Πρόσωπα - Αφιερώματα

“Για την Πατρίδα σας θυσιάζω και τους τέσσερις” [Λούης Σορωνιάτης], του Κώστα Ε.Σκανδαλίδη

Spread the love

Λούης Σορωνιάτης: ένας χρόνος από τον θάνατό του (16.3.2018)

Η 16η Μαρτίου του 2017 είναι η μέρα που έφυγε αναπάντεχα από τη ζωή ένας φίλος καλός και πολύτιμος για την κοινωνία των νησιών μας. Ο Λούης Σορωνιάτης.

Και κοίτα να δεις σύμπτωση. Στις 12.3.2016, ο Λούης μού διηγόταν για τις ανάγκες του νέου μου βιβλίου “Το Γεννάδι της Ρόδου, Ιστορία και Πολιτισμός”, για τον παππού του Φιλήμονα Γιαμαλή, δάσκαλο και αντιστασιακό ήρωα της Ρόδου στην περίοδο της Ιταλο-γερμανικής κατοχής.

Στη μνήμη του, προδημοσιεύω αυτή την αριστουργηματική αφήγηση του Λούη για τον ήρωα παππού του, συμπληρώνοντας πως θα μου μείνει για πάντα η εικόνα του φίλου μου την ώρα της διήγησης, όταν τα λόγια του έβγαιναν με χαμόγελα χαράς και δάκρυα περηφάνιας συνάμα.

Ο παππούς μου ο Φιλήμονας

(αφηγείται ο Λοΐζος Σορωνιάτης του Νικολάου – 12.3.2016)

Στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, μια μέρα, είχανε κάνει μπλόκο οι Γερμανοί και βρίσκονταν πάρα πολύ κοντά στο σπίτι που έμενε η οικογένεια Γιαμαλή, ακριβώς δίπλα από την εκκλησία της Μητρόπολης. Εκεί φυλασσότανε και ο ασύρματος, τον οποίο προσπαθούσανε να εντοπίσουνε από πού εκπέμπει. Κάποια στιγμή κι όταν πια πέρασε ο κίνδυνος, κι αφού για άλλη μια φορά καρδιοχτύπησε όλη η οικογένεια Γιαμαλή, ο τρίτος στη σειρά από τα τέσσερα παιδιά, ο Νικόλαος, 14 ετών τότε, τόλμησε να πει στον πατέρα του Φιλήμονα:
-Πατέρα, θα μας σκοτώσεις όλους με την κωλοπατρίδα σου!

Αγέρωχος ο δάσκαλος και νηφάλια θα γυρίσει προς το γιο του για να του πει:
-Και τους τέσσερις σας θυσιάζω για την πατρίδα!

Αυτός ήταν ο παππούς μου, ο Φιλήμονας ο Γιαμαλής! Το ’λεγε πάντα η ψυχούλα του!

Θυμάμαι μια φορά πήγε στην παρέλαση κι είδε τη σημαία της Κύπρου. Ήταν την εποχή τότε που δρούσε στη Μεγαλόνησο η Ε.Ο.Κ.Α. Είχαν έρθει εδώ στη Ρόδο, νομίζω τον Οκτώβριο του 1959, ο Μακάριος με τον Γρίβα για να τα βρούνε. Κι έγινε τότε μια παρέλαση, στην οποίαν παρέλασαν και κάποιοι Κύπριοι αγωνιστές. Ήμουνα τότε γύρω στα οκτώ μου χρόνια. Είδα τον παππού μου συγκινημένο. Του είχα μεγάλη αδυναμία. Και αυτός σε μένα. Μέναμε μαζί. Ήταν βουρκωμένος όλη εκείνη την ημέρα. Θυμάμαι τότε πρέπει να ήταν στα 71 του χρόνια. Τη νύχτα κι όταν πια τον πήρε ο ύπνος, άρχισε να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο:

Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη…

Εγώ ξεσπάστηκα. Τι να συμβαίνει άραγε; Τι έπαθε ο παππούς μέσα στον ύπνο του; Και πάω και ξυπνάω τη μάνα μου και τον πατέρα μου.

-Ο παππούς τραγουδά! Τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο!

Σηκώνονται κι οι δυο και κάθονται στη μια γωνία του δωματίου και παρακολουθούν τον παππού να λέει τον Εθνικό Ύμνο! Έμειναν κι οι δυο τους με την ίδια απορία. Τι να έπαθε άραγε ο παππούς; Φύγαμε όλοι κι επήγαμε στα δωμάτιά μας για ύπνο. Εμένα όμως κάτι με έτρωγε μέσα μου. Δεν κοιμήθηκα αμέσως. Να πέρασαν πέντε λεπτά; Άντε πάλι ο παππούς μου να παραμιλά:
-Λοιπόν παιδιά, σαν να απευθυνότανε στους μαθητές του σε ώρα διδασκαλίας, τώρα θα σας πω πώς οι παλιοί άνθρωποι κλείνανε τα μπουκάλια όταν δεν είχανε φελλούς.

Κι άρχισε να αραδιάζει διάφορα χόρτα τα οποία παίρνανε οι άνθρωποι και με αυτά σφραγίζανε το περιεχόμενο των μπουκαλιών.

Την άλλη μέρα το μεσημέρι, όπως κάθε μέρα, ήρθε ο πατέρας μου στην Ακαδημία, όπου πήγαινα στο δημοτικό σχολείο και με πήρε σπίτι. Ο παππούς συνήθιζε κάθε μεσημέρι να πίνει μια ρακή. Κι όταν περνούσε κανένας γείτονας έξω από το σπίτι, όπως καθότανε στο μπαλκόνι, φώναζε.

-Έλα γείτονα να πιούμε μια ρακή. Ρηνούλα, φώναζε της μάνας μου, έλα βάλε μας μια ρακή να πιούμε με το γείτονα. Τη μια ήταν κάποιος από τους Υψηλάντηδες, την άλλη ήταν ο Φραράκης, την παράλλη ο Παπαγεωργίου και πήγαινε λέγοντας.
Μόλις λοιπόν φτάσαμε στο σπίτι, του λέει ο πατέρας μου εκείνη τη φορά.

-Δεν μας έβαλες πατέρα να πιούμε και ‘μεις μια ρακή!

-‘α σου βάλω μια! Του βάζει λοιπόν τη ρακή και γυρίζω εγώ και τον ρωτώ:

-Παππού να σε ρωτήσω κάτι. Πώς κλείνανε τα μπουκάλια οι παλιοί;

-Πού να ξέρω βρε παιδάκι μου τώρα εγώ, μου απάντησε απορημένος.

Τότε πια κατάλαβα ότι ο παππούς, ό,τι έκανε την προηγούμενη νύχτα το έκανε παραμιλώντας μέσα στον βαθύ του ύπνο. Αυτός ήταν ο παππούς μου. Ο Δωδεκανήσιος αγωνιστής δεν έφευγε από μέσα του ούτε μέρα ούτε νύχτα. Έζησε μέχρι τον θάνατό του, μιλώντας σε όλους μας για τους αγώνες των Δωδεκανησίων για την αποτίναξη της σκλαβιάς και την πολυπόθητη ελευθερία…

Κώστας Ε. Σκανδαλίδης

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Open Door, Open Mind: Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, της Τζίνας Δαβιλά
Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου: «Ο Φιλάργυρος» (Μέρος Β’), του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
«Χρυσό» κι εδώ Σοφία!, by George Sarafoglou – του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.