Ανοιχτή πόρτα

Δεν φεύγουν οι καλικάντζαροι και τα ξωτικά, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

llll.png

 

Νίκος Βασιλειάδης

(Συντονιστής “Κέντρων Δια Βίου Μάθησης “

Υπεύθυνος Επικοινωνίας – Δημοσιότητας

 

 

 

 

 

12410535_1110609422316537_8300893525573074501_n.jpg

Δεν φεύγουν οι καλικάντζαροι και τα ξωτικά.

 

Θα μπορούσα να γίνω σοβαροφανής, να πω: όχι δεν πιστεύω σε ξωτικά και τέτοιες σαχλαμάρες, σε αυτά πιστεύουν οι αλλοπαρμένοι, οι παράφρονες, οι

εραστές και οι ποιητές…Ναι… θα μου λέγατε, δεν είναι να ασχολείται κανείς με αυτούς, ούτε να τους έχει μέσα στην πολιτεία του. Είναι ατόφιοι από

φαντασία και πώς μπορείς να βασιστείς σε κάποιον που μπορεί να περάσει ένα πουρνάρι για αρκούδα; Μα έλα που ο σκοτεινός σαρκασμός που διαθέτω

απέναντι σε πολλά πράγματα, δεν με αφήνει να στρέψω το μυαλό μου εκεί, στην μουντή και άνευρη σοβαρότητα της πραγματικής ζωής. Μου αρέσει να

μπλέκω τους κόσμους μεταξύ τους, τον κόσμο των ξωτικών, των Νεράιδων και των πνευμάτων με τον πραγματικό κόσμο, αυτόν των απλών ανθρώπων,

των ταπεινών μαστόρων με την απλοϊκότητα και την αφέλειά τους.

 

Ίσως σε αυτή την ιστορία καταλυτικό ρόλο στην δράση παίζει ο Πουκ – πάντα λάτρευα αυτό το υπέροχο σκανταλιάρικο

ξωτικό – που σκορπά το μαγικό φίλτρο και μαγεύει πάντα, τους λάθος ανθρώπους στην ψευδαισθησιακή πραγματικότητα ενός αλλόκοτου νυχτερινού

δάσους. Δεν θέλω λοιπόν να φύγει ο Πουκ και να σκοτεινιάσει η πόλη, να φύγει η μαγεία, το θαύμα, η τρέλα, η γιορτή, το ονειρικό ταξίδι…να μείνει η

Αθήνα μια πληγή χωρίς δάση και Θησέα χωρίς να πρέπει οπωσδήποτε να γιορτάσει κανείς έστω και με τις τραγικές ελλείψεις που έχει αυτή η πόλη. Δεν

δέχομαι να πω “Παράδεισος μου φαινόταν η Αθήνα πριν”, μια φράση, που θα με χτυπήσει στο κούτελο και θα με γεμίσει θλίψη. Δεν θα διώξω τον Πουκ και

τα ξωτικά, τους καλλικαντζάρους που σαν τον ίσκιο άπιαστοι, σύντομοι σαν όνειρο, γοργοί σαν αστραπή, μέσα στη νύχτα γέμιζαν με πολύχρωμα όνειρα και

σκανταλιές χαρούμενες τις μέρες των γιορτών. Θα τους αφήσω να αλωνίζουν σε ένα διαρκές ξεφάντωμα, μία διονυσιακή ιεροτελεστία με μεθύσι και

αλόγιστο έρωτα. Μαζί τους, με γιορτές και πανηγύρια για να αντέξει κανείς τον σκοτεινό χειμώνα. Θα τους αφήσω να οδηγούν τους ανυπεράσπιστους

θνητούς σε περίπλοκες καταστάσεις, ξεκαρδιστικά μπερδέματα που δεν θα λύνονται με το φως της ημέρας. Ίσως τα μάγια του Πουκ πιάσουν… και

επιτέλους κάποιος από τους «βασιλιάδες» ερωτευτεί παράφορα έναν καθημερινό γαϊδουροκέφαλο μάστορα, όπως η Τατιάνα, χωρίς να μπορεί να

δικαιολογηθεί ότι την πότισαν κάποιο περίεργο ναρκωτικό και αγάπησε τον κόσμο του τίμιου ιδρώτα. Μέχρι τότε θα χαρώ το τραγούδι τους.

 

“Το ’βρες, μπράβο.Εγώ ’μαι αυτός, ο πρόσχαρος ο γυρολόγος της νυχτός, που κάνω χωρατά για να γελάει ο Όμπερον. Πότε καβαλάω κάνα άλογο

καλοθρεμμένο χλιμιντρώντας σαν φοράδα. Πότε γίνομαι ψητό καβούρι και λουφάζω στο ποτήρι καμιάς γλωσσούς κυράτσας· καθώς πάει να πιεί χτυπάω στα

χείλια της και χύνει το κρασί της στο ζαρωμένο της προγούλι. Η θεία η πολύξερη κάποτε, εκεί που λέει το πιο φρικιαστικό της παραμύθι, με παίρνει για

σκαμνάκι. Τότε εγώ γλιστρώ π’ τον πισινό της, πέφτει αυτή, σκούζει «φτου, διάολε», και τηνε πιάνει βήχας. Όλη η παρέα τότε γελούν κρατώντας τα πλευρά

τους και δώσ’ του γέλια, ξόρκια και φτερνίσματα, φαιδρότερη ώρα δεν περάσανε άλλοτε…..” (Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας)

 

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

 

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg
Θεματικό πάρκο Εξαρχείων, του Χρήστου Χωμενίδη
Failure as success in Painting*, του Μάνου Στεφανίδη
Δήμος Ρόδου: καιρός για λίγο δηλητήριο, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.