ΦΡΙΝΤΑ ΚΑΛΟ (1907-1954) (Μαγκνταλένα Κάρμεν Φρίδα Κάλο Καλδερόν)
Ο λόγος για μια απόλυτα ιδιαίτερη και εμβληματική γυναικεία περσόνα, γνωστή τόσο για τη δύναμη της ζωγραφικής της, όσο και την αντίστοιχη απεριόριστη της ψυχής της.
Γεννήθηκε από πατέρα Γερμανοεβραίο φωτογράφο και μητέρα Ισπανομεξικάνα στο Κογιοακάν της πόλης του Μεξικού. Μόλις εξάχρονο παιδάκι προσεβλήθη από πολυομελίτιδα, με αποτέλεσμα το ένα της πόδι να είναι μικρότερο και ημιπαράλυτο. Τα παιδιά της γειτονιάς τη φώναζαν «κουτσοφρίντα».
Παρακολούθησε την Escola Preparatoria όπου είδε για πρώτη φορά τον μετέπειτα σύζυγό της, τον τοιχογράφο Ντιέγκο Ριβέρα που ζωγράφιζε τότε τους τοίχους της σχολής.
Στα δεκαοχτώ της χρόνια, ενώ επέβαινε σε ένα λεωφορείο, εκείνο συγκρούστηκε με ένα τραμ και η ζωή της άλλαξε για πάντα. Υποχρεώθηκε σε μεγάλο αριθμό εγχειρήσεων, ο αφόρητος πόνος έγινε μόνιμος σύντροφος και στερήθηκε την δυνατότητα να φέρει στον κόσμο παιδιά.
Αναρρώνοντας από το ατύχημα, ένα χρόνο αργότερα, ξεκίνησε μαθήματα ζωγραφικής. Με τους γονείς της να αδυνατούν να τη στηρίξουν οικονομικά στις σπουδές της, άρχισε να εικονογραφεί βιβλία ιατρικής. Τρία χρόνια αργότερα(1929) έδειξε κάποια έργα της στον Ντιέγκο Ριβέρα. Την ίδια χρονιά παντρεύτηκαν.
Τα έργα του ζευγαριού ήταν απόλυτα αντίθετα. Ο Ριβέρα αντλούσε τα θέματά του από το Μεξικό της προκολομβιανής εποχής, ενώ η Φρίντα παρέμεινε πιστή στην mexicanidad, την μεξικάνικη κουλτούρα που γνώριζε άνθιση εκείνη την εποχή. Πολλοί πίνακές της είναι αφιερωμένοι στην Παναγία, σαν ευχαριστία για την πραγματοποίηση μιας ευχής.
Με τον Ριβέρα να είναι ήδη αναγνωρισμένος ζωγράφος και με ζήτηση στην Αμερική, το ζευγάρι μετακόμισε πρώτα στο Σαν Φρανσίσκο και μετά στο Ντιτρόϊτ. Εκεί η Φρίντα απέβαλε και η θλίψη της αποτυπώνεται έντονα στους πίνακες «Αποβολή στο Ντιτρόϊτ» και «Νοσοκομείο Χένρι Φορντ».
Κατά τη διάρκεια της ζωής της η Φρίντα ήταν κυρίως γνωστή ως σύζυγος του Ριβέρα και όχι ως ζωγράφος. Η σχέση του ζευγαριού διαταράσσεται σοβαρά με τον ερχομό του 1937, μετά από ένα δύσκολο ταξίδι στη Νέα Υόρκη και την επάνοδό τους στο Μεξικό. Και τότε, ο εξόριστος και κυνηγημένος επί δέκα χρόνια από τον Στάλιν Λέον Τρότσκι φθάνει με τη σύζυγό του στο Μεξικό και γίνεται δεκτός από τον Ριβέρα και άλλους τροτσκιστές. Τον φιλοξενούν στο «Γαλάζιο Σπίτι» και οι ζωές τους αναστατώνονται.
