«Φόντο σε διπλό καθρέφτη» της Ελένη Δικαίου
Σκέψεις για το βιβλίο που διάβασα,
«Αν γίνω αυτό που αρέσει στους άλλους, πόσο θ’ αγαπάω τον εαυτό μου και τους άλλους;»
Αυτό το ερώτημα έγινε ο άξονας γύρω απ’ τον οποίο στριφογύριζαν οι σκέψεις που μου προκάλεσε το βιβλίο «Φόντο σε διπλό καθρέφτη» της Ελένης Δικαίου. (Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Σεπτέμβριος 2017)
Παρομοιάζω, κάποιες φορές, τα καλά ―για μένα― βιβλία με καλά κρασιά ή άλλα υψηλής ποιότητας αποστάγματα. Και τα δύο μπορούν να σου προκαλέσουν ευφορία και να σε φέρουν σε μια τέτοια κατάσταση σκέψης και αναστοχασμού που σε βοηθάει να μετρήσεις τον κόσμο και τον κοινωνικό περίγυρο με μια αποστασιοποιημένη οπτική γωνία που η τρέχουσα και πιεστική πολλές φορές καθημερινότητα ―με την, υποτιθέμενη, νηφαλιότητά της― περιορίζουν την καθαρότητα, το βάθος και την ευρύτητά της.
Κάποια βιβλία είναι τόσο εστιασμένα στο «επίκαιρο», που καλό είναι να καταναλώνονται φρέσκα. Κάποια άλλα, επιδέχονται παλαίωση και με τον χρόνο γίνονται καλύτερα. Επειδή ―ίσως― κάποια συστατικά τους ξεπερνούν το εφήμερο που τα γέννησε.
Το «Φόντο σε διπλό καθρέφτη», που διάβασα πριν από λίγους μήνες, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία• παρόλο που η ιστορία που αφηγείται διαδραματίζεται στο σήμερα.
Με την πρώτη ανάγνωση διέγνωσα τις προθέσεις της συγγραφέως να ωθήσει τους ―νέους κυρίως― αναγνώστες της σε μια «εξέταση του βίου» μακριά από δασκαλίκια και ηθικολογίες. Το Σωκρατικό «ο δε ανεξέταστος βίος ου βιωτός ανθρώπω» (όπως μας παραδίδεται από τον Πλάτωνα στην Απολογία του Σωκράτη), διατρέχει όλο το βιβλίο καθώς η βασική ηρωίδα, η Κέλλυ, στοχάζεται και αναστοχάζεται πάνω σε αυτά που ζει και επανεξετάζει το σχέδιο της ζωής της.
Θέλησα ν’ αφήσω να «παλαιώσει» λίγο μέσα μου το βιβλίο και μετά να γράψω τι ήταν αυτό ―αυτά, μάλλον― που (θα;) το έκαναν να στεριώσει, και ως αναγνωστική απόλαυση και ως μνήμη, και που θα με οδηγούσαν να θέλω να το ξαναδιαβάσω, για να δω τι άλλαξε ―σ’ αυτό και σ’ εμένα―, και να κατασταλάξω σε σκέψεις που κάθε άλλο παρά με την τρέχουσα, και τόσο «ύποπτη», έννοια των «διαδικτυακών εγκωμίων» θα συνάδουν.
Κι αυτό είναι που κάνει ένα βιβλίο πιο ανθεκτικό στον χρόνο απ’ οποιοδήποτε κρασί ή απόσταγμα: το θυμάσαι για τα διαχρονικά στοιχεία του ―υπόθεση, χαρακτήρες, λόγο, έννοιες, συγκίνηση, πρωτοτυπία (λιγότερο) και χτίσιμο― που σου χάρισε και όχι από έναν πρόσκαιρο αισθητηριακό ερεθισμό ή τη συνάφειά του με την επικαιρότητα ή τις (θετικές ή αρνητικές) προκαταλήψεις της πρώτης ανάγνωσης.
Ξαναγυρίζω στη ―δική μου― φράση-ερώτημα της αρχής:
«Αν γίνω αυτό που αρέσει στους άλλους, πόσο θ’ αγαπάω τον εαυτό μου και τους άλλους;»
Αυτό το ερώτημα θέτει κατά τη γνώμη μου στον εαυτό της η έφηβη Κέλλυ ―όχι με αυτά τα λόγια ακριβώς ― κάθε φορά που στέκεται μπροστά στον διπλό καθρέφτη με τα παλιά σκαλίσματα, της γιαγιάς Καλλιόπης• τον φερμένον από την Πόλη. Μια ιστορική πόλη με πολλά συνδηλούμενα, με την οποία η Ελένη Δικαίου, όπως και πλήθος συμπατριωτών μας, έχει βιωματικούς δεσμούς.
