Καμιά λέξη δεν είναι προαιώνια και καμιά δεν προαλείφεται να επιζήσει στο διηνεκές. Η κάθε γέννηση – κι όχι μόνο των λέξεων – είναι η προαναγγελία του αναπότρεπτου τέλους. Ας υποθέσουμε ότι είναι αληθές, ότι ο Κόμης Antoine de Tracy χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τη λέξη «ιδεολογία» στα τέλη του 18ου αιώνα. Όποιος όμως κι αν κατέχει αυτή τη πρωτιά, σίγουρα δεν θα μπορούσε να προβλέψει το πόσο καθοριστική θα ήταν αυτή η λέξη στους δύο αιώνες που ακολούθησαν. Πριν από το τέλος του διαφωτισμού – δεν είναι τυχαία εκείνη ακριβώς η εποχή που γεννήθηκε – η λέξη αυτή δεν σήμαινε τίποτε, απλά γιατί δεν υπήρχε. Αν αποφασίσουμε ότι η λέξη «ιδεολογία» για τους αρχαίους Έλληνες σοφούς ή για τον Κομφούκιο ή για τον Τζον Άνταμς ή για τον Κοπέρνικο ήταν λέξη όχι μόνο άγνωστη, αλλά και ανύπαρκτη, τότε είμαστε έτοιμοι – μακριά από τη καταδυνάστευση της επικαιρότητας – να μελετήσουμε το βίο και τη πολιτεία της.
Όλος ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από διάσπαρτες εξεγέρσεις, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το καλούπι για το νέο όραμα, που σκιαγραφούσε μια δίκαιη κοινωνία, όπου όλα τα μέλη της, χωρίς εξαίρεση, θα είχαν ίση πρόσβαση στον παραγόμενο πλούτο κι έτσι η φτώχια θα μετατρεπόταν, με τη θέληση όλων, σε μακρινή ανάμνηση. Η αναβίωση μιας νέας μορφής κοινοκτημοσύνης, όπου όλοι θα λάβαιναν ανάλογα με τις ανάγκες τους και θα πρόσφεραν ανάλογα με τις δυνατότητες τους. Ήταν αδύνατον αυτή η μαγική προοπτική να μην εμπνεύσει τους κατοίκους της προηγμένης Ευρώπης εκείνης της εποχής. Η πραγματοποίηση αυτού του ονείρου θα μπορούσε να ήταν το μεγαλύτερο κατόρθωμα της ανθρωπότητας.
Τι συνέβη όμως τον 20ο αιώνα, όταν ο Άνθρωπος κατάφερε να ανυψωθεί και να καταβυθιστεί σε μια τρελή κούρσα πυκνών και μοιραίων γεγονότων; Μόλις το όνειρο του σοσιαλισμού ήρθε να συναντήσει την πραγματικότητα, τότε ακριβώς η λέξη «ιδεολογία» ενδύθηκε τον πρωταγωνιστικό της ρόλο. Αφ’ ότου ο σοσιαλισμός έπαψε να είναι διεκδίκηση και απέκτησε χειροπιαστή εξουσία, οι δύο κόσμοι, ο παλιός κι ο καινούριος, οχυρώθηκαν στην «ιδεολογία» τους. Το πιο συνταρακτικό όμως ήταν ότι το καινούριο ηττήθηκε από το παλιό. Μια αναπάντεχη κατάληξη, που δε συνάδει με τη φυσική ροή των πραγμάτων. Όμως αυτή η «ανατροπή» της Ιστορίας έχει την εξήγηση της. Ενώ όλα έδειχναν ότι επρόκειτο για μια αδυσώπητη ιδεολογική σύγκρουση, η διαμάχη κρίθηκε μακριά από τις ιδέες. Η κατάρρευση του σοσιαλισμού επήλθε, όχι γιατί υστέρησε στο ιδεολογικό οπλοστάσιο, αλλά γιατί η κοινωνική οργάνωση που επέβαλε, κρίθηκε από την Ιστορία ως μη λειτουργική. Κι ενώ φαίνονταν ότι το δίκαιο πολεμάει το άδικο, τελικά η μάχη δινόταν σε ένα άλλο πεδίο. Δοκιμάζονταν οι αντοχές μιας κλειστής και μιας ανοιχτής κοινωνίας. Οι μηχανισμοί της επιβολής γέννησαν το φόβο κι ο φόβος την αδράνεια κι έτσι το μοντέλο της κλειστής κοινωνίας οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Το κίνητρο για έναν καλύτερο κόσμο έχασε την ορμή του, ξεχάστηκε, καθώς στο περιβάλλον μιας κλειστής κοινωνίας δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Και το όνειρο χάθηκε. Τα απομεινάρια των ιδεών, μέσα στη παραζάλη της απογοήτευσης, συνέχισαν να ψελλίζουν. Πιο συχνά διαμαρτύρονταν για τον αδίστακτο καπιταλισμό και πιο σπάνια για την αναζωογόνηση του ηττημένου σοσιαλισμού. Συνέχισε να παραμένει ακατανόητο πώς ο γερασμένος καπιταλισμός κατόρθωσε να επικρατήσει, επιδεικνύοντας θαυμαστή ανθεκτικότητα. Ο καπιταλισμός σε συνάφεια με την αστική δημοκρατία. Ένα σύστημα γεμάτο ατέλειες και συνεχώς εκτεθειμένο στις επικρίσεις των πολιτών που το υφίστανται, αλλά και το ακολουθούν.
Πέρασαν ήδη 20 χρόνια από τον επίλογο μιας τιτάνιας προσπάθειας. Με υπομονή είχαν σφυρηλατηθεί οι ιδέες με τις οποίες ο Άνθρωπος θα κατάφερνε να οργανώσει την τέλεια κοινωνία. Όλοι για έναν κι ένας για όλους. Αλλά το τέλειο νικήθηκε από το ατελές. Ίσως γιατί το ατελές συμπορεύεται με τη γήινη ανάγκη για συνεχείς αλλαγές. Ακριβώς αυτό το ατελές περιβάλλον είναι που δημιουργεί τη συνεχή κίνηση και την αναζήτηση, που επιδέχεται μεταμορφώσεις, αλλάζει φυσιογνωμίες, παραμένοντας όμως πάντα ατελές. Ενώ το τέλειο ουσιαστικά ορίζει το τέλος. Και πώς να μπει ένα τέλος, μια οριστική ακινησία, σ’ έναν αεικίνητο πλανήτη, όπου φιλοξενούνται κοινωνίες και πλάσματα που ποτέ δεν εφησυχάζουν; Το τέλειο κατοικεί αποκλειστικά στα οράματα των ανθρώπων, τρέφει τα όνειρα τους και εξευγενίζει τη ψυχή τους, σ’ ένα ταξίδι αναζήτησης με άγνωστο ακόμη τέλος.
Όσο κι αν αφουγκραστεί κανείς, δύσκολα θ’ ακούσει την «ιδεολογία» να αρθρώνει μια νέα προοπτική. Η λέξη ολοκλήρωσε το χρέος της απέναντι στην Ιστορία, όταν ο σοσιαλισμός έπαψε να είναι το εναλλακτικό και πειστικό μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας. Ειδικά η παρακμή της λέξης φαίνεται κι απ’ την άλογη χρήση της. Κατάντησαν να συγκρούονται ιδεολογίες για τη μόλυνση ενός ποταμού, για τη τιμή των διοδίων, για τα επιτόκια των δανείων κι για ένα σωρό άλλα θέματα που αρκεί η κοινή λογική για να συμφωνήσουμε. Η παρακμή είναι ένα γνώριμο φαινόμενο για τους ανθρώπους και ποτέ δεν τους τρόμαξε. Δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η εμμονή μας σε ότι παρήλθε. Η επιμονή μας να συνεχίζουμε να αντιλαμβανόμαστε το σήμερα με έννοιες ενός μακρινού χθες.
Θέλει θάρρος να απαγκιστρωθεί κανείς από κάτι που τελείωσε. Και ούτε είναι εύκολο να αναγνωρίσουμε το επίκεντρο της παρακμής για να κάνουμε το επόμενο βήμα. Όσο διστάζουμε κι ενώ η γοητεία της λέξης θα αντλείται από ένα παρελθόν που ολοένα θα απομακρύνεται, οι ιδεολογίες θα αιωρούνται γύρω μας ως ιδεοληψίες. Έχουμε συνηθίσει να μιλάμε για το τέλος του κόσμου ή για το τέλος του πολιτισμού ή για το τέλος της Ιστορίας. Μήπως ήρθε ο καιρός να μιλήσουμε γι’ αυτό που πραγματικά συμβαίνει, δηλαδή για το τέλος της ιδεολογίας;
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr