Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Το ρομάντζο που μου λείπει, της Τζίνας Δαβιλά

Spread the love

 

Κάθομαι πάνω από τον υπολογιστή μου. Θέλω να σου γράψω, αλλά μπλόκαρα. Τελευταία, όλο μπλοκάρω. Δεν ξέρω αν είναι από την κούραση ή από όλα όσα συμβαίνουν. Ταχύτητα, εξελίξεις αρνητικές. Ψάχνω χρόνο για μένα, για να ακούσω μουσική. Για να γράψω ένα γράμμα στον αγαπημένο μου, αλλά δεν βρίσκω άξιο αποδέκτη. Δεν υπάρχει. Ζητώ το μαύρο μου δερμάτινο να μου φέρουν, γιατί ένα ρίγος με διαπέρασε και ακούω: «για υπαλλήλους ψάχνεις;». Έσβησε η φωτιά στο τζάκι. Θέλω μια κουνιστή πολυθρόνα για να έχω το λαπ-τοπ στα πόδια μου και να είμαι μπροστά στη φωτιά. Να βλέπω τους αγαπημένους μου πίνακες με μια ματιά, όλα τα γυμνά κορμιά που ζεσταίνονται από τα βλέμματα.

-Θα μου φέρει κάποιος από πάνω το δερμάτινό μου το μαύρο;, ξαναρωτώ.

-Για υπηρέτες ψάχνεις;, μου ξαναλένε.

Μπλοκάρω. Κάθε φορά που εκπέμπει ο εγωισμός εγώ μπλοκάρω. Νιώθω το αδιέξοδο μέχρι που κλείνω τα μάτια και σκέπτομαι, τη δεκαετία του ’70. Τότε που όσοι πήγαιναν στα κομμωτήρια ή στα ιατρεία χάζευαν δειλά και λοξά ένα Ρομάντζο. Αυτό που ήθελαν να βάλουν στο σπίτι τους, αλλά άνηκε ως περιοδικό στους μικρομεσαίους μεροκαματιάρηδες. Ή, για να το εκφράσω καλύτερα: στις νοικοκυρούλες της γειτονιάς. Δεν είχε θέση στα χέρια της υψηλής κοινωνίας. Τι να πει στην αστή η θεία Λένα που συμβουλεύει…

Μου έλειψε το ρομάντζο. Και μου έλειψε και η εποχή που άνοιγα τα μάτια παίζοντας στα χέρια μου την καρό μου κουβέρτα. Μου έλειψε και εκείνο το όνειρο πως μεγαλώνοντας όλα θα γίνουν όπως τα ήθελα, όπως τα ονειρευόμουν. Θα ζούσα καλύτερα απ’ όσο υπέροχα φρόντιζαν τότε οι γονείς μου να ζω. Και να τούτος ο κόσμος με έχει προβληματίσει. Όλα με το στανιό. Όλα με το σταγονόμετρο. Τα καλά εννοώ.

Τα άσχημα… ρέουν άφθονα. Μου ΄λειψε το ρομάντζο. Μου ’λειψε η απλότητα και η εγκαρδιότητα τις τελευταίες δεκαετίες. Ο μεγάλος ρουφιάνος, το facebook, σε πάει σε όλους τους παλιούς σου ανθρώπους. Τους βλέπεις να ποζάρουν άχαρα και να χαμογελούν. Άραγε είναι ευτυχισμένοι; Μάθαμε να προσποιούμαστε τους ευτυχισμένους κι όμως ευτυχισμένοι είναι μόνο οι βλάκες.

Δεν θέλω να το συνεχίζω. Θα γίνω σαν έναν αγαπημένο μου που λέει «γίνομαι δηκτικός, αλλά δεν μπορώ να το μαζέψω, μου βγαίνει αυθόρμητα». Κι όλο τούτο; Όλη η ανάγκη για πρωτιά; Για διάκριση; Πόσα λεπτά, πόσες μέρες, μήνες, χρόνια χαμένα για μια διάκριση. Λες και χωρίς ζωή δεν υπάρχει. Καταρρίπτονται όλα. Ακόμα και η αναπνοή σου. Μπορείς άμα παίρνει δυο στροφές παραπάνω το μυαλό να μη γίνεσαι δηκτικός;

Λείπει το ρομάντζο. Λείπουν οι αυθόρμητες και αληθινές παρέες, λείπουν οι αληθινοί άνθρωποι. Κοιτώ μια – μια τις γωνιές του σπιτιού μου. Όλες τις αγαπώ, όλες έχουν κάτι δικό μου, έχουν τη ζεστασιά που θέλω, αλλά δεν τις νιώθω δικές μου. Γιατί άραγε; Δεν έχουν ακόμα οι τοίχοι ζυμωθεί με τις σκέψεις μου; Ίσως να είμαστε η παιδική μας ηλικία. Κάθε φορά που βλέπω ένα μεγάλο όνειρο, πάντα το ζω στο πατρικό μου. Εκεί. Πουθενά αλλού.

Φέτος, τα Χριστούγεννα πέρασα όμορφα. Ακόμα και ο πιο σκληρός επικριτής μου (άραγε, τι προσπαθεί να βγάλει;) μου είπε ότι έφτιαξα υπέροχους κουραμπιέδες και μαγείρεψα καταπληκτικά φαγητά. Καημένε, πάντα το ίδιο ήταν. Πάντα έδινα την ίδια ψυχή για ανθρώπους που αγαπώ.

Μου ’λειψε το ρομάντζο. Αυτό το χαζοχαρούμενο, ρομαντικό, απλό, χαζό βλέμμα που ικανοποιείτο με μια ωραία, χαζή ιστορία ενός περιοδικού. Τι λέει η Αφροδίτη Μάνου; Αφήστε με να γίνω μια παλιοκατίνα…

Αφήστε με να γίνω μια γυναικούλα που χαίρεται φορώντας τα μπικουτί της, γίνεται ευτυχισμένη, όταν έρθει η Πέμπτη -σωτήρια μέρα- που θα πάει στο περίπτερο για να αγοράσει το ρομάντζο και τη θεία Λένα, την θεία Όλγα δεν έχει σημασία. Ψάχνει αυτήν που τη συμβουλεύει. Μαγειρεύει τη φρεσκότατη φασολάδα της που συνοδεύει με ζεστό ψωμάκι και ρετσίνα και πετά και πέντε κάστανα πάνω στη σόμπα για επιδόρπιο. Τελικά, αυτή η ζωή που ακροβατούσε μεταξύ ρομαντισμού και λάθρου φεμινισμού μου έχει λείψει. Η αλήθεια της, η ζεστασιά της, η απλότητά της. Σιχάθηκα το διαδίκτυο. Βαρέθηκα όλες τις λύσεις των δήθεν πνευματικών, μπλόκαρα από την πληθώρα των πληροφοριών. Θέλω να γνωρίζω λίγα και να σχολιάζω ακόμα λιγότερα. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι; Μα ποιος ανόητος είπε ότι οι έξυπνοι είναι οι πιο ευτυχισμένοι;

 

 

 

επικοινωνείστε: gina.iporta@gmail.com

 

 

 

SHARE
RELATED POSTS
Γράμμα σ’ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ, του Αλάριχου
Και οι γιαγιάδες έχουν πλάκα, του Γιάννη Στουραΐτη
Το… κοινό τού κοινού, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.