«Να αδυνατίσεις, να δεις τι όμορφη που θα γίνεις!» (της λέει η μητέρα της)
Και η Κέλλυ αναρωτιόταν: πότε είχε πάψει να είναι όμορφη;
σελ. 47
Η Ελένη Δικαίου έχει την ικανότητα, το χάρισμα και την επάρκεια να γράφει πολυθεματικά και πολυσέλιδα μυθιστορήματα, στα κεφάλαια των οποίων φωλιάζουν πολλά από τα θέματα ή ζητήματα που, τα τελευταία ιδίως χρόνια, βρίσκουν συγγραφική και εκδοτική «έξοδο» (output) σε μονοθεματικές ολιγοσέλιδες ιστορίες ή παραμυθητικά μικρά κείμενα• περισσότερο gift books ή αμφίβολης αξίας «σχολικά βοηθήματα» παρά συγγραφικές ή λογοτεχνικές προτάσεις. Η φράση (από τη σελ. 47 του βιβλίου) που παρέθεσα πιο πάνω, είναι ένα δείγμα του πώς η ενσυναίσθηση βοηθάει τον συγγραφέα να κατανοεί τους χαρακτήρες που πλάθει, να τους παρακολουθεί να μεγαλώνουν και να τους αφήνει να ζουν τις ζωές τους μέσα στο μυθιστορηματικό πλαίσιο που αξιωματικά έχει θέσει. Σαν μιας γεωμετρίας τα αξιώματα, που με βάση αυτά, και με απόλυτη λογική συνέπεια, θα επιλυθούν τα προβλήματα που ανακύπτουν μέχρι το τέλος. Όσες και όσοι γράφουν μυθιστορήματα ―υποθέτω ότι― θα καταλάβουν τι λέω.
Το βιβλίο σε παρασύρει μ’ ένα ξεκίνημα που ορίζει τις αφετηριακές συντεταγμένες της Κέλλυς και είναι ο κόσμος που της έχει δείξει η γιαγιά Καλλιόπη• ο άνθρωπος που της πρόσφερε άφθονη, ανυστερόβουλη και υποστηρικτική αγάπη. Ο άνθρωπος «ρίζα», «μνημοσύνη» και «θέμις». Γιατί μαζί με την αγάπη της, η γιαγιά Καλλιόπη έχει προσφέρει στην εγγονή της ―με παράδειγμα ζωής― ιστορία, μνήμη και νόμους.
Όλο το υπόλοιπο βιβλίο, σαν φλας μπακ, παίρνει τα πράγματα από την αρχή που ορίζει η συγγραφέας μέχρι το τέλος που, τεχνηέντως, αφήνει την ηρωίδα της να το ορίσει ως μια ανοιχτή δυνατότητα ελπίδας και αυτογνωσίας. Υπ’ αυτή την έννοια, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Στο «Φόντο σε διπλό καθρέφτη», η λέξη «φόντο» έχει κατ’ εμέ την έννοια του διαρκώς μεταβαλλόμενου ιστορικού, πολιτισμικού, οικονομικού και κοινωνικού τοπίου, μέσα στο οποίο ζουν, κινούνται, αλληλεπιδρούν, φωτίζονται ή σκοτεινιάζουν οι χαρακτήρες τού μυθιστορήματος. Αυτό, δεν έχει και τόσο σχέση με την τρέχουσα και στατική σημασία της λέξης «φόντο», ζωγραφική ή φωτογραφική, ανάλογη με τον «κάμπο» ―φύλλο χρυσού, συνήθως― στις βυζαντινές εικόνες.
Μέσα από τον καθρέφτη της γιαγιάς Καλλιόπης, η Κέλλυ, η ηρωίδα της Ελένης Δικαίου, μεγαλώνει και ωριμάζει και αρχίζει να κατανοεί τις δυσλειτουργίες, τη ματαιότητα και τη ρηχότητα μιας ζωής χωρίς πίστη στον εαυτό και σε κάποιες βασικές αρχές και αξίες. Το χρήμα, οι σχέσεις, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη εκτός γάμου, οι αγκυλώσεις ενός «δήθεν» καθωσπρεπισμού και πολλά άλλα, θα κάνουν την Κέλλυ να επιστρέψει σε μια επανεκτίμηση και επαναπροσδιορισμό των αξιών που θέλει να κάνει δικές της. Καθώς κοιτάζεται σ’ εκείνον τον παλιό «μαγικό» καθρέφτη, βλέπει πίσω της να καθρεφτίζεται ―πότε ολόφωτη και πότε δυσάρεστα σκοτεινή― η προσωπική της, παιδική και μεταγενέστερη, μυθολογία.
