Όπως έχω γράψει αρκετές φορές, δεν έχουμε κατοικίδιο μέσα στο σπίτι μας. Προτιμάμε να ασχολούμαστε ―όσο μας το επιτρέπουν― με τα αδέσποτα της γειτονιάς.
Είναι όμως κάποια ζώα που, εμένα τουλάχιστον, με έχουν σημαδέψει. Αρκετά από την παιδική μου ηλικία, μερικά αργότερα ―κάποια τα θυμάται και η γυναίκα μου και μάλιστα καβγαδίζουμε συχνά για τον ποιον από τους δυο μας αγαπούσαν περισσότερο― και κάποια αφού είχα μεγαλώσει αρκετά
Ένα από αυτά ήταν η Κιάρα.
Ένα μεγάλο, άσπρο, όμορφο θηλυκό ―σχεδόν― λυκόσκυλο που περισσότερο με γλυκόσκυλο έμοιαζε.
Ζούσε σ’ ένα σπίτι μαζί με τη Μ., τον Μ. και τον γιο τους τον Β. , καλών φίλων σπίτι.
Και όποτε πηγαίναμε με τη γυναίκα μου εκεί, μας υποδεχόταν σαν συγγενείς της.
Αυτό σημαίνει ότι μας ορμούσε με χαρά, μας έγλειφε, σηκωνόταν όρθια για να μας αγκαλιάσει και έκανε ότι μπορεί να κάνει ένα μεγάλο σκυλί για να δείξει την αγάπη του. Σε σημείο που, όποτε πηγαίναμε στο σπίτι των φίλων μας, αποφεύγαμε να φοράμε ρούχα απ’ αυτά που λέμε «καλά», γιατί κινδύνευαν από τα χάδια και τις αγκαλιές της Κιάρας. Που δεν έπλενε πάντα τα πόδια της όταν έβγαινε στα χώματα ούτε χτενιζόταν τόσο επιμελώς ώστε να μη μαδάει. Και οι άσπρες τρίχες της είχαν την ιδιότητα να κολλάνε πολύ καλά σ’ ένα σκούρο παντελόνι ή πουλόβερ.
Η Κιάρα λοιπόν ήταν κάτι σαν ανίψι. Μόνο που δεν μιλούσε ούτε διάβαζε για να της πηγαίνουμε ένα βιβλίο σαν δώρο ή να της λέμε παραμύθια για να ησυχάζει.
Αυτό το σημείωμα δεν απευθύνεται σε «ανθρώπους» που βάζουν φόλες ή κακομεταχειρίζονται τα «ζώα». Γιατί τέτοιου είδους «άνθρωποι» ποτέ δεν θα μπορέσουν να χαρούν και να εκτιμήσουν το βλέμμα, το χάδι και την αγάπη ενός ζώου.
Το «ποίημα» που είχα γράψει για την Κιάρα, όταν μάθαμε ότι βρέθηκε νεκρή στον δρόμο ―πιθανότατα από φόλα― το είχα για χαμένο εδώ και χρόνια. Το είχα δώσει τότε τυπωμένο στους φίλους μας που είχαν την Κιάρα στο σπίτι τους και η απώλειά της τους είχε στοιχίσει πολύ.
Τυχαία βρήκα πρόσφατα ένα αντίτυπο σε μια από τις τακτοποιήσεις μου και θέλω να το μοιραστώ με μερικές και μερικούς. Ίσως επειδή έχει συννεφιά σήμερα…
Περισσότερο όμως θέλησα να ανακαλέσω στη μνήμη μου τη μορφή και την αγάπη της Κιάρας. Διάβασα κάπου ότι η αυτός που ελέγχει τη μνήμη του ελέγχει καλύτερα και το παρόν και το μέλλον του ― ή κάτι τέτοιο.
Και η Κιάρα είναι μια καλή ανάμνηση και με βοηθάει να ξαναμετράω τις αξίες μου και τις αρχές μου για το παρόν και το μέλλον.
Κι όχι μόνο το δικό μου παρόν και μέλλον.
27 Σεπτεμβρίου 2014
Της Κιάρας
Κωστής Α. Μακρής, Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008
Γιατί σωπάσαν τα πουλιά κι οι γάτες βουβαθήκαν;
Γιατί τα δέντρα δεν λυγούν κι οι μέλισσες κρυφτήκαν;
Γιατί σιωπή, βαριά σιωπή, τα στόματα γιομώνει;
Γιατί κανένα πια σκυλί δεν μας γλυκοζυγώνει;
Το μάθατε, μωρέ πουλιά και λυπημένες γάτες,
κι εσείς δεντρά αλύγιστα και μέλισσες φευγάτες,
πως χάθηκεν η Κιάρα μας; Της γειτονιάς η χάρη,
των φίλων μας η αγκαλιά και των δικών καμάρι.
Κοιμήθηκεν η Κιάρα μας η μαλλιαροχνουδιάρα,
η ασπρολιονταρόκορμη και πάντα της χαδιάρα.
Πήγε σε τόπο των σκυλιών τετραπαραδεισένιο,
Γαλήνιο, πράο, φωτεινό, μαργαροσιντεφένιο.
Ώρα καλή σου, Κιάρα μας, μέγα γλυκόσκυλό μας,
Κι αν μας θωρείς από ψηλά, άκουσε τον καημό μας.
Άκου τον μα μη λυπηθείς για τα χαμένα χάδια.
Τρέχα και πήδα λεύτερη σε πράσινα λιβάδια.
Με άλλους σκύλους όμορφους να καλοζευγαρώνεις,
Να τρως, να πίνεις, να γλεντάς και σύννεφα ν’ απλώνεις.
Σύννεφο ειν’ η Κιάρα πια, η μυριοπαινεμένη.
Κι η άσπρη της μορφοθωριά στα σύννεφα πλεγμένη.
Στη Μ., στον Μ. και στον Β.
Σημείωση: ζητώ συγγνώμη από τον Κωστή Μακρή και τους αναγνώστες της Πόρτας για το εκ παραδρομής λάθος να μην αναρτήσω το ποίημα του Κωστή Μακρή για την Κιάρα που συνόδευε το προλογικό του σημείωμα. Κωστή, ελπίζω η Κιάρα να μην μου θυμώσει για την αβλεψία μου από τον τετραπαραδεισένιο τόπο των σκύλων για το όμορφο ποίημα που της έγραψες. Και συ το ίδιο.
Τζίνα Δαβιλά