Ανοιχτή πόρτα

Η αυτοκτονία των λαγών και ο ΣΥΡΙΖΑ, του Πάνου Μπιτσαξή

Spread the love

Ο Πάνος Μπιτσαξής είναι ποινικολόγος και συγγραφέας του αυτοβιογραφικού-ιστορικού βιβλίου “΄Οταν το μέλλον έπαιζε κρυφτό..”

 

Από το λιμάνι του Γαυρίου μπήκαμε στο σκάφος του Δημήτρη Γεροντάκη. Έμπειρος captain. Μια «αγοροπαρεα» -τρόπος του λέγειν- καλών φίλων. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο γιος του ο Γιώργος, ο Γιώργος Κότσιρας κι εγώ. Βάλαμε πλώρη για τη Γυαρο. Επισκεψη ιστορικής μνήμης. Καλός καιρός δεν ταρακουνηθήκαμε. Δεσαμε. Οι φυλακές ήταν ένας κοπρώνας , μια φρίκη εγκατάλειψης. Καταφύγιο αγριοκάτσικων στους δύσκολους χειμώνες. Μια προσβολή της ιστορίας. Στη σύντομη περιήγηση στα πέριξ της μάζεψα ένα μικρό κομμάτι σκουριασμένο συρματόπλεγμα. Το έχω σύμβολο του διχασμού και της μισαλλοδοξίας περίοπτο στο σπίτι μου στην Άνδρο. Αλλά θα αργήσω να το ξαναδώ αν ποτέ ξαναπάω. Καθε πέτρα, το τοπίο, το αρμυρίκι, κάθε γωνία εκεί είναι ζυμωμένη με τη Μαρίνα μου. Δεν το αντέχω.

•Στη πίσω πλευρά ήταν ένας κόλπος. Πιάσαμε αρόδο να βουτήξουμε. Και ξαφνικά ένα απερίγραπτο, ένα πρωτοφανές θέαμα. Από τα βράχια πήδαγαν δεκάδες λαγοί και πέφτανε στη θάλασσα. Πνιγόντουσαν. Ένας Ζάλογγος λαγών. Η θάλασσα γέμισε κουφάρια. Τι είναι αυτό ρε παιδιά. Κοιτάζαμε άναυδοι.

•Ο Γιώργος ο γιος του Δημήτρη Παπαμιχαήλ , βιολόγος και μελετητής των κοινοτήτων μικρών θηλαστικών ήταν ευτυχώς μαζί μας και μας έδωσε την εξήγηση. Αλλοιώς θα καταφεύγαμε στη μεταφυσική. Η σπάνις της τροφής στις άνυδρες λοφοσυρές δημιουργεί εμφύλιους για τις πηγές τροφής. Τα «δυνατά» κυνηγούν τα αδύναμα κι αυτά σε πανικό και απόγνωση, αυτοκτονούν. Η «φύση» προνοεί για την ισορροπία. Που να’ταν ο Δαρβίνος. Αντί να θαλασσοπνίγεσαι στα Γκαλαπάγκος να ερχόταν στη Γυαρο και να τον πάμε με το σκαφάκι μας. Να τον φιλοξενήσουμε στην Άνδρο με φρουταλιές και Λαμπριάτικα κατσίκια.

•Αυτό συμβαίνει με το ΣΥΡΙΖΑ σε μια μακρινή αναλογία. Η σπάνις τροφής είναι η σπάνις εμπιστοσύνης. Η σπάνις ιδεών.

Η εναπομένουσα δεν φτάνει για όλους τους επίδοξους και έτσι αναπόφευκτα οδηγούνται σε εμφύλιο και συλλογική αυτοκτονία. Όπως οι λαγοί της Γυάρου. Η φύση προνοεί.

•Γυρνώντας στο Γαύριο μας περίμεναν οι αγαπημένες μας. Η Άννα, η Μαρίνα, η Τζινυ και η Μαρίνα μου. Οι μακαρονάδες ήταν έτοιμες στη παρακείμενη ταβέρνα. Μπουρ μπουρ μπουρ οι εντυπώσεις. Γέλια, σχόλια. Πόση νοσταλγία έχω, πόση θλίψη. Την ίδια που ένοιωσαν η Άννα Παπαμιχαήλ, η Μαρίνα Γεροντάκη, η Τζίνυ Κοτσιρα. Αγαπημένες φίλες της Μαρίνας μου και δικές μου. Το φοβερό της μνήμης έντομο μες τη γη έγραφε ο Ελύτης. Είμαι υπερβολικός μου λένε. Πήγαινε παρακάτω. Ξέρω πως ο θάνατος είναι μια κοινοτοπία. Αλλο όμως το τι ξέρω κι άλλο το τι νοιώθω. Κι ας είμαι υπερβολικός. Πάντα ήμουν δεν μπορώ να αλλάξω τώρα. Κι αν κουράζω κι αν δεν με αντέχουν ας με κόψουν από φίλο. Το κατανοώ.

SHARE
RELATED POSTS
Αμνήμονες, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Failure as success in Painting*, του Μάνου Στεφανίδη
Χρόνια Μπόλικα, Φίλοι μου!, του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.