Θα αποφύγω την περιληπτική αφήγηση της ιστορίας. Μια επίσκεψη σ’ ένα βιβλιοπωλείο ή στο διαδίκτυο θα δώσει περισσότερες πληροφορίες.
Θα σταθώ στο συγγραφικό επίτευγμα και τη «μαγκιά» της συγγραφέως Ελένης Δικαίου να δείχνει ότι μιλάει:
α) για μια παχουλή έφηβη που αδυνατίζει επειδή πιέζεται από τη μαμά της κι από ένα συναισθηματικό μπούλινγκ,
β) για μια οικογένεια που έχει πλουτίσει απότομα, για έναν κόσμο νεόπλουτο που ζει μέσα στη «χλίδα» σε μια εποχή οικονομικής κρίσης,
γ) για τη δυστοπικότητα των άνισων σχέσεων,
δ) για μια καλή γιαγιά, γεμάτη ιστορία, ομορφιά γεύσεις και αρώματα, που εμφανίζεται σαν νεράιδα μέσα σ’ έναν μαγικό καθρέφτη, ικανό να σου δείξει τις βασικές συνιστώσες του εαυτού που θέλεις να έχεις.
ε) για μια νέα γυναίκα που εγκυμονεί «κατά λάθος».
Και όλα αυτά μέσα στη σημερινή ελληνική κοινωνία.
Ενώ αυτό που κατά τη γνώμη μου κάνει η Ελένη Δικαίου, και το κάνει καλά, είναι να μας μιλάει για το πώς μια ζωή χωρίς ιστορική συνείδηση, χωρίς αρχές, χωρίς αξίες και χωρίς ηθικό έρμα και αυτογνωσία, μετατρέπεται σε μια ζωή φτιαγμένη σαν ένα ρούχο. Στην περίπτωση της ―πλούσιας πλέον― Κέλλυς, σαν μια πανάκριβη τουαλέτα: προορισμένη να φορεθεί, με μια και μόνο χρήση, σε μια δεξίωση ή ένα «σουαρέ ντε γκαλά». Για να τη δουν άνθρωποι που θέλουμε να εντυπωσιάσουμε χωρίς καθόλου να τους εκτιμούμε.
Με απλά ―φαινομενικά― αλλά σε βάθος κατακτημένα λογοτεχνικά, γλωσσικά και συγγραφικά εργαλεία, χωρίς «επιγραμματικά παραγγέλματα» και στερεότυπες «ποιητικές» εκζητήσεις ―που λειτουργούν ως δημοφιλή τσιτάτα στο διαδίκτυο, πιο ρηχά κι από το «παιδικό» τμήμα μιας πισίνας ―, η Ελένη Δικαίου εικονογραφεί τη ρηχότητα ενός κόσμου που χρησιμοποιεί τον αποκτημένο ―με όχι πάντα νόμιμους τρόπους― πλούτο, σαν προβολέα που θα φωτίσει τη ματαιοδοξία του και σαν εισιτήριο σε μια ζωή με εφήμερες απολαύσεις που η εθιστικότητά τους κάνουν το χρήμα να συναγωνίζεται άλλες εθιστικές ουσίες στην παραγωγή ενδορφινών.
Μπορεί να τοποθετεί το μυθιστόρημά της στο σήμερα, τα στοιχεία όμως που κυριαρχούν σε αυτό υπερβαίνουν κατά πολύ την εποχή μας. Η «ιδιογλωσσία» των ηρώων της Ελένης Δικαίου, από την εφηβική «ηλεκτρονική» αργκό μέχρι τις παλαιϊκές αποχρώσεις του λόγου της γιαγιάς Καλλιόπης ―αλλά και της Κέλλυς, όποτε τη θυμάται― και άλλων, απλώς ορίζουν το ποιος μιλάει χωρίς καμιά διάθεση φιγούρας, κολακείας προς το νεανικό κοινό ή προσπάθειας προσεταιρισμού των μεγαλύτερων σε ηλικία αναγνωστών.
