Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο φίλος μου το γιασεμάκι, του Γιάννη Στουραΐτη

Spread the love

Γιάννης Στουραΐτης

b5c927b0f77a27b81fd38b65df5f2fbf_L.jpg

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

 

 

Η ποδηλατάδα είναι, συχνά, μια μοναχική κατάσταση, την οποία, επίσης συχνά, αποζητώ για να μην ξοδεύομαι στους, κατά τα άλλα, πολύ συμπαθείς μου ψυχολόγους.

Κάθε πρωί, λοιπόν, καθ’ οδόν προς το νοσοκομείο, καταπίνοντας με τους τετρακέφαλούς μου, και όχι μόνο, τα μέτρα τόσο σε απόσταση, όσο και σε υψομετρική διαφορά, βρίσκω με αγαλλίαση την ευκαιρία να συνομιλήσω μετά του εαυτού μου. Τα ερεθίσματα πολλά.

Το πρώτο τμήμα της διαδρομής, χωρίς να είναι το επιμηκέστερο, είναι το πιο απαιτητικό από άποψη κατανάλωσης ενέργειας, (λιγότερο επιστημονικά : η ανηφόρα είναι ζόρικια!). Όμως, στο τέρμα του με περιμένει η επιβράβευση που ανανεώνει τις δυνάμεις μου για να συνεχίσω: το φιλαράκι μου, το Γιασεμάκι!

Είναι αλήθεια ότι έχω μία ιδιαίτερη σχέση με το συγκεκριμένο φυτό. Με αυτό και με την κάπαρη! Κοινός παρονομαστής, ο θαυμασμός μου για το γεγονός ότι είναι και τα δύο πολύ σκληροτράχηλα και άρα ανθεκτικά σε οριακές συνθήκες περιβάλλοντος, (σκέψου ότι η κάπαρη φυτρώνει στην πέτρα, χωρίς ίχνος χώματος, και “ποτίζεται” μόνον αν βρέξει, κι αν δεν βρέξει, συνεχίζει και φυτρώνει! –κάπως σαν την Ελλάδα, δηλαδή), συνδυάζοντας παράλληλα εξαιρετικά λεπτά χαρακτηριστικά, το ένα σκλαβώνοντάς μας, με την ευωδιά του, και το άλλο με τα λεπτότατα, αιθέρια, καλαίσθητα λουλούδια του. Όχι ότι τα άνθη του γιασεμιού υστερούν σε φινέτσα, αλλά τις τρισχαριτωμένες νυφούλες έπρεπε να τις λέμε κάπαρες!

Σκόπιμα παρακάμπτω την νοστιμιά που προσδίδει η κάπαρη στην σαλάτα μας, θέλοντας να μην γίνω πεζός και χαλάσω την πνευματική ατμόσφαιρα, τρομάρα μου, που με τόσο κόπο προσπάθησα, μάλλον εις μάτην, να δημιουργήσω με την παραπάνω, σαφώς λογοτεχνικότερη, προσέγγισή μου!

Είναι, που λέτε, εκεί, στην αρχή της Μιχαήλ Πετρίδη, δεξιά, καθώς ανεβαίνουμε, ένα γοητευτικό, μελαγχολικό νεοκλασικό σπιτάκι, που αν δεν είναι εγκαταλειμμένο, είναι οπωσδήποτε παραμελημένο, εκτός από το θηριώδες γιασεμί που πνίγει τον φράκτη του και ξεχύνεται ατίθασα, ακάθεκτο μέσα απ’ το κάγκελο προς τον δρόμο.

Ευτυχώς, τον δρόμο που ακολουθώ με το ποδήλατό μου. Θεέ μου, τι άρωμα είναι αυτό που ερεθίζει τους οσφρητικούς μου υποδοχείς και γεμίζει γενναιόδωρα τα πνευμόνια μου και την ψυχή μου!