Ανάμεσα στη Φρίντα και στον Λέοντα αναπτύσσεται ένας θυελλώδης έρωτας, ένα πάθος ασύλληπτης δύναμης. Ο Λέων δίνει μυστικά ραντεβού στη Φρίντα, κρύβεται μαζί της πίσω από έναν θάμνο, βάζει ραβασάκια στο βιβλίο που εκείνη διαβάζει. Ζουν πυρετικά, αδιαφορώντας για τον περίγυρο και τις φήμες που τους αποκαλούν «εραστές του Κογιοακάν». Τέλος στον έρωτά τους βάζει μετά από έξι μήνες η δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Όλο αυτό το διάστημα, με κυρίαρχο τον έρωτα, η Φρίντα ζωγραφίζει, περνά μια γόνιμη και σημαντική για την τέχνη και τη ζωή της περίοδο. Μετά τις ατελείωτες εγχειρήσεις και τους αφόρητους πόνους, η νέα γυναίκα διψά για ζωή, δημιουργία και έρωτα, και η ζωή της τα παρέχει όλα μαζί.
Ο Λεονάρδο Παδούρα στο βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά», περιγράφει υπέροχα τον έρωτά του με τη Φρίντα Κάλο:
«Η δίνη των αισθήσεων, στην οποία είχε πέσει, απαιτούσε μια διέξοδο την οποία άρχισε να κυνηγάει με σφοδρότητα. Αν και η σωματική κατάσταση της ζωγράφου επέβαλλε τον φραγμό της παραμόρφωσης που απαιτούσε από αυτήν να χρησιμοποιεί ορθοπεδικούς κορσέδες κι ένα μπαστούνι για να βοηθάει το πιο προβληματικό από τα πόδια της, ίσως ακριβώς εξαιτίας εκείνων των περιορισμών η γυναίκα αυτή βίωνε το σεξ και την αισθησιακότητα με τρόπο επιθετικό, εκρηκτικό, και, όταν ο Λίεφ Νταβίντοβιτς έμαθε ότι η ελεύθερη ηθική της τής είχε επιτρέψει να ικανοποιήσει τον πόθο της ακόμα και σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις, το διεστραμμένο ζιζάνιο του ανδρισμού είχε ξεχυθεί σε ωμές σκέψεις και σε μια λαχτάρα πιο ασυγκράτητη από όσες είχε νιώσει στα νιάτα του ή την εποχή που ήταν ο παντοδύναμος κομισάριος, όταν τόσες συντρόφισσές τους στον αγώνα του είχαν προσφέρει μια αλληλέγγυα διέξοδο στις συσσωρευμένες εντάσεις και θέρμες του.
Μέσα από τα ερωτικά ποιήματα και γράμματα που έκρυβε στις σελίδες των βιβλίων που συνήθιζε να συστήνει στη Φρίντα, οι εκκλήσεις του Λίεφ Νταβίντοβιτς απαιτούσαν ήδη την κορύφωση σε κάτι συγκεκριμένο. Η φωτιά που τον έσπρωχνε έκαιγε με τόσο ένταση που είχε καταφέρει να τον κάνει να ξεπεράσει τον φόβο ότι η Ναταλία θα υποπτευόταν τις ερωτοτροπίες του.
Κι εκείνη τη νύχτα του γλεντιού, όταν ο Ντιέγκο, η Ναταλία, οι φίλοι που είχαν ακολουθήσει στον περίπατο και οι γραμματείς μπήκαν στο κτίριο όπου βρισκόταν κάποια από τις τοιχογραφίες του Ριβέρα, αυτός έκανε πως έμεινε λίγο πίσω και, χωρίς να μεσολαβήσουν λόγια, έσπρωξε τη Φρίντα πάνω στον τοίχο της πρόσοψης και τη φίλησε στα χείλη, ενώ ταυτόχρονα από ανάσα σε ανάσα της επαναλάμβανε πόσο την ήθελε.
Εκείνη τη στιγμή ο Λίεφ Νταβίντοβιτς ριχνόταν με πλήρη επίγνωση στο πηγάδι της τρέλας και έθετε σε κίνδυνο ό,τι ήταν σημαντικό στη ζωή του: όμως το έπραξε ευτυχισμένος, περήφανος, παράτολμος και χωρίς το παραμικρό αίσθημα ενοχής, θα έλεγε στον εαυτό του μετά, πεισμένος ότι στο κάτω κάτω άξιζε τον κόπο να ξοδέψει σε εκείνο το όργιο των αισθήσεων τα καλύτερα φυσίγγια των τελευταίων πυρομαχικών του ανδρισμού του».
Η Φρίντα θεωρήθηκε ύποπτη για τη δολοφονία του Τρότσκι και ανακρίθηκε επί διήμερον. Ο Τρότσκι τής είχε ζητήσει όλα του τα γράμματα και τα σημειώματα, και τα έκαψε, εξαφανίζοντας κάθε πειστήριο του έρωτά τους.
Συνεχίζεται…