Ανοιχτή πόρτα

Τον φίλο μας που χάσαμε, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 * Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας  

 

Εάν δεχθούμε πως η κάθε γενιά αποτελεί -μεταξύ των άλλων- και μιάν ευρύτατη παρέα, μιά διαρκή συνέλευση συνομήλικων περίπου ανθρώπων, οι οποίοι έρχονται ταυτόχρονα αντιμέτωποι με τα ίδια καθοριστικά γεγονότα και διαμορφώνουν από κοινού τα οράματα και τους εφιάλτες τους, η κάθε γενιά έχει τον πολυφίλητο κεκοιμημένο της. Εκείνον που χάθηκε στη λάμψη επάνω της πρώτης νιότης του, αφήνοντας όσους έμειναν πίσω άλαλους από το παγωμένο άγγιγμα του θανάτου. Εκείνον που στην εν ζωή γοητεία του προστέθηκε το φωτοστέφανο του ανέγγιχτου απ’τη φθορά, του άτρωτου από το γήρας. Εκείνον που θα παραμένει στον αιώνα σχεδόν έφηβος.

Στο έμπα του ελληνικού 20ου αιώνα ήταν ο Παύλος Μελάς. Ο πορφυρογέννητος ο οποίος τάχθηκε, ψυχή τε και σώματι, στο ιδεώδες των καιρών του και έφυγε από τα αθηναϊκά σαλόνια σε αποστολή αυτοκτονίας στη Μακεδονία. Η αντικειμενική συνεισφορά του Παύλου Μελά στην εθνική ολοκλήρωση συζητείται. Το απολύτως βέβαιο είναι πως με τη θυσία του ενέπνευσε συγκαιρινούς και μεταγενέστερους. Δεν δίδαξε πολιτική αλλά αξιοπρέπεια – είπε ότι όσοι είναι περισσότερο ευνοημένοι από τη φύση και από την κοινωνία, εκείνοι έχουν και το μεγαλύτερο καθήκον να επιστρέψουν όσα τούς χαρίστηκαν στο σύνολο.

Η γενιά του Μεσοπολέμου είχε για πρίγκηπά της τον Κίτσο Μαλτέζο-Μακρυγιάννη. Το χάρισμα, η επιβολή του ομολογούνταν από εχθρούς και φίλους. Κανένας δεν αμφισβητούσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που -φυσικώ τω τρόπω- θα έπαιζε στην πορεία της Ελλάδας. Αυτός λοιπόν ο Κίτσος Μαλτέζος, με την αυτοπεποίθηση της προσωπικότητάς του, από ηγετικό στέλεχος της νεολαίας του Μεταξά προσχώρησε επί Κατοχής στο ΕΑΜ. Και αφού υποστήριξε ολόψυχα το σοσιαλιστικό ιδανικό, αισθάνθηκε να ασφυκτικά υπό τη σκιά του Κομμουνιστικού Κόμματος κι επέστρεψε στις δεξιόστροφες οργανώσεις. Ο αυθορμητισμός, η παραφορά του, επόμενο ήταν να του στοιχίσουν τη ζωή. Τον δολοφόνησαν εν ψυχρώ κάτω από το άγαλμα του Βύρωνα στο Ζάππειο κι έστειλαν έτσι στους συνομηλίκους του το φρικτό μήνυμα ότι οι καιροί δεν συγχωρούσαν αποχρώσεις, αμφιταλαντεύσεις, προσωπικές διαφοροποιήσεις. Πως έπρεπε, σε συνθήκες εμφυλίου, να διαλέξεις στρατόπεδο και να το υπηρετήσεις άτεγκτα και μονολιθικά.

Την ίδια εποχή, πέθαινε σαν το σκυλί στο αμπέλι ο Ανέστος Δελιάς, γνωστότερος ως Αρτέμης. Το νεότερο μέλος της θρυλικής τετράδας του Πειραιά, η οποία -υπό την πρωτοκαθεδρία του Μάρκου Βαμβακάρη- αποκρυστάλλωσε το μουσικό είδος που ονομάζουμε ρεμπέτικο. Ο μόνος που οι εμπνεύσεις του μπορούσαν -έλεγαν- να συγκριθούν με του Βασίλη Τσιτσάνη. Ενώ όμως ο Τσιτσάνης, στη Θεσσαλονίκη, εξέλισσε το ρεμπέτικο σε λαϊκό -συνέθετε τραγούδια που έμελλαν να συγκινήσουν κάθε Έλληνα- ο Αρτέμης, στην Αθήνα, χανόταν οριστικά μέσα στους λαβυρίνθους των ναρκωτικών, κατέληγε ένα αξιοθρήνητο πρεζάκι, ενταφίαζε και τον εαυτό του και το ταλέντο του…

Πεφιλημένος νεκρός της δικής μου γενιάς, όσων τουλάχιστον κυκλοφορούσαν έφηβοι στην Αθήνα κατά τη δεκαετία του ’80, ήταν ο Αλέξης Μπίστικας. Τα βιογραφικά του τον αναφέρουν ως σκηνοθέτη, ο οποίος πρόφτασε να γυρίσει μερικές ταινίες μικρού μήκους και μια μεγάλου, “Το Χάραμα”, προτού πεθάνει το 1995 από Έιτζ.

Ο Αλέξης υπήρξε στην πραγματικότητα πολλά παραπάνω, πολύ παραπάνω. Τον θυμάμαι -μαθητή Λυκείου- να συσπειρώνει όσους εννοούσαμε να αντισταθούμε στις νεοναζιστικές νεολαίες, που είχαν ενσκύψει τότε και ασκούσαν σε κάμποσους μια διεστραμμένη έλξη. Τον θυμάμαι να μάς παίζει στην κιθάρα το ποίημα του Καβάφη “Ωραία Λουλούδια κι Άσπρα ως Ταίριαζαν Πολύ” το οποίο είχε ο ίδιος, προφητικά, μελοποιήσει – “μα εσύ, Αλέξη, δεν θα γίνεις πολιτικός;” απορούσαμε. Τον θυμάμαι να επιστρέφει από το Λονδίνο και να κάνει στο σπίτι του ένα πάρτυ, που η καταπληκτική επιτυχία του και η εξόχως ελευθεριακή ατμόσφαιρα του είχε σκανδαλίσει στο μη παρέκει την εφημερίδα “Αυριανή”. Τον θυμάμαι να μάς παίρνει απ’το χέρι και να μάς αποκαλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της πόλης, στέκια και ανθρώπους που μόνο σε “αμαρτωλά” μυθιστορήματα είχαμε μέχρι τότε συναντήσει. Χάρη στο αίσθημα και στην αισθητική του, ο Αλέξης Μπίστικας μπορούσε ακαριαία να ξεχωρίζει το γνήσια από το δήθεν λαϊκό. Πιστεύω ακράδαντα ότι θα λειτουργούσε σαν ζωντανό ανάχωμα στην καταιγίδα του πιθηκισμού που ονομάστηκε “λάιφ-στάιλ” και που σχεδόν μάς έπνιξε στα ’90ς και στα ’00ς.

Τι θα είχαν κάνει, αν ζούσαν δεκατίες παραπάνω, ο Παύλος Μελάς, ο Κίτσος Μαλτέζος, ο Ανέστος Δελιάς; Πού θα βρισκόταν σήμερα ο Αλέξης Μπίστικας, ο δικός μας Αλέξης, εάν το φάρμακο τού έιτζ είχε βρεθεί ελάχιστα χρόνια νωρίτερα;

Η ζωή δεν προχωράει με υποθέσεις. Η σημασία των φίλων μας που χάσαμε είναι ότι πεθαίνοντας έδωσαν πολλές σκυτάλες σε πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους. Ότι εκτός από αστέρια άσβεστα στο στερέωμα λειτουργούν και ως τροχιοδεικτικά. Φωτίζουν τούς δικούς μας δρόμους.-

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Υπερτροφή ισχύος, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Η χαμένη ευκαιρία,, του Δρ Βασίλη Μαστρογιάννη
Με επικεφαλής τον Δήμαρχο Πεντέλης ολονύχτιος αγώνας για πόλη κυκλοφορίσιμη και πολίτες ασφαλείς

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.