Κι εδώ αρχίσει η ψυχοθεραπεία μου:

Συνειρμός πρώτος: Καλοκαίρι του 1957, τότε που πρωτοήρθαμε στην Ελλάδα. Ψυχικό, όταν το Ψυχικό ήταν εξοχή. Βέβαια υπήρχαν και τότε οι, πολύ λιγότερες και πολύ πιο καλαίσθητες, βίλες διαφόρων πλουσίων, αλλά αυτό που χαρακτήριζε την περιοχή τότε, ήταν οι πευκώνες που εναλλάσσονταν με τα χωράφια. Εμείς, ανήκοντες στην ταπεινή μέση αστική τάξη, μέναμε σε μία, εξ ίσου ταπεινή, λαϊκή πολυκατοικία στην οδό Χάουλαντ 4, πολύ κοντά στον μακρύ, πετρόχτιστο φράχτη του Κολλεγίου Αθηνών, από τον οποίο μας χώριζαν εκτεταμένα, άσπαρτα χωράφια.

Ταπεινή, ξεταπεινή η τριώροφη πολυκατοικιούλα μας διέθετε κηπάκο με ξινά, μουσμουλιές κι άλλα οπωροφόρα. Διέθετε επίσης κι ένα φουντωτό γιασεμί σαν αυτό της Πετρίδη, που καταλάμβανε θρασύτατα το παράθυρο της γιαγιάς, και μας έπνιγε με την, κυριολεκτικά, μεθυστική ευωδιά του. Διέθετε και αρκετούς αναρριχόμενους θάμνους, εξ ίσου ευωδιαστού, αγιοκλήματος.

Πρέπει να πω ότι για μας, στην ηλικία των έξι με επτά, που ήμασταν τότε με την αδελφή μου, όλα τούτα τα πρωτόγνωρα, αποκτούσαν μυθική διάσταση μέσα μας, διότι εκτός από πρωτόγνωρα, μάς είχαν ντοπάρει και οι δικοί μας, με την Ελλάδα έτσι, και με την Ελλάδα αλλιώς, και με το καλοκαίρι της Ελλάδας, και με τον μεγάλο μας ξάδερφο τον νταή, τον Νικόλα, που μας περίμενε στην Ελλάδα, (θεός σ’χωρέσ’τον), και με την θάλασσα της Ελλάδας, και ούτω καθεξής…

Θα μου πεις, καλά στην Αιθιοπία δεν είχε θάλασσα;

Θα σου πω: Στην Αδδίς Αμπέμπα είχε μόνο λίμνες, και ενώ βουτούσαμε, δεν ήταν και πολύ φιλικές, γενικώς, (δίνες, νερόφιδα κ.λπ.). Τα ποτάμια, μία απ’ τα ίδια, συν κροκόδειλοι, σε κάποια από αυτά. Χαρακτηριστικά θυμάμαι στο Sodere, μία περιοχή με ζεστά, ιαματικά νερά δίπλα σε ένα ποτάμι, ένας απελπισμένος γερο-κροκόδειλος, για ν’ ανακουφιστεί από τα ρευματικά του, γλίστρησε από το ποτάμι μέσα στην πισίνα, και ξέχασαν όλοι οι λουόμενοι τα αρθριτικά τους, κι ακόμη τρέχουν (μιλάμε για θαυματουργή θεραπεία…)! Την θάλασσα πάλι, την γνωρίσαμε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στα παράλια της Ερυθράς, όπου θυμάμαι, στην Μασάουα, π.χ., το θερμόμετρο φλέρταρε συχνά με τους 50 βαθμούς υπό σκιά, και οι καρχαρίες φλέρταραν εξ ίσου συχνά μ’ εμάς!

Άσε που η μοναδική ομάδα στον κόσμο ΔΕΝ είναι ο “Ολυμπιακός Αδδίς Αμπέμπας”, κι ότι υπήρχε κι άλλη μία ομάδα που την έλεγαν “Παθ..ανα..ϊνα..κός”, φτού, πώς στον διάβολο την έλεγαν, και το άλλο πού το πας, που στην Ελλάδα πέρναγε συχνά πυκνά και η “Πυροσβεστική Αγγλία” που έκανε ίου-ίου-ίου ! Άσε που γύρω μας όλοι μιλούσαν Ελληνικά! Άρα η Ελλαδίτσα ήταν παράδεισος για μας. Τότε δε, δεν ήταν καθόλου δύσκολο να σε παρασύρουν σ’ έναν ανύπαρκτο παράδεισο…!

