
Η Ματίνα Ράπτη -Μιληλήέχει πτυχίο Κοινωνιολογιας και η πτυχιακή της εργασία ήταν πάνω στην κακοποίηση ανηλίκων. Γράφει μικρές ιστοριες που εχουν να κάνουν με το σήμερα και το χθες. Της αρέσει να παρατηρεί τους ανθρώπους γύρω της και να ακούει τις ιστορίες τους.

Μ΄άφησε στην μέση του δρόμου να στέκομαι απορημένη. Η σκιά μου ατελείωτη σερνόταν στην άσφαλτο αποκαμωμένη μαύρη πίσσα σε σχήμα ακαθόριστο και ρευστό. Να θες να κλάψεις και να μην μπορείς. Κοίτα να δεις πράματα! Η ιστορία τελειώνει εδώ, απόψε, αυτή την άγρια μαύρη νύχτα, με ένα μεγαλοπρεπές “the end”, όπως στις ταινίες.
Ξαφνικά μου μύρισε γιασεμί! Μπα, ιδέα μου θα είναι. Θυμήθηκα το καλοκαιρινό σινεμά της εφηβείας μου. Κοντά στο οικογενειακό εξοχικό μας. Μοσχοβολούσαν τα γιασεμιά του και ανακατευόταν η μυρωδιά με κείνη της μηχανής του ποπ κορν και τσουπ, να και ο πρώτος έρωτας, ο πλατωνικός, δηλαδή της φαντασίας μου αφού το παιδί ούτε που με ήξερε… κι όλα αυτά στην μέση του μυστηριωδώς έρημου δρόμου 35 χρόνια μετά. Εγώ, η σκιά δηλαδή που σας έλεγα στην αρχή, δεν ήμουν πάντα σκιά. Κάποτε ήμουν και γω κανονικός άνθρωπος. Ανέπνεα, γελούσα, δούλευα, μαγείρευα, διασκέδαζα. Ζούσα. Αλλά ας όψεται ο έρωτας. Όχι ο πλατωνικός, ο άλλος, ο κανονικός. Ερχεται μια ωραία πρωία, βράδυ ήταν αλλά λέμε τώρα, που πας σε κείνο το ρημαδοπάρτι με το ζόρι και σηκωτή και νατο το παληκάρι απέναντι. Με το τσιγαράκι του, το ουισκάκι του στο χέρι, σκέτο όχι παγάκια και κοκακόλες κι αηδίες, το ύφος το « βαριέμαιθέλωναφύγωαλλάσαςκάνωχάρη μετάείμαικαλεσμένοςαλλού». Λέω, πού πας να μπλέξεις; Άσε καλά καθόμαστε και εκεί πάνω να τα βλέμματα, να τα στραβά χαμόγελα μέσα στα ντουμάνια (κάπνιζε όλη η Ελλάδα τότε παντού όμως) δεν έβλεπα και καλά, έχω και μια οκά μυωπία. Λέω ιδέα μου.
Να μην τα πολυλογώ δεν ήταν ιδέα μου και σε δύο χρόνια βρέθηκα παντρεμένη. Παιδιά δεν κάναμε. Δεν μας έδωσε ο Θεός έλεγε η μάνα μου. Δεν το κυνηγήσατε, έλεγε ο αδερφός μου. Δεν πειράζει, έλεγε ο πατέρας μου. Δεν θέλαμε, έλεγε εκείνος. Έκανα τρεις αποβολές, ήμουν για χρόνια κουρέλι, έλεγα εγώ. Βρεθήκαμε με μισή ντουζίνα γατόσκυλα να αλυχτάνε κάθε που γέμιζε το φεγγάρι. Καλά περνούσαμε. Δεν μας έλειπε τίποτα. Διαβάζαμε διαφορετικά βιβλία, αγαπούσαμε και οι δύο τον κινηματογράφο, αυτός τον διεθνή πιο πολύ, μαγειρεύαμε και ταξιδεύαμε πολύ. Αγαπηθήκαμε πολύ για λίγα χρόνια, μετά αγαπηθήκαμε λιγότερο για άλλα τόσα χρόνια, αλλά νοιαζόμασταν πιο πολύ, μετά σαν να ξεαγαπηθήκαμε ξαφνικά και μετά ήταν στιγμές που μισούσαμε και το σουσάμι από το κουλούρι Θεσσαλονίκης που μασούλαγε ο ένας στα αυτιά του άλλου. Ο πόλεμος των Ρόουζ στα Ελληνικά. Νευρίαζε που δούλευα πολύ, νευρίαζα που δεν χρειαζόταν να δουλεύει τόσο όσο εγώ. Δεν έχει σημασία τι έκανε ο καθ’ ένας. Έτσι κι αλλιώς δεν το αγαπούσε. Νευρίαζε που αγαπούσα τις σοκολάτες και δεν πάχαινα, νευρίαζα που έπαιζε κιθάρα ντράνγκα ντρούνγκα κάθε απόγευμα κλεισμένος στο γραφείο- σπηλιά του. Θύμωνε που λιβάνιζα δηλώνοντας άθεος, θύμωνα που δήλωνε άθεος αλλά όποτε βρισκόμασταν σε εκκλησία άναβε κερί και στεκόταν στις εικόνες συγκλονισμένος! Κι όταν μου έτρωγε και τα αντίδωρα που έφερνα καμιά φορά από την εκκλησία μου ερχόταν να του περάσω την κιθάρα κολάρο. Και να σκεφτείς πως όλα αυτά που τώρα με ενοχλούσαν κάποτε τα έβρισκα χαριτωμένα. Ο υποκριτής.
