Ο ένας έπαιζε μπάσο σαν υπνωτισμένος. Κοιτούσε κάπου στην πίστα, με μετέωρες σκέψεις. Ο άλλος μια σιλουέτα που σάλευε στο σκοτάδι, πάνω απ’ τα πλήκτρα. Πίσω, μέσα στο διάφανο κλουβί του, ο ντράμερ ίσα που διακρινόταν να αναμετράται με τους ρυθμούς. Ο κιθαρίστας, μπροστά στο μικρόφωνο, με τη δεδομένη γοητεία που του χαρίζει η κεντρική θέση σε κάθε (νεανική) μπάντα, είχε πιο άνετη σκηνική παρουσία. Λίγο υπερέβαλλε, λίγο το έχανε στο σόλο, αλλά μου άρεσε η μουσική του αυθάδεια. Μου άρεσε που γύρισε σε κάποια φάση πίσω στον ντράμερ με έκφραση «μαλάκα, αυτό είναι, το ‘χουμε! Γουστάρω».
Το ‘χετε, ρε μάγκες. Γουστάρω.
Ήταν όλοι πιθανότατα λίγο μετά τα είκοσι και έπαιζαν σα να τους ακούνε χιλιάδες (θυμήθηκα εκείνον τον τύπο στη διαφήμιση κινητής τηλεφωνίας, που μιλά στο τηλέφωνο απ’ τη συναυλία σαν να είναι εντελώς μόνος – «έεελα, ρε μαν..! Γίνεται ΠΑ-ΝΙ-ΚΟΣ!»). Αναμενόμενα πρωτόλειο το ηχητικό τους αποτέλεσμα, αλλά ξεκάθαρα προοιωνιζόταν κάτι καλό. Μετά την εξώπορτα του σκοτεινού μαγαζιού, η κρίση παρέμενε αληθινή και ανελέητη. Μέσα όμως, στο ορμητικό ροκ των ονείρων τεσσάρων παιδιών, δεν είχε χώρο. Αλλού ο φόβος και η μιζέρια, εδώ μονάχα η μαγεία. Ποια δισκογραφία σήμερα να τους χωρέσει, που δεν ανοίγει πόρτες για το καινούργιο παρά επιβιώνει από CD μαζί με εφημερίδες; Δήθεν σωτήρες ταΐζουν τη γενιά τους (μας) νόστιμους λωτούς, αυτούς που δοκίμασαν οι ναύτες του Οδυσσέα, να μην ξέρει από πού ήρθε και πού κατευθύνεται. Τους θέλουν απαθείς και ξενέρωτους, μακριά από ωραίους, ασεβείς πόθους.
Εδώ όμως, τέσσερα παιδιά που γουστάρουν. Το ‘χετε, ρε μάγκες. Κι εμείς σας περιμένουμε.
Μεταφέρομαι κάποια χρόνια πριν στη νότια Γερμανία, όπου έχω μόλις τακτοποιηθεί και τριγυρνώ στο πανεπιστημιακό κτήριο ψάχνοντας το τμήμα της Μουσικολογίας. Βρίσκω μια πόρτα με επιγραφή-σιδηρόδρομο («Musikwissenschaftliches Seminar»), εξηγώ σε μια ευγενική κυρία ότι κάνω μεταπτυχιακά στη Νομική αλλά θέλω το κλειδί του υπογείου. Εκεί υπήρχε ένα παλιό πιάνο, προορισμένο για την εντατική εξάσκηση των μουσικών. Το πήρα, κι από τότε περνούσα για λίγο κάθε βδομάδα να παίζω, να συνδέομαι με το παρελθόν μου, να ονειρεύομαι σε άλλο χώρο και χρόνο. Πάνω απ’ το πιάνο δεν υπάρχει απογοήτευση, δεν υπάρχει πόνος, ο κόσμος είναι μια παρτιτούρα ευανάγνωστη με αρμονία τέλεια. Από το μικρό δωμάτιο του υπογείου έβγαινα αλλιώτικος, φρέσκος και ανίκητος.
Κάτω απ’ την πίστα, πρώτη σειρά δυο κοπέλες. Φανερή η σπουδή τους να τις δουν, χαμογελούν και λικνίζονται στον ρυθμό των τρελαμένων ορμονών, μάλλον για τα μάτια του τραγουδιστή με την κιθάρα. Οι προβολείς τον λούζουν με φως και τα μάτια στο σκοτάδι έχουν λοκάρει τον στόχο εξ αρχής. Ο παθιασμένος τρόπος του με την κιθάρα στα χέρια κάτι υπόσχεται μάλλον για τον τρόπο του με ένα κορμί στα χέρια, όταν θα ανάψει το φως σε ένα μικρό υπνοδωμάτιο. Ωραία, αλλά ποιος έγινε κάποιος προσπαθώντας να βγάλει γκόμενα, θέλω να του πω. Πρέπει να υπηρετήσεις την τέχνη αν θες να σου επιστρέψει το δάκρυ σου. Αλλά μένω εκεί, πώς έφτασα να μιλάω στα 32 σα να είμαι 62, τι ξενέρωτες θα ακούγονταν οι νουθεσίες στην ηλικία της υπέροχης αλητείας.
Μάγκα, μετά την εξώπορτα δεν είναι ο αληθινός κόσμος. Η τρέλα για τις δόσεις, τους λογαριασμούς και τα νέα μέτρα δεν είναι η ζωή. Ζωή είναι εδώ, στην κάπνα ενός λαϊβάδικου, στον αυτοσχεδιασμό μιας μικρής πίστας, με μάτια από κάτω να κοιτούν εσένα και να βλέπουν το αντικείμενο του πόθου. Ζωή είναι το ετερόκλητο soundtrack των ονείρων σου, η μουσική που κάποτε θα σου θυμίζει ότι δεν είσαι πια αυτός που ήσουν.