Αυτό το Πάσχα είπα να μην το περάσω στην πολυαγαπημένη μου Βιέννη. «Είπα να φύγω» που τραγουδούσε και μερικά χρονάκια πριν ο Θέμης Αδαμαντίδης, να πάρω την «μυρωδιά» μου, την ελληνική ενέργεια που μου λείπει, να γεμίσω μπαταρίες. Η ψυχολογία μου αυτή την φορά ανάμικτη. Με τόσα αρνητικά που διαβάζουμε καθημερινά οι ομογενείς δεν ήξερα τι κατάσταση θα αντικρίσω ακριβώς. Βλέπετε είμαστε και το εξιλαστήριο θύμα μερικές φορές, αφού οι ίδιοι οι Έλληνες δεν μας «καταδέχονται» απολύτως. Θεωρούν πως είμαστε παρατηρητές και όχι ενεργοί πολίτες και έτσι δεν τα ξέρουμε καλά, δεν τα νιώθουμε τα πεπραγμένα «στο πετσί» μας. Πόσες φορές έχω ακούσει την κλασική ατάκα «καλά είσαι εσύ εκεί στην Αυστρία, μην φύγεις. Βρες και σε μας μια δουλίτσα και ερχόμαστε». Λες και είναι μαγικό κόλπο του Ντειβιντ Κόπερφιλντ που εξαφανίζει τα πάντα ξαφνικά και με εντυπωσιακό τρόπο. Τόσο απλό! Δεν νομίζω να έχει καταλάβει ο περισσότερος κόσμος πως η κρίση αφορά όλη την Ευρώπη και τελικά όλους. Επικρατεί ολική ανασφάλεια όπου και να κοιτάξεις. Ο κόσμος βρίσκεται σε κατάσταση αλλαγών και ανακατατάξεων, αλλά μας απασχολεί παρολαυτά ως Έλληνες η καινούργια διαφήμιση του Jumbo με πρωταγωνίστρια μια κυρία, βετεράνο του λαικού τραγουδιού Κατερίνα Στανίση (κρυφό απωθημένο πολλών). Το τι σχόλιο κυκλοφόρησε στο «φατσοβιβλίο» δεν περιγράφεται…
Κυριακή των Βαΐων, λοιπόν, και μια μέρα μου έμεινε να «αποχαιρετίσω» για λίγο την ελληνική παροικία. Μια εκκλησία, ο Άγιος Γεώργιος, κατάμεστη από τον κόσμο, κλασικά ελληνικά, μια ώρα πριν την λήξη της λειτουργίας, όλοι οι πιστοί προσέλθετε… Ο Ναός αυτός είναι ο μικρότερος των δυο εκκλησιών μας στην Βιέννη, ένα κόσμημα βυζαντινής τέχνης, με λιτή διακόσμηση, αλλά με τεράστια ιστορία πίσω του. Μερικές από τις προσωπικότητες που συνδέθηκαν με την εκκλησία αυτή ο Άνθιμος Γαζής και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.
Καθώς τελειώνει η λειτουργία ακούμε όλοι με προσοχή τον λόγο του Μητροπολίτη κ.κ. Αρσενίου ο οποίος είναι μέσα σε όλα «ολίγον καυστικός». Απευθύνεται στην σωστή ακολουθία των παθών, στην σημασία που έχει η πίστη τέτοιες δύσκολες ώρες για την πατρίδα, στην προσευχή και τέλος σε όλους αυτούς τους «πασχαλίδιδες» (χαρακτηρισμός στους εκκλησιαστικούς κύκλους) που καταφθάνουν μισή ώρα μόλις πριν την Ανάσταση. Μπράβο… καιρό είχαμε να ακούσουμε μια σοβαρή, ομογενειακή φωνή της Ορθοδοξίας, με άποψη και ενθουσιασμό, φωνή που σε προέτρεπε να χειροκροτήσεις στο τέλος κάτι που δεν αρμόζει σε έναν Ναό. Αφού μοιράστηκαν φύλλα από φοίνικα σε σχήμα σταυρού από τον ίδιο τον Μητροπολίτη με τις θερμότερες ευχές του για καλή Ανάσταση, πήραμε και το αντίδωρό μας, σαν καλοί Έλληνες χριστιανοί αποχωρήσαμε με κοινό σκοπό ένα καφεδάκι στο κέντρο της πόλης. Μόλις ανέφερα πως πετάω για Ελλάδα δημιουργήθηκε και το αντίστοιχο «σούσουρο». «Αχ, τυχερούλα, θα πάς για μπανάκι, θα απολαύσεις τον ήλιο και θα φας ψαράκι. Εμείς εδώ δεν θα καταλάβουμε Πάσχα». Λέξεις, φράσεις κλισέ, κάτι που λέμε πάντα ο ένας στον άλλο εδώ όταν κάποιος ετοιμάζεται για απόδραση. Δεν έχω συναντήσει ούτε έναν Βιέννη, που να μην θέλει να γυρίσει μια μέρα στην πατρίδα του. Ζούμε όλοι ανάμεσα σε δυο χώρες, δυο πατρίδες, αλλά με την καρδιά να χτυπάει ελληνικά…
Μεγάλη Τρίτη, φτάνουμε στην Αθήνα, ζέστη και φασαρία στο Αεροδρόμιο του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πάμε να κάνουμε το «τάμα» μας, να φάμε ένα ωραιότατο τυλιχτό σουβλάκι απολαμβάνοντας τον «διαφορετικό αέρα» και την φασαρία από κόσμο στα διπλανά τραπέζια. Ωραία, εδώ είμαστε λέω στον Μάρκους που με κοιτάζει με ένα χαμόγελο και μια παγωμένη Άμστελ στο χέρι. Το απογευματάκι, βρίσκοντας λίγη κίνηση στην Εθνική Οδό φτάνουμε στο πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό του πατέρα μου, εκεί μετά το Αίγιο. Παρατάω τα πράγματά μου και τρέχω προς την θάλασσα… βάζω τα πόδια μου μέσα στο κρυστάλλινο, παγωμένο ακόμη νερό και ξέρω πως έφτασα στο γαλάζιο μου σπίτι. Ποια Βιέννη, ποιος Άγιος Στέφανος και ποιά Σνίτζελ να έχουν νόημα.. πάει τα ξέχασα όλα. Τι με νοιάζει αν κρυώνουν τα δάχτυλά μου, τι και αν δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει, ποιά κρίση… εγώ είμαι εδώ που η ομορφιά ξεδιπλώνεται μπροστά μου στην πιο απλή της μορφή. Καικάκια, ψαρόβαρκες, σημαδούρες μόνες τους παρατημένες, μαγαζιά άδεια σχεδόν απροετοίμαστα για τέτοιο καλοκαιρινό καιρό αρχές του Μάη, δυο – τρια άτομα να κάνουν μπάνιο … πωπω… τι εικόνα.. βάλσαμο και αντίδοτο μαζί. Τριάντα βήματα και μερικές «χαιρετούρες» αργότερα, πιάνουμε από μια καρέκλα στα βότσαλα, παραγγέλνουμε τσιπουράκι και μια μικρή ποικιλία ψαρικών. Εξηγώ στον σύζυγό μου πως αυτή την απλότητα δεν την βρίσκω πουθενά όπου και αν έχω ταξιδέψει (και έχω φτάσει μακριά) και ξυπόλητοι, όπως είμαστε, απολαμβάνουμε την στιγμή. Τι να σου κάνει η επιτηδευμένη τουριστική πιά ευγένεια που συναντάς στις μεγαλουπόλεις. Ο ευγενικός, ταπεινός ιδιοκτήτης, τρέχει μέχρι τον ψαρά πιο δίπλα, παίρνει μια σακουλίτσα ψάρια (την οποία περνάει απροκάλυπτα από μπροστά μας) και τα ψήνει εκείνη την στιγμή… «λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και τ᾽αγόρι μου» τραγουδούσε η Μαρινέλλα στην Eurovision το 1974 και με το ίδιο σχεδόν μοτίβο θα ακουστεί και φέτος η ελληνική μας αποστολή με το “Alcohol is free“.
Δεν υπονοώ πως οι Έλληνες είναι αλκοολικοί, αλλά τουλάχιστον εμείς δεν πίνουμε ξεροσφύρι, τσιμπάμε και κάτι, το πίνουμε και δεν μας πίνει. Έχουμε μάθει να απολαμβάνουμε την κάθε μας στιγμή λες και είναι η τελευταία !
Αλεξάνδρα Καρακοπούλου -Τσίσσερ ζει στην Βιέννη
στείλτε mail: [email protected]
SHARE