχε ριζώσει εκεί πάνω στην πέτρα, στην άνυνδρη γη. Του έρχονταν σαν όνειρο πάλι στο κεφάλι όλες εκείνες οι στιγμές που είχε ζήσει πιστεύοντας πως το δακτυλίδι της θάλασσας θα του αλλάξει την ζωή. Τα όνειρα αλλά και η απογοήτευση μαζί.
Στο μυαλό του έτρεχαν μπερδεμένες σκηνές απ’ την άλλη του ζωή, τότε, που βούταγε και γινόταν ένα με την θάλασσα, που τόσες μέρες τώρα είχε ξεχάσει κι έλεγε πως δεν είχε ζήσει ποτέ. Ξημέρωνε.
Σηκώθηκε, έβρεξε λίγο τα χείλια του με νερωμένο κρασί και πλησίασε το τζάκι.
Έπιασε στα χέρια το παλιό σκονισμένο πήλινο κανάτι με το δελφίνι χαραγμένο στην κοιλιά του και το αναποδογύρισε.
Μπροστά του άστραψε και πάλι το χρυσό δακτυλίδι. Το ‘σφιξε μέσα στη γροθιά του.
Τώρα που το ‘βλεπε ξανά, ανακάλυπτε πως δεν υπήρχε άλλο ωραιότερο απ’ αυτό δαχτυλίδι στον κόσμο.
Η Μεγάλη Θεά να αιωρείται, να κάθεται σε έναν βωμό ή να κωπηλατεί στο ιερό της πλοίο. Το πέρασμά της και από τα τρία στοιχεία της φύσης, τον αέρα, την στεριά και την θάλασσα, η μεγάλη Κυρά, η Θεά που ρίχνει το βλέμμα της σε όλο τον ορατό κόσμο.
Βγήκε έξω, στον μικρό κηπάκο. Ο δυνατός βοριάς διατηρούσε καθαρή την ατμόσφαιρα και ο ήλιος που πρόβαλλε από το πέλαγο δημιουργούσε φωτεινές τρύπες στη θάλασσα.
Πιο κάτω στην παραλία δυο παιδιά περπατούσαν μαζεύοντας κοχύλια και ένας γέρος άλλαζε τα δολώματα στα καλάμια του.
Στο μυαλό του τριγύριζαν τα λόγια του Εγγλέζου. Τον ήξερε καλά αυτόν τον Σπράντ δεν χρειαζόταν να ρωτήσει.
Ερχόταν για χρόνια στο νησί, ήταν από αυτούς τους καλοθρεμμένους ξένους που ανέβαιναν σε κορυφές βουνών, ανασήκωναν πέτρες στα ερείπια, ψάχνοντας σπαράγματα αρχαίων επιγραφών και υπολείμματα κτηρίων. Τους συναντούσες κάθε καλοκαίρι να επισκέπτονται χωριά, να σχεδιάζουν τοπία να καταγράφουν επιγραφές να μιλάνε με τους χωρικούς, αποθησαυρίζοντας ιστορίες αλλά και αρχαία, ότι μπορούσε να τους προσφέρει η ζωή στην Κρήτη.
Άφησε το βλέμμα του στην θάλασσα. Την θάλασσα που άλλαζε σχήματα, χρώματα και μορφές να λικνίζεται και να παραδέρνει σ’ έναν παράξενο χορό αγκαλιά με το μελτέμι. Αυτό πάντα ζήταγε στην ζωή του και τίποτε παραπάνω.
Να νιώθει την αρμύρα της θάλασσας, το δροσερό αεράκι και την ελευθερία που του έδινε ο ουρανός.
Αφού δεν μπορούσε να ζήσει μέσα της θα ζούσε μέχρι να φύγει απ την ζωή κοντά της. Θα μπορούσε να πουλήσει το δακτυλίδι στον Εγγλέζο;
Θα έπαιρνε τα χρήματα για να μπορέσει πια να ζήσει ήρεμα κοντά της;
Το χρήμα. Πάντα το χρήμα. Τους κρύους χειμώνες όταν θα έπεφτε η νύχτα θα κατηφόριζε στα σοκάκια ανάμεσα σε κατάλευκα σπιτάκια και θα κατέβαινε στην ταβέρνα με τους άσπρους τοίχους και τις γαλάζιες καρέκλες, για να βρει τον Γιώργη και τον Μανούσο , φίλοι, παλιοί βουτηχτάδες, σύντροφοι.