Ουφ. Κάποτε έπρεπε να του την πω αυτή την λέξη στα μούτρα. Αλλά δεν την είπα ποτέ. Πολλές λέξεις δεν είπα ποτέ. Και να που έπρεπε. Γιατί τώρα θα το έχω για απωθημένο. Στα 51 μου. Όχι τελικά μάλλον θα κλάψω. Τζάμπα πήγε αυτό το μπότοξ. Βρε μήπως τελικά το λάθος της ζωής μου να είναι αυτά που δεν είπα κι όχι αυτά που είπα; Τι είπα τώρα;! Αχ, έπρεπε τότε να του μιλήσω εκείνου του παιδιού που μου άρεσε. Τί ποιού παιδιού, τότε στα 16 μου. Αυτός ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος και σπούδαζε. Έπρεπε να βγω μπροστά του και να του πω το και το. Τα φτιάχνουμε; Μπορεί τώρα η ζωή μου να ήταν διαφορετική. Να μην ήμουν μια σκιά στην μέση του πουθενά. Να, να, τώρα την παθαίνω την άνοια. Ετσι δεν αρχίζει; Πάλι μου μυρίζει γιασεμί. Μωρέ πώς τονε λέγανε; Δεν θυμάμαι! Αυτό τώρα δεν είναι αρχή άνοιας; Να μην θυμάσαι το όνομα της πρώτης σου μεγάλης αγάπης. Που είχες λιώσει τρία ζευγάρια τσόκαρα να τον παρακολουθείς πέρα δώθε, παραλία, καφετέρια, κινηματογράφο, περίπτερο … Τι να απέγινε εκείνο το παιδί άραγε; Και φαντάσου λέει να περάσει τώρα ένα αυτοκίνητο, να σταματήσει να ρωτήσει αν είμαι καλά, ή και να με πατήσει, δεν με πειράζει, και να είναι εκείνος! Εκείνο το παιδί των εφηβικών μου καλοκαιριών που δεν ήξερε καν την ύπαρξή μου αλλά μέσα μου ήμουν σίγουρη πως με αγαπούσε κρυφά, όσο και γω αλλά ήταν κι αυτός ντροπαλός. Ναι, τελικά είχα καταλήξει πως δεν έγινε ποτέ τίποτα μεταξύ μας από υπερβολική ντροπή, ή βλακεία. Βολεύει η σκέψη την κρατάμε. Που είχε δεσμό με μια αντιπαθητικιά δεν είχε να κάνει στο φτωχό μου άγουρο μυαλό… αχαχα πλάκα είχα τελικά.
Έπρεπε να γίνω ηθοποιός. Είχα να δώσω… ΄Η άναψαν τα φώτα της σκηνής ή ένα αυτοκίνητο έρχεται κατά πάνω μου. Αντίο σκιά μου. Ήσουν καλή ήσουν χρυσή και το μαύρο πάντα «κόβει».Τί είναι πάλι; Πάλι εσύ; Είναι το γραφτό μου τελικά να μην μπορώ να θρηνήσω με την ησυχία μου. Να κλάψω για τα χαμένα μου τα νιάτα σαν πραγματική πρωταγωνίστρια. Να μην λέω βλακείες,ε; Ωραίος είσαι εσύ! Γιατί γύρισες; Τι εννοείς δεν έφυγες; Πήγες να κάνειος αναστροφή και έλειψες μόνο 3 λεπτά; Ναι και μία αιωνιότητα. Το μετάνιωσες και γύρισες να με μαζέψεις; Το ξέρεις πως σκαρογερνάμε; Α, το ξέρεις. Που έκανες βλακεία και με άφησες να κατέβω από το αυτοκίνητο μέσα στην νύχτα το ξέρεις; Α, το ξέρεις κι αυτό αλλά εγώ επέμενα να σταματήσεις να κατέβω. Εντάξει αυτό το παραδέχομαι. Αλλά παραδέξου πως αυτό που έκανες ήταν ασυγχώρητο. Καλά, μπαίνω. Αλλά σπίτι δεν πάω. Στο ξεκαθαρίζω. Την ανατολή από τον Λυκαβητό; Πού το θυμήθηκες τώρα αυτό. Πάμε. Έτσι κι αλλιώς δεν θυμάμαι γιατί μαλώσαμε αλλά θα σου πω μια λέξη μόνο. Είσαι υποκριτής. Και είμαι και γω. Πάμε και σου εξηγώ στον δρόμο. Μήπως σου μυρίζει γιασεμί; Ναι;! Πολύ παράξενο. Πολύ. Ξαναπέστο αυτό. Ναι, και γω. Ακόμα. Πολύ παράξενο. The end.



Το σκίτσο είναι του Βαγγέλη Παυλίδη

Στηρίξτε-Ενισχύστε την iΠόρτα με τη δική σας χορηγία…