Η ιστορία προχωράει με οικονομία και γνώση της μυθιστορηματικής αρχιτεκτονικής, με γλώσσα ρέουσα και με αρκετές, όχι και τόσο εμφανείς, αλληλεπιδράσεις τού πεζού λόγου με το σινεμά• κυρίως σε ζητήματα «μοντάζ» των κεφαλαίων και των διαφορετικών χρονικών ενοτήτων. Οι χαρακτήρες έχουν τον χρόνο να μας δείξουν τις καλά σμιλεμένες πολυδιάστατες όψεις τους χωρίς οι σελίδες να παραφορτώνονται με περιττές περιγραφές.
Το μυθιστόρημα το διατρέχει η έντονη καχυποψία απέναντι στον μεγάλο πλούτο αλλά λείπουν τα κλισέ ενός σοσιαλ-ρεαλιστικού επαρχιωτισμού, καθώς ο ορισμός του πολύ πλούσιου ανθρώπου ως ενός κοινού ανθρώπου με πολλά λεφτά, καταδεικνύεται χωρίς ηθικολογίες και «πολιτικά» δασκαλίκια, σαν ένα φαινόμενο διαχρονικό. Απλώς και μόνο με την περιγραφή ενός τρόπου ζωής τόσο ρηχού και πληκτικού, που καταντάει μίζερος. Σχεδόν όσο και η ζωή ενός παντελώς απαίδευτου και αναλφάβητου ημι-προλετάριου. Χωρίς να αγνοεί η συγγραφέας την ελκυστικότητα που έχει η δυνατότητα απόκτησης υλικών αγαθών, που τόσο «ζαχαρώνει» μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας. Ο διπλός καθρέφτης άλλωστε, με τα σκαλίσματά του, είναι κατάλοιπο ―και απόδειξη― μιας παλιάς ευμάρειας.
Η Κέλλυ, από μια ηλικία και μετά, δεν ήθελε να μοιάσει στη γιαγιά Καλλιόπη. Ανήκε σ’ έναν παλιό κόσμο η γιαγιά Καλλιόπη κι ο «γενναίος, νέος κόσμος» της Κέλλυς δεν χωράει τέτοια πρότυπα. Ή δεν «άρμοζε» εκείνη, η «πρότυπη», σ’ αυτόν. Η Κέλλυ δείχνει να υποτάσσεται στις επιταγές του νέου κόσμου στον οποίο θέλει η μητέρα της να την εντάξει. Ακολουθεί πειθήνια τα κελεύσματα των νέων της φίλων, έχει αδυνατίσει, ανήκει πλέον και αυτή σ’ ένα πλαίσιο lifestyle που την απομακρύνει ευχάριστα από την αυτοεικόνα του «ασχημόπαπου» ή της πληγωμένης ερωτικά «χοντρής», όπως την είχε αποκαλέσει ένα αγόρι που της άρεσε. Της αρέσει να ταξιδεύει, να διασκεδάζει, να φλερτάρει, να ερωτεύεται και να χαίρεται το σώμα της. Της αρέσει να την υπηρετεί το χρήμα. Ή, έτσι νομίζει. Χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό της ότι εκείνη το υπηρετεί δουλικά και υποταγμένα, μέσα από έναν εθισμό ανίκανο να διακρίνει καλό και κακό.
Μέχρι που η ρηχότητα, η προδοσία, το ξεγέλασμα, η απάτη, ο εαυτουλισμός και η αφερεγγυότητα του «νέου» κόσμου, οδηγεί την Κέλλυ σε αναθεώρηση του «project της ζωής της».
Θα πρέπει όμως να φτάσουμε σχεδόν στο τέλος του μυθιστορήματος για να χαρούμε, μαζί με τη συγγραφέα, τη δικαίωση ενός «από τους καλύτερους ανθρώπους του κόσμου», κατά την ύστερη γνώμη της Κέλλυς. Ενός ανθρώπου που η ομορφιά και το υπόδειγμα ζωής του, επιβάλλεται, πανίσχυρο τελικά, μέσα από τον ιστορικό διπλό καθρέφτη.
…
«Αν δεν ήταν η γιαγιά μου δε θα κατάφερνα να πάρω την απόφαση που πήρα σήμερα» είπε. «Μέχρι τώρα φοβόμουν μήπως ντροπιάζω τη μάνα μου. Σήμερα κατάλαβα πως ντρόπιαζα εκείνη«. (σημ. ΚΑΜ: τη γιαγιά Καλλιόπη).
«Την ντρόπιαζες;»
Ο Πάρης είχε σοβαρέψει απότομα.
«Δεν ήθελα να της μοιάζω».
