Την πρώτη την κατραπακιά την έφαγε στην επαρχία. Στενός ο κύκλος, γνωστοί όσο ‘ναναι οι άνθρωποι, άραγε και καλοσυνάτοι σκέφτηκε. Νωρίς όμως έπεσε έξω.
Μεροδούλι μεροφάϊ, μια ζωή στην τσίτα και στο πήγαινε – έλα προκειμένου να εξασφαλίσει έστω κι αυτά τα ολίγα. Το αφεντικό στριμμένο άντερο δεν της άφηνε περιθώρια ούτε καν μετά από τρία χρόνια εργασίας σε ξενοδοχείο ν’ αλλάζει σεντόνια σε τριών ορόφων δωμάτια, να τολμά να ζητά έστω και τα δέκα ευρώ ως αύξηση για να τα στρογγυλέψει σε πεντακόσια. Και, δεν είναι τα δέκα ευρώ που θα την σώσουν, είναι το ότι αυτή η κοπέλα έχει προσδοκίες και απογοητεύεται, πληγώνεται καίρια. Τετρακόσια ενενήντα ακριβώς.
Πήρε των ομματιών της. Ανέβηκε στην Αθήνα για μια δουλειά που της είχαν τάξει ότι τα πεντακόσια τουλάχιστον τα είχε “δεμένα”. Το σκέφτηκε πολύ: κερδίζω τα δέκα ευρώ επιπλέον, δεν θα ‘χω αυτόν τον αγά – επιστάτη κάθε μέρα στο κεφάλι μου άπω πάνω με τις παρατηρήσεις του, δεν θα ξυπνώ από τις πέντε τα χαράματα για να προλάβω το πρώτο λεωφορείο για την πόλη, αλλά πάνω απ’ όλα θα αποφύγω να με δακτυλοδείχνουν, να ! αυτή εκεί η σεντονού, η παραδουλεύτρα.
Στη νέα της δουλειά στην Αθήνα πήγε. Αντικείμενο : λαντζέρισσα σε παραλιακή ταβέρνα. Έστω και έτσι, καλά είμαι, σκέφτηκε. Θα ‘χω και το μεσημεριανό μου φαγητό εξασφαλισμένο, θα βγάλω και μια κάρτα απεριόριστων διαδρομών και συν το χρόνο – όπως τουλάχιστον αφήνει να διαφαίνεται το αφεντικό – υπάρχει προοπτική τα πεντακόσια να γίνουν κάποια στιγμή και πεντακόσια πενήντα.
Ένα γεμάτο οκτάωρο – αυτή ήταν η συμφωνία – δεν άργησε μέσα σε μια εβδομάδα να μετατραπεί σε δεκάωρο. Το δέχτηκε και αυτό. Όλη τη μέρα πλένει ντάνες πιάτα, ποτήρια, καθαρίζει το χώρο, τοποθετεί προσεκτικά τα αποφάγια σε μια άκρη να μη γίνουν κοινή θέα στους επισκέπτες, ξεποδαριάζεται στο σερβίρισμα ποτών, φαγητών, καφέδων.
Αργά το βράδυ επιστρέφει στο σπίτι. Ένα δώμα στην ταράτσα, όπου την πνίγει, λιασμένο όλη τη μέρα, κι αυτό είναι το λιγότερο. Το δωμάτιο της το αισθάνεται σαν μια φωλιά ζώου, μια κρυψώνα από τους κυνηγούς. Εκείνη όμως η στριφτή σιδερένια σκάλα των έξι μέτρων για να την ανέβει δεν το αντέχει με τίποτα. Ακουμπά το ένα της πόδι στο πρώτο σκαλί, μετά βίας μετά από λίγο σέρνει και το δεύτερο, Γολγοθάς πραγματικός έως ότου βγει στην ταράτσα και βάλει το κλειδί στην πόρτα. Τα μεγάλα και σκοτεινά της μάτια υπάρχουν εκεί ίσια ίσια για να πορεύεται, δεν υπάρχει κάτι να λάμψει προς τα έξω. Τα μαλλιά της μυρίζουν τσιγαρίλα κι ενώ είναι μόνο τριάντα έξι, η επιδερμίδα της φαίνεται πρόωρα γερασμένη.
Κάθε της μέρα ξεκινά με ένα πελώριο γιατί. Απάντηση δεν παίρνει από πουθενά, ήχος δεν ακούγεται ούτε ακόμα ως παράφωνη ηχώ για να την συντροφεύσει, εκτός από τη σιωπή. Τα πόδια της είναι πρησμένα από την ορθοστασία. Σκέφτηκε ότι ένα ελαστικό διάφανο καλσόν θα την βοηθούσε κάπως στη δουλειά της. Καλού κακού όμως πριν προβεί στην αγορά του ρώτησε και το αφεντικό. “Αυτά να τα ξεχάσεις. Απαγορεύονται τα παντελόνια, τα μακριά αέρινα φορέματα και ούτε το συζητώ για το καλσόν. Οι πελάτες μου θέλουν να βλέπουν πόδια γυμνά, πλάτες και ώμους ξέφορτους από ρούχα”. Δεν το άντεξε. Πέρασε από το λογιστήριο, της καταβλήθηκε το ποσό που αντιστοιχούσε στις ημέρες εργασίας της και έφυγε με τα μάτια ακόμα πιο σκοτεινά. Τή νύχτα την πέρασε μέσα σε αναφιλλητα, αναθεματισμούς για την τύχη της, αλλά εκείνο το στεγνό χαλίκι που πήγε και σφήνωσε στο λαιμό της δεν το αντέχει με τίποτα. Δεν της έμεινε τίποτα άλλο παρά να πάρει το πρώτο καράβι της γραμμής αναζητώντας εργασία σε κάποιο νησί για το καλοκαίρι, όσο δε για το χειμώνα έχει ο θεός.
Το ίδιο σκηνικό και εδώ. Τετρακόσια ενενήντα καθαρά, πλήρες ωράριο, ευγενική, χαμογελαστή και “καθώς πρέπει” με τους πελάτες. Ούτε καν το δέχτηκε. Φιλοξενήθηκε για μερικές ημέρες από μια φίλη της στην προσπάθεια μη τυχόν και έβρισκε κάτι καλύτερο.
Ένα πρωινό το αφεντικό την ζήτησε ξανά για δουλειά. Αναθάρρησε. Θα το σκέφτηκε καλά, είπε. Κακώς τον χαρακτήρισα απαιτητικό και στραβόξυλο. Μια αύξηση ούτως ή άλλως θα μου την δώσει, αλλά εκείνος ήθελε μια “διευκόλυνση”. “Να, κοίταξε, μόνος εγώ, μόνη και ‘συ, καταλαβαίνεις τώρα…”. Όχι, δεν καταλάβαινε. Προς το παρόν σκέφτηκε να του χώσει δέκα φάσκελα, να φωνάξει, αλλά δεν εμπιστευόταν τη φωνή της, δεν της έβγαινε όπως αυτή ήθελε για να τον διαβολοστείλει. Τη δουλειά όμως την είχε ανάγκη, δεν είχε την πολυτέλεια να χάσει κι αυτή την τρίτη ευκαιρία.
Κι εκεί που πιστεύεις ότι η ζωή δεν είναι και τόσο χάλια όσο την περιγράφουν, σου έρχεται νέα κατραπακιά και κατεβαίνεις ένα σκαλοπάτι, γιατί πάντα υπάρχει κι άλλο ένα παρακάτω.
Και τα τετρακόσια ενενήντα δεν φτάνουν με τίποτα. Δεν φτάνουν.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr