Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Τα πεύκα της Μαγκουφάνας, του Κωστή Α. Μακρή

Spread the love

Παλιά, υπήρχαν πολλά πεύκα εκεί, στη Μαγκουφάνα. Πολλά μεγάλα πεύκα. Και πολύ χώμα.

Τα μεγάλα πεύκα είναι γεμάτα κουκουνάρια και βελόνες. Έχουν και σκασμένο χοντρό δέρμα. Δεν είναι για να τα χαϊδεύεις. Είναι για να κολλάει το ρετσίνι στα χέρια σου, να γεμίζει το ρετσίνι τις παλάμες σου και μόνο με μπλε οινόπνευμα βγαίνει καλά. Αλλά πριν βγει να ’χει μαυρίσει η χούφτα από τις βρώμες και τα χώματα τα τόσο ωραία, σαν πλούσια μαύρη λάσπη ανακατεμένη με καρβουνόσκονη. Τα πεύκα είναι για να μαζεύονται οι κάμπιες και τα σπουργίτια και να παίρνεις τις πευκοβελόνες και να βάζεις γιασεμιά. Τα πεύκα είναι για να τα τραγουδάνε οι παλαιοί, να τα κόβουν οι οικοπεδοφάγοι και να τα χέζουν τα πουλιά σαν στο σπίτι τους. Τι “σαν” δηλαδή αφού εκεί είναι το σπίτι τους. Εκεί ζουν, εκεί κατοικούν, εκεί ζευγαρώνουν. Τα πεύκα είναι πικρά κι ολόγλυκα σαν δάσος, είναι άγρια σαν καρφίτσες και σαν δράκοι και τρυφερά σαν μαλλιά ισιόμαλλης νεράιδας που ποτέ της δεν θα κατσαρώσει το μαλλί της γιατί είναι ωραίο και πράσινο σαν τις πευκοβελόνες που τις κινεί χαδιάρικα ένας κρυφός άνεμος.

Κι αν έχουν χοντρά οριζόντια κλαδιά, εκεί να δένεις την κούνια. Να σκαρφαλώνεις. Να νιώθεις το τραχύ τους σκασμένο χοντρό δέρμα στα πόδια, στις γάμπες, στα μπούτια. Και το γδάρσιμο και οι πληγές, προνόμια θάρρους, τόλμης και νοσταλγίας για το ψηλό, το καλλίθεο. Γιατί εκεί πάνω, ψηλά στα πεύκα, σε βλέπει από μακριά η ζωή σου. Και σε παραφυλάει. Θέλει γδαρσίματα, πληγές στα γόνατα, πληγές στην καρδιά, πευκοβελόνες στα μάτια, τσούξιμο από οινόπνευμα και ιώδιο κοκκινοκαφέ σαν αίμα. Το αίμα σου θα το δεις να τρέχει. Τα δάκρυα δεν θα τα δεις γιατί είναι μέσα στα μάτια σου και μόνο τα γεύεσαι. Το αίμα είναι χυμός αντρειάς και τόλμης. Αλλά και γενναίας κοριτσούδας αρετή που μαζί σου θέλει να είναι. Το αίμα είναι σπονδή σε μελλοντικές θεότητές σου. Από τη μύτη σου στο πέσιμο του ποδηλάτου, στα γόνατα καθώς τρίβονται ανελέητα στο χώμα και στα μυτερά χαλίκια, στο κεφάλι από την πέτρα του εχθρού, στους αγκώνες.

Αίμα! Άφθονο ζεστό αίμα! Να τρέχει το αίμα κι εσύ μαζί του για το σπίτι. Με τρόμο στην αρχή και μετά με συνήθεια. Να τρέχει το αίμα σαν το αίμα της καλής σου που δεν μπαίνει στη θάλασσα κι ας το λαχταράει τόσο.

Τρέχει το αίμα σου σαν το αίμα του εχθρού σου. Αυτό που θα σε στείλει στην εσώτερη φυλακή, στη μέσα σου ερημιά. Γιατί δεν θέλησες να αφήσεις ήσυχο τον μέσα εχθρό σου; Τι ήταν αυτό που σου στέρησε τη νηφάλια και στοργική στάση που είχες μεγαλώνοντας απέναντι σε κάθε ζωντανό; Στα φίδια, στα βατράχια, στις ακρίδες, στις χρυσόμυγες…

Τόσα ζούδια άφησες να ζήσουν. Ακόμα και κατσαρίδες. Αφού ξεπέρασες τόσο γενναία και ανεπίστροφα ―για πάντα;― την επιθυμία, περιέργεια μάλλον, να βασανίζεις ό,τι έπεφτε στα χέρια σου σαν παιδί. Γιατί δεν διάλεξες άλλο δρόμο; Τι σε τρέλαινε περισσότερο; Το γέλιο, ο παλιός αδέκαρος πλούτος και η φαινομενική ανεμελιά του εχθρού σου; Οι πράξεις του; Η ζήλεια; Μήπως ο βαθύς ύπνος σου, ο δίχως όνειρα; Ή μήπως η ομοιότητά του με σένα; Ποτέ δεν μου το είπες. Κι ας περάσαμε τόσα μαζί.

Πότε ήταν η πρώτη φορά που εξαγοράστηκες; Με παγωτό ήταν ή με κάτι άλλο; Πότε ήταν που σκέφτηκες για πρώτη φορά το τι θα μπορούσες να κάνεις με πολλά λεφτά; Ή τι θα μπορούσες να κάνεις με λίγα λεφτά αλλά να μοιάζει μ’ αυτό που κάνουν οι άλλοι με τα πολλά.

