Φωτογραφίζοντας το άυλο
Βλέποντας κανείς τις φωτογραφίες του Αριστείδη Κοντογιώργη Θαυμάζει τα αιωνόβια κτίσματα, τα καστρομονάστηρα, παρατηρεί το πόσο σοφά οικονομείται ο χώρος μέσα από τα τείχη με τα καθολικά, τις φιάλες, τις τράπεζες, τα παρεκκλήσια, τις κόρδες, τους ξενώνες κλπ.
Επίσης ανακαλύπτει την τοπογραφία των λοιπών βοηθητικών κτηρίων που βρίσκονται εκτός των Μονών, δηλαδή τους αρσανάδες, τα βορδοναρεία (τους στάβλους), τα κιόσκια, τα λιοτριβιά, τα νεκροταφεία, τα τουβλαρεία κλπ. Όμως σταθερά μέσα από αυτόν τον πυκνό αν και σαφή στην οργάνωσή του δομημένο χώρο, αυτό που δεν φαίνεται στις φωτογραφίες παρότι δεσπόζει έστω κι αόρατο, είναι ο άνθρωπος. Ή, μάλλον, οι χιλιάδες άνθρωποι που έζησαν και πέθαναν εδώ ποτίζοντας το χώμα με τους κόμπους του ιδρώτα και της αγωνίας τους, με τα δάκρυα της συντριβής ή της χαράς τους ακολουθώντας το δικό τους δρόμο, αντίθετα με το δρόμο των πολλών, ερήμην και συχνά εις πείσμα της Ιστορίας.
Μόνο που έτσι, εν τέλει, γράφεται η Ιστορία. Όταν,βέβαια, κανείς περιφρονήσει την μηχανιστική τελεολογία της. Δεν είναι εύκολο να εισχωρήσει κανείς στον ψυχισμό των ανθρώπων αυτών που θάβονται συνειδητά ζωντανοί για να ζήσουν αιώνια και που τιμωρούν την αδυναμία του σώματος για να δυναμώσουν τον πνευματικό τους οπλισμό. Ούτε υπάρχει λόγος να αντιληφθεί ο σύγχρονος ματεριαλιστικός κόσμος αυτά που τον υπερβαίνουν.
Πιστεύω όμως ότι μέσω των συγκεκριμένων φωτογραφιών ακραγγίζει κανείς το μεγαλείο του τόπου και το μεγαλείο των ανθρώπων που αφιερώθηκαν στον τόπο αυτό. Μακριά από φαντασμαγορίες ή τουριστικές εντυπώσεις. Η εργασία του Κοντογιώργη διακρίνεται για την επιστημονική ακρίβεια αλλά και για τη ευαισθησία της κάτι από τη μοναδική, τη σχεδόν αμετάδοτη ατμόσφαιρα του Αγίου Όρους. Ένας χώρος ανεξάντλητος απ’ όποια οπτική κι αν τον προσεγγίσει κανείς.
Έχοντας παραμείνει στον Άθωνα δύο φορές ως τώρα μπορώ να πω ότι το περιεχόμενο του βιβλίου με βοήθησε να συγκροτήσω πιο μεθοδικά τις αναμνήσεις μου, με παρακίνησε να ξαναδώ όσα νόμιζα ότι είχα δει αλλά δεν είχα παρατηρήσει και κυρίως μου επέτρεψε να ξαναβυθιστώ στην απαράμιλλη γοητεία του χώρου, να εγκύψω στην αγωνιζόμενη πραγματικότητά του τόσο με τα μάτια ορθάνοιχτα όσο και με τα μάτια κλεισμένα. Ίσως αυτός ο τελευταίος να είναι ο πιο ενδεδειγμένος τρόπος για να ταξιδέψει κανείς νοερά στο Άγιο Όρος.
Τα γεγονότα και η παρουσίασή τους αποτελούν κελύφη κάτω από τα οποία πορεύεται ανοικονόμητα αυτό το απειθάρχητο υλικό που ονομάζεται πραγματικότητα. Αυτό το σύνθετο άγγιγμα που είναι η ζωή μας και που, δαπανώντας μια ζωή, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε.
Τι όμως διαφοροποιεί το “γεγονός” από το “συμβάν”; Το πρώτο ασφαλώς διαθέτει ειδικό βάρος και ρυμουλκεί το δεύτερο. Επίσης κινείται με όρους ιστορίας επηρεαζόμενο από τα προηγούμενα γεγονότα και επηρεάζοντας τα μελλοντικά. Ας πούμε συμβολικά ότι τα γεγονότα κινούνται στη δημόσια σφαίρα, ενώ τα συμβάντα πρωτίστως στην ιδιωτική. Τα γεγονότα συγκροτούν τις ειδήσεις που διαβάζουμε στις εφημερίδες, ενώ τα συμβάντα λειτουργούν στη μικροκλίμακα του ατομικού. Υπό την έννοια αυτή στον Άθω συμβάντα δεν υπάρχουν, αλλά το κάθε τι είναι ένα γεγονός πνευματικό, οντολογικά μνημειωμένο. Είτε πρόκειται για την παννυχίδα ενός μοναστηριού που γιορτάζει και στην οποία συμμετέχουν μοναχοί, προσκεκλημένοι και πλήθος πιστών ή παρεπιδημούντων είτε πρόκειται για την καθημερινή προσευχή ενός φυγάδα του κόσμου που ρίζωσε σε μια σπηλιά στο “φοβερόν” Καρούλι. Κάθε πράξη είτε του πρώτου συνόλου είτε του απομονωμένου ασκητή εγγράφεται σε μιαν αόρατη, πλην υπαρκτή, βίβλο αθλημάτων. Μ’ όλα τα παραπάνω δε θέλω να εξωραΐσω μια κατάσταση ούτε αγνοώ τις πολλές περιπτώσεις εκείνων που εξέπεσαν της αποστολής και του προορισμού τους. Απλώς θέλω να κατανοήσω πράγματα που υπερβαίνουν τη συμφεροντολογική αντίληψη του μέσου ανθρώπου, του καθηλωμένου στις βιοτικές μέριμνες. Κατανοώντας πως σε τέτοια θέματα ο ενεστώς είναι πάντα ο δύσκολος χρόνος ενώ ευημερεί πάντα και προοδεύει ο τετελεσμένος μέλλων, η ουτοπία του κάθε μοντερνισμού, κατά κανόνα ανολοκλήρωτου, η ελπίς των αδυνάτων.