Ανοιχτή πόρτα

Ὁ Βασιλεύς τοῦ σώματος, του Αλέξανδρου Μπέμπη

Αλέξανδρος Μπέμπης
Spread the love

 

Αλέξανδρος Μπέμπης

 

 

Αλέξανδρος Μπέμπης  

 

 

 

alekos.png

 

Εισαγωγικά:

 

Το κείμενο είναι έμμετρη λαϊκή αλληγορική θυμοσοφία. Το ”έμμετρη” βέβαια μην το πάρετε τοις μετρητοίς. Μάλλον ποιητής εκ του προχείρου ήταν ο δημιουργός.

Βρήκα το χειρόγραφο σε ξεχασμένο κιτρινισμένο λεύκωμα φωτογραφιών,σε πρόσφατη οικογενειακή συγκέντρωση.

Μου το έλεγε σαν παραμύθι η μάνα μου όταν ήμουν μικρός, αλλά δεν ήξερα ότι υπάρχει και σε χειρόγραφο.

Αν και ο γραφικός χαρακτήρας είναι του παππού μου,δεν γνωρίζω αν είναι δικό του ή κάποιου άλλου. Σε αναζήτηση που έκανα στο διαδίκτυο δεν βρήκα κάτι σχετικό.

Πολύ πιθανό να το έγραψε κάποιος από τις γνωστές παρέες των λεχριτών της Θεσσαλονίκης στις συγκεντρώσεις των οποίων συμμετείχαν ο παππούς και ο πατέρας μου.

Για τους λεχρίτες της Θεσσαλονίκης υπάρχει πλούσιο υλικό σε κείμενα,φωτογραφίες και βίντεο στο διαδίκτυο.

Γλεντζέδες και αθυρόστομοι,με ιδιαίτερες επιδόσεις να σαρκάζουν και να αυτοσαρκάζονται στα ταβερνάκια της Αγιασοφιάς και της Καμάρας,κυρίως τις Αποκριές.

Θα μπορούσα να περιμένω ως την Κυριακή του Ασώτου, αλλά επειδή το κείμενο έχει σαφές πολιτικό υπονοούμενο,το καθιστά επίκαιρο και διαχρονικό.

Χλευάζει την αλαζονική συμπεριφορά επίδοξων αυτοαναγορευθέντων ηγετών που αδιαφορούν ή εκμεταλλεύονται τις δημοκρατικές διαδικασίες για να καταλάβουν την εξουσία,
που δεν περιορίζονται μόνο σε επιχειρήματα για την δική τους πολιτική, αλλά η στρατηγική τους επεκτείνεται στην απαξίωση ή ακόμη και σε βρισιές κατά των αντιπάλων.

Στις μέρες μας ζούμε παρόμοιες σκηνές απείρου κάλους.

Δεν λογόκρινα ”επίμαχες” φράσεις ή λέξεις και θέλοντας να κρατήσω αυτούσια την ορθογραφία και το πολυτονικό σύστημα που είναι γραμμένο, ζήτησα τη βοήθεια του φίλου και συνεργάτη του iporta Τάσου Γέροντα,τον οποίο και ευχαριστώ από καρδιάς.

 

Ὁ Βασιλεύς τοῦ σώματος

 

Τοῦ σώματος τά μέλη μιά φορά
θελήσαν νά ἐκλέξουν βασιληά.
Συνέταξαν πού λέτε ἀναφορά
καλῶντας σέ κονσούλτο τήν παρέα.
Μαζεύτηκαν τά χέρια καί τά πόδια,
τά αὐτιά τά μάτια καί τό στόμα
ἐβγήκανε μελάνες πέννες καί χαρτιά
μά κάποιος ἄλλος δέν ἐφάνηκεν ἀκόμα.
Καί εἶπε τό χέρι μέ ὀργή
ἐμπρός ἡ συνεδρίαση ν’ ἀρχίσῃ.
Αὐτός ὁ κάποιος ἄλλος πολύ ἀργεῖ
μήπως κι’ αὐτόν κανείς μας θά ρωτήσῃ;
Εγώ θέ ἄνακτας νά γίνω
ὅλες τίς δουλειές μονάχος κάνω
σέ μέ ἀξίζει στό θρόνο πάνω
τζάμπα νά τρώω καί νά πίνω.
Καί εἶπαν τά μάτια τά γαλανά
χάρισμα ποιός τάχα ἄλλος νά ‘χει;
Ἐμεῖς σκορποῦμε λάμψη καί χαρά
σέ μᾶς ὁ θρόνος πρέπει γιά νά λάχῃ.
Τεντώθηκαν τ’ αὐτιά ἀμέσως τότε
καί εἶπαν στήν ὁμήγυρη
τίποτε χωρίς ποτέ νά ἔχῃ ἀκοή
μπορεῖ κανείς νά νοιώσει στή ζωή.
Τά μάτια ὅ,τι εἶπαν εἶναι ψέμμα
σέ μᾶς ἁρμόζει κύριοι τό στέμμα.
Χωρίς ἐμένα ποιός θά ζοῦσε λέει τό στόμα
ἄν δέν ἥμουνα ἐγώ ὅλοι θά ‘σασταν στό χῶμα.
Καί εἶπε τό πόδι στ’ ἄλλα μέλη
ἀφοῦ τόν θρόνο ὁ καθένας μας ἐθέλει
καί συμφωνία δέν ἐπέρχεται καμμία,
προτείνω νά ἀφήσουμε τή βία
μήπως κανείς μας τίποτε θά χάσῃ
ἄν μείνει ὁ θρόνος δυό λεπτά κενός;
Ὑπομονή λιγάκι ὥσπου νά φθάσῃ
καί ὁ ἀξιότιμος ὁ πισινός!!!
Τοῦ λόγου δέν ἀπέσωσε τό πόδι
κι’ ἀκούσθηκ’ ἕνας κρότος μακρυνός
ἀέρια ἐβγήκανε εὐώδη
πού ἔφερνε μαζύ του ὁ πισινός!!!
Ἐστάθηκε ἀγέρωχος ὡς πάντα
σάν ἤκουσε ἀπ’ τό πόδι τά συμβάντα
καί εἶπε μέ θυμό ἐμένα μόνο ἐμένα
ἁρμόζει νά κατέχω κύριοι τό στέμμα.
Τί;;; εἶπε τότε καί τό χέρι,
Ὅλοι ὅλοι
ἀρχίσαν νά μιλᾶνε καί οἱ κῶλοι;
Τί ὑποκείμενο χυδαῖο
πού ὅλη τήν ἡμέρα τήν περνᾶ
-τί μοιραῖο-
εἰς τό νά βάζει στή ζωή μας τά σκατά.
Α ἔτσι; εἶπε τότε ὁ πισινός
σφαλνῶ τότε κι’ ἐγώ παντοτεινῶς
καί πάλι θά μιλήσουμε ξανά
κι’ ἀμέσως τήν πορτάρα του σφαλνᾶ.
Ἀρχίσανε τά μάτια νά γουρλώνουν
οἱ τρίχες νά σηκώνονται ὁλόρθες
τά ἔντερα φωνάζουν πώς φλογώνουν
μ’ αὐτός κρατᾶ κλειστές τίς μπουκαπόρτες.
Τῆς καρδιᾶς οἱ χτύποι ἀνεβῆκαν
καί τῶν ποδιῶν τά γόνατα κοπῆκαν.
Τά δόντια νά δαγκώνουνε τά χείλη
ἱδρώτας πού νά τρέχει ὡς τήν κοίλη.
Ἀμάν φωνάζει τότε τρεμάμενο τό χέρι
βοήθεια λυπήσου μας κλανέ
καί ἄνοιξε τήν πόρτα σου νά φέρῃ
τήν πρώτη μας γαλήνη πισινέ.
Ε, στά τόσα παρακάλια τοῦ καθενός
ἐπείσθηκε πού λέτε ὁ πισινός.
Ἐπῆρε κάποια πόζα καί στά χόρτα
ἄφησε ν’ ἀνοιγῇ ἡ μπουκαπόρτα
καί ὅταν ξαλαφρώσανε τά μέλη
αὐτόνα ἐψηφήσανε ἐν τέλει.
Μά μιά πού τόν ἐπρόσβαλε τό χέρι
τοῦ ἔδωσε κατάρα πού θά φέρῃ
ἐνόσω ζοῦν ἀνθρώποι στόν αἰῶνα
Τό χέρι νά σκουπίζῃ τόν ἀφεδρῶνα.

SHARE
RELATED POSTS
Μια τρελή τρελή… παραβίαση!, του Σταύρου Θεοδωράκη
Οι ειδήσεις των Οκτώ, του Νίκου Βασιλειάδη
Οδός Φυλής…, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.