Ξέρω… Είναι δύσκολο να αντισταθείς. Όταν έχεις τόσα θέλω και σου λείπει η ραχοκοκαλιά. Γιατί στην τσακίσανε.

Ποιοι; Ποιοι σου τσακίσανε τη ραχοκοκαλιά; Πότε;

Οι φιλοδοξίες ήταν; Η αμάθεια; Η λιγούρα σου για τα μεγαλεία; Ο σκοπός που αγιάζει τα μέσα; Και με τα έξω; Τι γίνεται με τα έξω;

Πότε παράτησες τη ρετσίνα για το μπλακ λέιμπελ και τη λουλουδού;

Σαν τσίκλα έγινες. Σε μασάνε και σε φτύνουν. Αλλά, ντροπή, ρε παιδί μου… Ε; Ντροπή δεν είναι;

Για ποιον; Αν όχι για σένα ή τα παιδιά σου, τότε για τα πεύκα.

Τα πεύκα που γύρω τους, μέσα τους μεγαλώσαμε.

Σαν πεύκα μάς υλοτόμησαν τα ίδια μας τα χέρια. Δεν έχει και τόση σημασία ποιος κρατάει το τσεκούρι ή το αλυσσοπρίονο.

Πάντα πονάει το τσεκούρι.

Είτε σε πεύκο πέσει, είτε σε άνθρωπο.

Τι να κάνουν και τα πεύκα. Κλαίνε, δακρύζουν, βογκάνε όταν φυσάει αλλά ποιος τα ακούει… Τα δάκρυά τους μόνο πίνουμε, αιώνες τώρα, στο κρασί με τους μεζέδες. Με τη ρετσίνα… Ξέρω, δεν πίνεις πια ρετσίνα. Αλλά ακόμα κι έτσι, στάζουμε ακόμα σπονδές στους πεθαμένους μας. Ανθρώπους, πεύκα, δάση, ελάφια, χελώνες. Συγγενείς μας. Σε όλους τους πεθαμένους μας. Μαζί με φωτιά. Όση μας περισσεύει. Έχουμε πολλή φωτιά. Για να γλυκαίνουμε το κρύο, την πείνα, τον πόνο.

Για να καίμε και δάση.

Λιγόστεψε όμως ποτέ ο πόνος; Ο δικός μας κι ο δικός τους;

Πόσα σπίτια δέκα πεύκα; Πόσα πεύκα δέκα σπίτια;

Είχαμε μεγαλώσει αρκετά όταν σε είδα για πρώτη φορά να κλαις δίπλα σ’ ένα κομμένο πεύκο. Είχες πάει και σε αναδασώσεις. Κάτι είναι κι αυτό…

Κοίταζες ψηλά, τον κορμό που έλειπε, τα κλαδιά που λείπανε, τις πευκοβελόνες που είχανε χαθεί για πάντα.

Τα πουλιά στεκόντουσαν μετέωρα στις παλιές τους θέσεις γιατί κόπηκε πάρα πολύ γρήγορα το πεύκο και δεν πρόλαβαν να καταλάβουν ότι δεν είχαν πια μέρος να κουρνιάσουν. Ήτανε παράξενο το θέαμα, να βλέπεις τόσα πουλιά ακίνητα στον αέρα. Κι έμεναν ακίνητα, εκεί, με τα ποδαράκια τους να κρατάνε σφιχτά τη μνήμη του κλαριού τους, αρνούμενα να πέσουν, αρνούμενα να πετάξουν, αρνούμενα και να κουτσουλίσουν ακόμα.

Μονάχα τσιουτσίριζαν σαν κάθε σούρουπο, όπως το συνηθίζουν τα πουλιά.

Και μόνο όταν με βία τα έσπρωξαν πέρα οι τοίχοι του κτιρίου, που υψώθηκε αστραπιαία και με φρικιαστικό κρότο, τότε μόνο παράτησαν, με θρηνητικές κραυγές κι άτσαλο πέταγμα, τη μνήμη του πεύκου τους.

Για πάντα.

Και το κτίριο γέλασε πικρά, με οίκτο και παράπονο.

Γιατί και κείνο είχε λυπηθεί το πελώριο πεύκο.

Και ένιωσε σαν ξαφνικά γερατειά στον σιδερένιο σκελετό του την απουσία των πουλιών.

Σαν αρρωστημένη σκουριά, σαν διαβρωτικό οξύ από σκατά εκατομμυρίων θυμωμένων πουλιών.

05 Ιουνίου 2013

Σημ.1: Μαγκουφάνα, παλιά ονομασία της Πεύκης. Αθήνα, Αττική, Ελλάδα,

Ε.Ε., Ευρώπη, Γη, Κόσμος.

Σημ.2: Εικόνα: Μνημείο για τα χαμένα πεύκα, Κωστής Α. Μακρής.

Το βιβλίο του Κωστή Α. Μακρή “Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες”κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ.

 

SHARE
RELATED POSTS
Μανώλης Δημελλάς
Γιατί μπλοκάρει η Εθνική την πληρωμή έστω 2 μισθών στο Mega;, του Μανώλη Δημελλά
Δήμος Ρόδου: Ξεκίνησε  η μεγάλη παρέμβαση αναμόρφωσης και προστασίας της Κοιλάδας των Πεταλούδων
«Με γνωρίζει κάθε πλάκα της Ομόνοιας, σοφότερο με έκανε η πλατεία», του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.