Οδεύοντας σιγά-σιγά προς την προεδρική εκλογή του Φεβρουαρίου του 2015, αυξάνονται και οι τόνοι της αντιπαράθεσης μεταξύ Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Οι μεν τους κατηγορούν -όχι πάντοτε άδικα- για ανευθυνότητα, για παροχολογία, για διγλωσσία, για λαϊκισμό. Οι δε της αντιπολίτευσης κατηγορούν τους κυβερνώντες -και πάλι όχι πάντοτε άδικα- για έλλειψη σχεδίου και στρατηγικής, για την υπερφορολόγηση των πολιτών, για υποταγή σε οικονομικά συμφέροντα, λησμονώντας ως προς το τελευταίο ότι και οι ίδιοι, αντί για το δημόσιο, υπηρετούν συντεχνιακά, κατά κύριο λόγο, συμφέροντα. Ωστόσο, αυτή η αντιπαράθεση που διαδραματίζεται νυχθημερόν από το Κοινοβούλιο μέχρι τα τηλεπαράθυρα, διαιωνίζει δυστυχώς το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που έχει επικρατήσει στην πολιτική ζωή του τόπου τα τελευταία 100 χρόνια.
Από το 1915 -αν όχι από το 1880, όταν η χώρα είχε ήδη χωριστεί σε ”τρικουπικούς” και ”δηλιγιαννικούς”- το πολιτικό μας σύστημα είναι διχασμένο. Από τους ”βενιζελικούς” και τους ”αντιβενιζελικούς” της περιόδου 1915-1935 περάσαμε μετά την Κατοχή στους ”βασιλικούς” και τους ”δημοκράτες”, στους ”δεξιούς”, ”σοσιαλιστές” και ”αριστερούς” ύστερα από την πτώση της Χούντας και στους ”μνημονιακούς” και τους ”αντιμνημονιακούς” μετά το Μάιο του 2010. Βέβαια, είναι ενδιαφέρον πως σε όλη την προεκτεθείσα κατάσταση, πλην του διπολισμού του πολιτικού μας συστήματος, κοινός σταθμός υπήρξαν και οι τραγωδίες για το Έθνος, που αυτός επέφερε. Η μικρασιατική καταστροφή του 1922, τα πραξικοπήματα της περιόδου 1925-1936, με κυρίαρχό εκείνο της 4ης Αυγούστου του Μεταξά, ο σπαραχτικός εμφύλιος του 1946-1949, η δικτατορία των συνταγματαρχών του 1967-1974, όπως και η ηθική, πολιτική και οικονομική μας χρεωκοπία του 2010 εντάσσονται στο μακρύ κατάλογο των μαύρων σελίδων της ιστορίας του τόπου μας.
Έχοντας η Ελλάδα βιώσει όλες αυτές τις τραγωδίες, θα περίμενε κανείς μια πιο υπεύθυνη στάση από τους σημερινούς αντιπροσώπους του λαού μας. Εντούτοις, εκείνοι συνεχίζουν να βαδίζουν στα διχαστικά μονοπάτια του παρελθόντος, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το διακύβευμα που έχει μπροστά της η χώρα, βυθιζόμενοι απλώς και μόνο σε μια ανηλεή ψηφοθηρία. Οι ”μνημονιακοί” (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), προς τέρψη της εκλογικής τους πελατείας, αναιρούν οι ίδιοι με τα λόγια και τις πράξεις τους τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια της χώρας, μη διστάζοντας ορισμένοι εξ’ αυτών, που προέρχονται από λαϊκοδεξιές και σοσιαλδημοκρατικές συνιστώσες, να κουνούν το δάκτυλο σε ακτιβιστές υπουργούς, που διακρίνονται για την εργατικότητα και την αποτελεσματικότητά τους, όπως είναι ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Οι ”αντιμνημονιακοί” από την άλλη, προς άγραν ψήφων ανοίγουν διάπλατα τις αγκάλες σε διεφθαρμένες, του «βαθέως κράτους» συντεχνίες, αλλά και σε ”ψεκασμένους” πολιτευτές, προς εξασφάλιση μιας ενδεχόμενης μελλοντικής κυβερνητικής συνεργασίας.
Γι’ αυτό και σ’ όλο το παραπάνω συνονθύλευμα του πολιτικού μας συστήματος, αναγκαία όσο ποτέ κρίνεται η ύπαρξη ενός τρίτου πόλου. Ενός πόλου σοβαρού, υπεύθυνου, με πρόταγμά του το συμφέρον της πατρίδας και των πολιτών. Το συγκεκριμένο ρόλο κλήθηκε το καλοκαίρι του 2012 να τον διαδραματίσει η αυτοπροσδιοριζόμενη ως «Αριστερά της Ευθύνης», η Δημοκρατική Αριστερά. Πράγματι η ΔΗΜΑΡ, εισερχόμενη η χώρα στον αστερισμό των Κυβερνήσεων συνεργασίας, έβαλε πλάτη για το καλό της κοινωνίας και του τόπου. Πολύ γρήγορα όμως και η ίδια διαβρώθηκε, ενσκήπτοντας σε παλαιοκομματικές πρακτικές.
Αντί να προτάξει την αξιοκρατία, συμμετείχε στο διεστραμμένο διαμοιρασμό θέσεων δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών κατά την πρόστυχη αναλογία του 4-2-1. Αντί να επιβάλλει τη δημοκρατική λειτουργία της Κυβέρνησης, ο πρόεδρός της, μαζί με τους άλλους δύο αρχηγούς των κομμάτων που στήριζαν τον τότε κυβερνητικό συνασπισμό, αποφάσιζαν για τα πάντα -πράγμα που της γύρισε boomerang, αν αναλογιστεί κανείς ότι από την άνοιξη του 2013 το κέντρο των κυβερνητικών αποφάσεων είχε μεταφερθεί σε κάποιους ”Μπαλτάκους”-. Και από «αγκιστρωμένο ψάρι» των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ που απευχόταν να γίνει, μετετράπη σταδιακά σε «δεκανίκι» του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και στις ευρωεκλογές του 2014 απώλεσε το 80% και πλέον των πολιτών, που είχαν στηρίξει το πρωταρχικό της εγχείρημα.
Έτσι, σχετικά σύντομα ο χώρος για τον τρίτο πόλο παρέμεινε κενός. Όχι όμως για πολύ. Από τα τέλη του Φεβρουαρίου του 2014 το συγκεκριμένο ρόλο ανέλαβε Το Ποτάμι. Σύσσωμο το παλαιοκομματικό σύστημα έπεσε πάνω του να το κατασπαράξει. Οι μεν το κατηγόρησαν για έλλειψη θέσεων, οι δε για εκπροσώπηση επιχειρηματικών συμφερόντων. Διαψεύσθηκαν παντελώς. Το Ποτάμι απέδειξε ότι έχει και θέση και ρόλο στην πολιτική μας ζωή. Δεν ήρθε ως ένα ακόμη αντιμνημονιακό-διαμαρτυρόμενο κόμμα στείρας κριτικής και αντιπολίτευσης. Αντιθέτως, ήρθε για να ενώσει το κατακρεουργημένο πολιτικό σύστημα, να προτάξει δημοκρατικές διαδικασίες διαβούλευσης, συνεννόησης και συνεργασίας -αυτό καταδεικνύουν οι επικείμενες συναντήσεις του επικεφαλής του με τον πρωθυπουργό και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης- και να συμμετάσχει σ’ ένα «Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης της χώρας». Γι’ αυτό και δεν επιδίδεται σε άνευ ουσίας κριτικές, ούτε ευαγγελίζεται αυτοδυναμίες. Στόχος του, δίχως να το κρύβει, είναι να κυβερνήσει, ή καλύτερα να συγκυβερνήσει σ’ ένα ευρύ και υπεύθυνο σχήμα -μια «συνωμοσία του Καλού για τη χώρα»-, που θα έχει όμως αποδεχθεί και υιοθετήσει τις καταστατικές του αρχές :
α. Ένα κράτος ανοικτό στον έλεγχο από τους πολίτες με διαφάνεια, ισονομία, δικαιοσύνη, αξιοκρατία και αποτελεσματικές διαδικασίες.
β. Μια ανοικτή οικονομία που θα παράγει και θα εξάγει, με ανταγωνιστικές ιδιωτικές επιχειρήσεις.
γ. Ένα κοινωνικό κράτος που θα καλύπτει τις βασικές ανάγκες ισότιμα για όλους, με ιδιαίτερη φροντίδα για τους πολύ αδύναμους και χωρίς προνόμια για τις συντεχνίες. Αυτή είναι, άλλωστε, η ρυθμιστική θέση που πρέπει να διακατέχει ο απαραίτητος για τη χώρα τρίτος πολιτικός πόλος.
Το Ποτάμι, το «Κέντρο των Αλλαγών», όπως πολύ εύστοχα αυτοαναφέρεται, αφού κινείται στο φιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό χώρο, έχει όλα τα προσόντα -κυβερνητικές προτεραιότητες, καταστατικές αρχές, υγιή και άφθαρτα στελέχη- για να τα πετύχει.
Ας ελπίσουμε πως δεν θα μας διαψεύσει.
* Ο Νίκος Σπ. Ζέρβας είναι Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.