Θα έλεγαν όλα τα παλιά, θα κερνούσε την ρακή τους με τους μεζέδες και ύστερα θα ανοίγονταν στο πέλαγο κάτω από τα μισόκλειστα βλέφαρα του φεγγαριού, ρίχνοντας τα δίχτυα τους, όχι από ανάγκη αλλά για την παρέα.
Τα πρωινά θα ανέβαινε στο λόφο να γεμίσει τα πνευμόνια του με θυμάρι, ρίγανη και ασφόδελο και θα κοιτούσε το νησί από ψηλά, να χουζουρεύει και να νανουρίζεται από τα κύματα και τους αγέρηδες του Αιγαίου. Ήτανε πια καιρός να ξεκουραστεί, να πιεί κανα ποτηράκι παραπάνω. Για χρόνια τώρα είχε μάθει να ζει μόνο και να παλεύει με τα κύματα, μαθημένος να μην ρίχνει άγκυρα στο λιμάνι. Είχε έρθει ο καιρός να δέσει;
Γύρισε στο σπίτι. Φόρεσε ένα καθαρό λευκό πουκάμισο, έβαλε το γελέκι του και πήρε τον δρόμο προς το λιμάνι. Περιπλανήθηκε τις νησίδες υγρού χώματος ανάμεσα στα βαλτόνερα στην άκρη της παραλίας και σε έναν παλιό ξύλινο ξεχασμένο φράκτη δίπλα στα δεμένα καΐκια.
Μπήκε στον καφενέ και παρήγγειλε καφέ. Εκεί καθόταν κοντά στο παράθυρο ο γέρο καπετάνιος με τη μαύρη φέσα του, ο Κυριακός και κάπνιζε ένα μακρύ τσιμπούκι μπροστά σε ένα ποτήρι μπρούσκο. Κάθισε δίπλα του. Πράγμα παράξενο, ο Άγγελος άρχισε να του μιλά.
Οι δυσκολίες και οι τραχύτητες της ζωής, οι θάλασσες και οι ψυχές που πλάστηκαν από την αρμύρα, η Κρήτη που δεν ξέρει αν αγαπάει ή αν μισεί τα παιδιά της, που τους μαστιγώνει την ψυχή. Δύσκολες έγνοιες για πρωινό, κουβέντες που δεν ξέρεις αν τις κάνεις για να σώσεις την ψυχή σου ή τις ανοίγεις από ειρωνεία και περιφρόνηση γιατί δεν έχεις την ανάγκη κανενός για να σωθείς. Η κουβέντα έφτασε για τον θάνατο, έτσι χωρίς αιτία, σαν κάτι να βάραινε την ψυχή του και νάθελε να το ξορκίσει. Στράφηκε τότε ο γέρο Σφακιανός στον Άγγελο, τον κοίταξε με τα θολά μικρούτσικά του μάτια και του είπε:
-Χαρά στον άνθρωπο, παιδί μου, που βάνει δυο φορές τη μέρα στο νου του το θάνατο. Οι Κρητικοί, αλήθεια, θες, αγαπούν παράφορα τη ζωή αλλά συνάμα ποτέ δεν φοβούνται το θάνατο.
Ήταν μια από κείνες τις περίεργες μέρες. Ένας ήλιος λαμπρός, προσπαθούσε να βρει τον δρόμο του μέσα από έναν γκρίζο ανταριασμένο ουρανό, βουτηγμένη στην αγωνία άρχιζε να φουσκώνει μουρμουρώντας η θάλασσα. Ο Καπετάν Κυριάκος άπλωσε τα δυο του χέρια μπροστά τα κοίταξε, ύστερα πήρε το κομπολόι με τις καφετιές γαρενέτες, το χάιδεψε και είπε ρίχνοντας το βλέμμα πέρα, έξω απ το παράθυρο.
– Κρίμα σαυτόν που μένει…
(Συνεχίζεται…)
Εδώ όλα τα κεφάλαια