Ρουβικώνω (νεολογισμός):
επιδιορθώνω δημοσίως με πράξεις και με παραδειγματικούς τρόπους τη σκέψη όσων δεν συμφωνούν με τις δικές μου σκέψεις.
Πώς κλίνεται:
Ενεργητική φωνή: Ρουβικώνω
Ενεστώτας:
Ρουβικώνω
Ρουβικώνεις
Ρουβικώνει
Ρουβικώνομε/ ρουβικώνουμε
Ρουβικώνετε
Ρουβικώνουν
(Παρατατικός)
Ρουβίκωνα
Ρουβίκωνες
Ρουβίκωνε
Ρουβικώναμε
Ρουβικώνατε
Ρουβίκωναν
Ρουβικώναν / Ρουβικώνανε (προφ.)
Παθητική φωνή: Ρουβικώνομαι
Ενεστώτας:
Ρουβικώνομαι
Ρουβικώνεσαι
Ρουβικώνεται
Ρουβικωνόμαστε
Ρουβικώνεστε
Ρουβικωνόσαστε (προφ.)
Ρουβικώνονται
Παρατατικός:
Ρουβικωνόμουν / Ρουβικωνόμουνα (προφ.)
Ρουβικωνόσουν / Ρουβικωνόσουνα (προφ.)
Ρουβικωνόταν / Ρουβικωνότανε (προφ.)
Ρουβικωνόμαστε / Ρουβικωνόμασταν (προφ.)
Ρουβικωνόσαστε / Ρουβικωνόσασταν (προφ.)
Ρουβικώνονταν / Ρουβικωνόντανε / Ρουβικωνόντουσαν (προφ.)
Κλίνεται δηλαδή όπως το καρικώνω και η σημασία του δεν απέχει και πολύ από το καρικώνω (παθητική φωνή: καρικώνομαι):
- στερεώνω προσωρινά, με αραιές και όχι σφιχτές βελονιές, κάποια σημεία σε ύφασμα ή ρούχο στα σημεία που πρέπει να ραφτεί
«Πήρανε νὰ μπαλώσουνε τὰ τρύπια καὶ νὰ καρικώσουν τὶς κάλτσες.» (Στράτης Μυριβήλης, Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ, β΄ έκδοση, Αθήνα 1930)
- (κατ’ επέκταση) (σπάνιο) μαντάρω
[Πληροφορίες για το «καρικώνω» από το Βικιλεξικό]
14 Μαΐου 2018
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr