Απόψεις

Μάνα γεννιέσαι, δεν γίνεσαι

Spread the love

Την Παρασκευή έγινε για πρώτη φορά μανούλα. Φρόντισε να διασφαλίσει το άδειο κρεβάτι που ένοιωθε ζεστά και φιλόξενα. Το πρώτο μωρό το έκανε στο πάτωμα. Πήγαινε πέρα-δώθε πονώντας και με ιώβεια υπομονή, το έσερνε προσπαθώντας να βγει από μέσα της. Μετά το πήρε με το στόμα και το ανέβασε στο κρεβάτι. Νόμισα πως η κοιλίτσα- βαρελάκι είχε μόνο ένα κουτάβι. Ούφ, σκέφτηκα. Θα πάει σίγουρα σε καλά χέρια. Σε δέκα λεπτά η αγαπημένη μου αρχίζει τις προσπάθειες για να βγει το δεύτερο. Εκπληκτική! Αθόρυβη και αποτελεσματική! Προσπαθεί να γεννήσει το δεύτερο, αυτό είναι ήδη κρεμασμένο, βλέπω το κεφαλάκι τα δυο πόδια και το μεγαλύτερο μέρος του σώματος. Το πρώτο κουταβάκι με κλειστά ματάκια και μπουσουλώντας προχωρά και πέφτει από το κρεβάτι, μεταξύ κρεβατιού και κομοδίνου. Η αγαπημένη μου δεν το’ χει δει, προσπαθεί να απαλλαγεί από το βάρος του μωρού που κρέμεται από το σώμα της και ξαφνικά, ψάχνει για το κουτάβι που έχει ήδη γεννήσει, δεν το βλέπει, στριφογυρνά σαν τρελή πάνω στο στρώμα με το δεύτερο να κρέμεται από το σώμα της και το βλέπει στο πάτωμα. Πηδά από το κρεβάτι με το κουτάβι μισοβγαλμένο από το σώμα της, το πιάνει από το σβέρκο και το ανεβάζει πάνω στο στρώμα. Υποκλίθηκα στη φύση, στο μητρικό ένστικτο, στην δύναμη της μάνας, της πρωτομάνας που την προστασία της τήν πολλάπλασιάζει. Δεν την διαιρεί, την πολλαπλασιάζει.

Σαν τρελή προσπαθεί να σκίζει ένα μαξιλάρι. Δεν καταλαβαίνω τι θέλει να κάνει, αλλά δεν την πλησιάζω. Σέβομαι την φύση. Και η αγαπημένη μου αυτή τη στιγμή είναι η προσωποποίηση της Φύσης. Η εικόνα και η φωνή της. Φεύγω. Επιστρέφω σε μία ώρα. Έχει σκίσει το μαξιλάρι και έχει τοποθετήσει τα παιδιά της για να θηλάσουν. Τέσσερα κουτάβια. Τρία μαύρα, ένα ολόλευκο και μισό κεφάλι μαύρο, σαν πειρατής. Τα γλείφει, τα ξαναγλείφει και τα τοποθετεί με το στόμα της στις θηλές της. Βρε τι μου λες… η Μάγκυ μανούλα. Για γέλια και για μάθημα. Το τρελοκομείο, μάνα!

Δεν τολμώ να αγγίξω τα μικρά της. Μόνο την χαϊδεύω και την κοιτώ με θαυμασμό: «είσαι σπουδαίο κορίτσι, Μάγκυ μου», μόνο αυτό τής λέω. Το Σάββατο, το απόγευμα την επισκέπτομαι στα ιδιαίτερα της για να την ταΐσω στο στόμα. Δεν σηκώνεται ρούπι από κεί που τρώνε τα μικρά της. Άυπνη και ακούνητη. Ούτε για κατούρημα. Ακίνητη και σε θέση να τρώνε τα μικρά. Ψάχνω το τέταρτο. Δεν το βλέπω. Σκίζω λίγο το μαξιλάρι. Το βρίσκω κάτω από τα πούπουλα. Ακίνητο. Με βλέπει που το αγγίζω. Το πιάνει με το στόμα της και το βάζει μπροστά της. Το μυρίσει. Το βλέπει παγωμένο. Ρίχνει το κεφαλάκι της πάνω του για να το ζεστάνει και με κοιτά στα μάτια. Με πόνο, με λύπη, με ελπίδα, με παράπονο; Την χαϊδεύω. Δεν κουνά, ούτε κεφάλι ούτε βλέμμα. Δεν τολμώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Το πιάνει με το στόμα και προσπαθεί να το βάλει στο στήθος της. Δεν κουνιέται . Εκείνη εκεί… επιμένει. Την αφήνω. Της το παίρνω από την φωλιά της, όταν δεν με βλέπει. Μ’έχει κάνει κομμάτια. Η Μάγκυ- μαμά δίνει μαθήματα πόνου. Σηκώνεται για να γυρίσει πάλι γύρω από τα τρία της παιδιά και να βολέψει το σώμα της ώστε να μπορέσουν να θηλάσουν. Η αγαπημένη μου, μανούλα! Τραβά το μαξιλάρι προσπαθώντας να βρει και το λευκό. Κλαίει. Γυρνά γύρω από τον εαυτό της σαν τρελή. Την Κυριακή το βράδυ την πιάνει πανικός. Προσπαθεί να βρει κάτι. Τραβά πετσέτες, κουβέρτες. Αφήνει τα άλλα τρία να κλαψουρίζουν και ψάχνει, ψάχνει… Το παίρνει απόφαση και υποτάσσεται. Στην οικονομία της Φύσης; Στην δική της απροσεξία; Στην δική μου επιπολαιότητα; Τέσσερα γεννημένα, τρία ζωντανά.

Η μητέρα του Παύλου Φύσσα φτιάχνει γλυκά και προσφέρει κάθε μέρα σε όσους επισκέπτονται τον τόπο του φονικού. Αξιοπρεπέστατη, χαμένη στις σκέψεις της, στο θυμό της, στην δικαίωση που ευελπιστεί να ‘ρθεί. Δεν καταπίνεται τούτος ο πόνος. Μόνο τον μαθαίνεις, τον αναλύεις, τον συνηθίζεις, τον αποδέχεσαι, φεύγεις με το παράπονο για ό,τι δεν πρόφτασε να ζήσει εκείνος. Η πιο σπουδαία μοίρα σε τούτο τον κόσμο, είναι να είσαι μάνα. Όχι να γίνεσαι, να είσαι. Συντρίβει από μόνη της η λέξη, αγγίζει τον ουρανό, είναι σε άλλη σφαίρα. Στην γήινη, σε καταλαβαίνουν μόνο όσοι μπορούν να αφουγκραστούν την Φύση. Την ακούν, την σέβονται, την τιμούν. Και η Φύση θέλει την μάνα γενναία, δυνατή, αξιοπρεπή, προστατευτική, γαλήνια. Επαξίως, λίγες φέρουν τον σπουδαίο ρόλο της και τον υπηρετούν ισόβια και κάτω από οποιαδήποτε μοίρα. 
Γιατί η Φύση θέλει τη μάνα να γεννιέται, όχι να γίνεται.

επικοινωνείστε: gina.iporta@gmail.com


SHARE
RELATED POSTS
Περί σπερματοζωαρίων εις αρχιδόσακους…, του Δημήτρη Μπρούχου
Σχολική ποδιά- το χρώμα της ζωής μας, του Δημήτρη Μπρούχου
Στο νεκρό δάσος, του Άρη Μαραγκόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.