Όπως και νά ‘χουν τα πράγματα, εγώ, έκτοτε, κάθε φορά που μυρίζω γιασεμί, ξαναμυρίζω μαζί του και την μοναδική, ξεχωριστή ευωδία των πεύκων του Ψυχικού, (στ’ αλήθεια, πουθενά αλλού δεν μυρίζουν τα πεύκα έτσι!), μαζί με τ’ αγιόκλημα και με τις άλλες καλοκαιρινές μυρωδιές, όπως, π.χ., τις τηγανητές μελιτζάνες με την ντομάτα, της μακαρίτισσας της θείας μου της Ευδοκίας, και ξαναπαρασύρομαι στον, προ πεντηκονταετίας – και βάλε-, νεο-ανακαλυφθέντα παράδεισό μου, ξανανοιώθοντας, κάθε φορά, όλη εκείνη την πρεμούρα, (δίκην ερωτευμένου στο πρώτον του ραντεβού), της προετοιμασίας του “ταξιδιού” Ψυχικό – Φάληρο, παρ’ όλη την ταλαιπωρία τού “ανέβα-κατέβα” από όλα τα ασθμαίνοντα λεωφορεία που έπρεπε ν’ αλλάξουμε, με τελικό σκοπό – επιβράβευση, το πλατσούρισμα με τα “μπρατσάκια” μας στα γαλανά και ασφαλή νερά του Σαρωνικού!

Συνειρμός δεύτερος: Φεβρουάριος 2001. Ο δεκάχρονος, τότε, Κωνσταντίνος μου, αφιερώνει «στον Μπαμπά και στη Φένη» το εξής ποιηματάκι:

Γιασεμί

Γιασεμάκι άσπρο και λεπτό

στον κήπο μου υπάρχει,

και φυτρώνει εκεί πολύ

και μυρουδιά ωραία βγάνει.

Σαν αγγελάκι όμορφο

στον κήπο στέκει αγέρωχο.

Επειδή προσπαθώ φιλότιμα να μην είμαι «κουκουβάγιος», έχω συναίσθηση ότι με το συγκεκριμένο ποίημα, ο γιόκας μου δεν θα διεκδικήσει ποτέ το νόμπελ λογοτεχνίας, επίσης είμαι και εντελώς ακατάλληλος να κρίνω το ποίημα από λογοτεχνικής απόψεως. Άντε, το πολύ να κάνω ένα πραγματιστικό σχόλιο του τύπου «ή φυτρώνεις, ή δεν φυτρώνεις – δεν φυτρώνεις πολύ ή λίγο…!». Ό,τι και να λέμε πάντως, εγώ συγκινούμαι βαθύτατα με το άτεχνο, αλλά ευαίσθητο, τρυφερό και αθώο ποιηματάκι του παιδιού μου, επισημαίνοντας επίσης εμφατικά ότι αποτελεί και το σύμβολο που σφραγίζει την, παιδιόθεν, άριστη σχέση μου με το φιλαράκι μου το Γιασεμάκι, του Ψυχικού, της Μιχαήλ Πετρίδη, και των υπολοίπων, ανά τον κόσμο γιασεμιών, συμπεριλαμβανομένου και του Κωνσταντίνου μου…

Και για να ξαναγίνω πεζός, επιστρατεύοντας το ελεεινό, καταστρεπτικό μου χιούμορ, σας παραπέμπω σε προηγούμενη ανάρτηση του iporta  για να δείτε πόσο αρρωστημένα μπορεί κανείς να προσεγγίσει την ομορφιά ενός γιασεμιού…!

Όπα! Τι έγινε; Έφθασα κιόλας στο νοσοκομείο!

Πόσο γρήγορα πέρασαν σήμερα τα 25 λεπτά της διαδρομής μου με την παρέα σας!

Γειά και χαρά σας, και τα ξαναλέμε στην επόμενη ποδηλατάδα.

Αφορμές, ων ουκ έστιν αριθμός!

SHARE
RELATED POSTS
Νέα ζωή…, του Νότη Μαυρουδή
Κολύμβηση: ένα στεγνό (οικονομικώς) άθλημα, του Δημήτρη Κατσούλα
Αχώριστοι έως το τέλος, του Δημήτρη Κατσούλα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.