«Δεν ντροπιάζουμε κάποιον επειδή δεν θέλουμε να του μοιάζουμε».
Η Κέλλυ έγνεψε καταφατικά.
«Ναι, αν μαζί μ’ αυτόν ντροπιάζουμε και τον εαυτό μας».
Δεν την ένοιαζε που είχε επιτρέψει στον εαυτό της να ομολογήσει κάτι τέτοιο, ούτε που η φωνή της είχε γίνει βραχνή. Είχε αρχίσει πάλι να κλαίει.
σελ. 316
…
«Στο παλιό μας σπίτι είχαμε έναν καθρέφτη, ήταν της γιαγιάς μου, τον είχε φέρει απ’ την Πόλη, τώρα τον έχω στο δωμάτιό μου. Όταν ήμουν μικρή και ετοιμαζόμασταν να πάμε κάπου, στεκόμαστε μπορστά του πριν βγούμε. ‘’Μου μοιάζεις!’’ έλεγε και καμαρώναμε κι οι δυο, γιατί η γιαγιά μου ήταν ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου, όλοι την αγαπούσαν, και ήταν όμορφη, δεν ξέρεις, Πάρη, πόσο όμορφη ήταν η γιαγιά μου, είχε μια αγκαλιά που χωρούσε και γλύκαινε όλες τις λύπες του κόσμου, μαλακιά και μοσχοβολιστή σαν τσουρέκι πολίτικο, βλέπεις ήταν πολύ παχουλή.
«Κι εσύ;»
«Εγώ κάποια στιγμή πίστεψα πως ήμουν πολύ χοντρή για να είμαι όμορφη, πως όλοι με κορόιδευαν πίσω από την πλάτη μου, ακόμα και η μάνα μου ντρεπόταν για μένα, πίστεψα πως αν έμοιαζα στη γιαγιά μου κανείς δεν θα μπορούσε να με αγαπήσει. Και δεν ήθελα να της μοιάζω πια».
σελ. 317
…
Μετά από πολλά χρόνια αναγνώσεων και κάμποσα χρόνια γραψίματος, έχω αρχίσει να αναγνωρίζω ότι αυτό που μ’ αρέσει σ’ ένα βιβλίο είναι στην ουσία του απερίγραπτο.
Και επειδή δεν είμαι ούτε φιλόλογος ούτε επαγγελματίας κριτικός, μόνο η αγάπη μου για το διάβασμα και τη γραφή με οδηγούν στο να καταγράφω τις σκέψεις μου, για τα βιβλία που μου αρέσουν, με μια σειρά από ταυτολογίες που θα ήταν περιττές αν το ποσοστό φιλαναγνωστών και βιβλιόφιλων στη χώρα μας υπερέβαινε το 70-80% του εγγράμματου πληθυσμού.
Δεν συμβαίνει αυτό. Δυστυχώς, ο ένας στους δύο Έλληνες δεν διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο.
Οπότε, γράφω περισσότερο για να ενθαρρύνω μερικές φίλες και φίλους στην ανάγνωση ή τη γνώση ύπαρξης ενός βιβλίου που πιστεύω ότι του αξίζει η καλή υποδοχή από το ―έστω και μικρό― αναγνωστικό κοινό, παρά για να υποκαταστήσω αυτό που μόνο το βιβλίο μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη του.
Δηλαδή τη συγκίνηση και την αναγνωστική χαρά που δίνει κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου, σε ένα ευρύ ηλικιακό φάσμα, από την προεφηβική ηλικία μέχρι όσο κάποιος θυμάται, ή θέλει να θυμάται, πώς ήταν ως έφηβος ή παιδί.
Η Ελένη Δικαίου, με το «Φόντο σε διπλό καθρέφτη», μου έδωσε αφορμή να σκεφτώ πολλά και να γράψω λιγότερα για το βιβλίο της, που το χάρηκα.
Με ώθησε να σκεφτώ πόσο αναγκαίο και παραγωγικό είναι να αναζητούμε με σκέψη και διάβασμα την ιστορικότητα και το πνευματικό έρμα του «θαλασσοδαρμένου» εαυτού μας. Από την παιδική ηλικία και την εφηβεία, μέχρι τα έσχατα του χρόνου που θα μας δοθεί.
Απρίλιος 2018
Βιβλιογραφικές πληροφορίες:
Τίτλος: Φόντο σε διπλό καθρέφτη
Συγγραφέας: Ελένη Δικαίου
Έτος έκδοσης: 2017
Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ
318 σελ.
ISBN 978-960-16-7413-1
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr