Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Φθινοπώριασε, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

 

Φθινόπωρο…βαθύ.

Ήρθες από τις διακοπές. Δηλαδή ήρθες, λέμε τώρα, ήρθες και δεν ήρθες. Η μισή έμεινες  στην ξαπλώστρα με την λασκαρισμένη πλάτη που κάθε τρεις και λίγο, χωρίς προειδοιποίηση σε παίρνει πίσω και μένεις εσύ με τα πόδια στον αέρα και το κεφάλι να χαζεύει τις σαγιονάρες της πίσω παρέας, πάνω στην πετσέτα με τις ρίγες και τα κρόσσια που  σου γαργαλάνε τη μύτη κάθε που φυσάει τ΄αγέρι, να εύχεσαι να μην το είδε άλλος κανείς αυτό το ρεζιλίκι.  Το αγέρι που κάνει τρελή χαρά με τα κάθε είδους κρόσσια, φέρνει μαζί του πάντα λίγο άρωμα καρύδας από τα αντιηλιακά, αυτά τα χωρίς δείκτη προστασίας, τα λαδερά και άρωμα καρπούζι από το τάπερ της παραπαρά δίπλα που προσπαθεί να ταΐσει το βλαστάρι της.

Πρώτη ώρα και τους έβαλες να γράψουν έκθεση με θέμα το φθινόπωρο και γιατί το αγαπάνε τόσο κι ενώ αυτά σπάνε το κεφάλι τους για να σε εντυπωσιάσουν, αφού δεν το αγαπάνε και τόσο επειδή απλούστατα έρχεται μετά το τέλειο καλοκαίρι τους,  εσύ βρίσκεσαι κοκκαλωμένη στην ζαβή ξαπλώστρα, με το μαλλί μες στ’ αλάτια και ντροπή καμία όμως! Τζίβες που ξανθαίνουν στις άκρες και πολύ τις χαίρεσαι. Πέντε μπουκαλάκια μαλακτικό θα θες μετά συν τις μάσκες επανόρθωσης, αλλά χαλάλι. Φοράς ένα κα-τα-πλη-κτι-κό καπέλο και τα πιό μοδάτα γυαλιά που σου κρύβουν το μισό σου πρόσωπο και το πλήρωσες χρυσό!

Το πλαστικό μπουκαλάκι με το βραστό νερό στο ξύλινο τραπεζάκι, το ενσωματωμένο με την χορτάρινη ομπρέλα, φτυστό εκείνο το βελούδινο λαμπατέρ του παππού που διάβαζε την εφημερίδα του και έπινε τον βαρύ και όχι του τις ώρες της κοινής ησυχίας. Κι όλο το σύστημα στην πρίζα συν ένα σεμεδάκι στο κεφαλάρι της πολυθρόνας, μπόνους. Ελληνική ταινία. Αυτό πάλι, που έζησες τόσες εποχές, μεγάλωσες με τρεις γενιές συγχρόνως, είσαι σαν μιά ερωτοχτυπημένη κι αδικημένη από την άτιμη κοινωνία Μαιρούλα, ερωτευμένη αιωνίως με έναν Αλέξη, πτωχό πλην τίμιο και αριστούχο της ιατρικής, σε μιά ελληνική ταινία του ‘60 ενώ εσύ γεννήθηκες το ‘68! Αυτό πού το βάζεις;

«Όχι κυρία μου, δεν μιλάω σε σας.»

Κάτι σκεφτόμουν φωναχτά και η κυρία από τον παραπαραδίπλα μαχαλά παρεξηγήθηκε που κοίταγα προς τα κει…Στην παραλία, σου λέει, πού είμαστε όλοι μιά οικογένεια. Εμ, έτσι που κυκλοφορούμε με τα πανωβράκια κατωβράκια…λογικό θα ήταν! Αφού άμα καμιά φορά συναντηθούμε με ρούχα θα αρχίσουμε να συστηνόμαστε! Άντε να της εξηγήσεις της κυρίας πως σκεφτόσουν το φθινόπωρο που έρχεται και σε λίγο χραααπ…πίσω όλοι στο μαντρί. Και δεν ξέρω και φλογέρα!

Το βιβλίο παραλίας, τούβλο από τα ακριβά, τα ευπώλητα… κι αυτό στον ξύλινο δίσκο με τις σκλήθρες, βαρίδι για τον λογαριασμό του παραλιακού μπαρακίου του ξενοδοχείου που αποδείχτηκε οικογενειακό όσο δεν παίρνει! Καλύτερα να είχα πάει κατευθείαν στα λουτρά Υπάτης.

Η μουσική ντούπα ντούπα, το παλεύει και είναι παραδόξως…  νανουριστική! Η ζέστη αφόρητη και πού ‘ ναι τώρα που το χρειάζεσαι ένα συννεφάκι. Έτσι για αλλαγή. Και θα μου γράφουν για το σύννεφο που έφερε βροχή κι έχουμε μείνει μοναχοί! Αλικάκι αθάνατο. Και γω τα αγαπώ τα σύννεφα. Μπορείς να τα χαζεύεις με τις ώρες και να μην βαριέσαι. Σαν να διαβάζεις ένα μικρό βιβλιαράκι στον ουρανό που έχει μόνο φωτογραφίες. Αυτό μοιάζει με τηλέφωνο και το δίπλα με την θεία μου την Κούλα και τανάμπαλιν!

Ποιος, όχι πείτε μου ποιος γυρίζει στο σχολείο μεθαύριο! Και φέτος η Τετάρτη δημοτικού προβλέπεται δύσκολη τάξη. Αυτά δεν είναι ούτε μικρά πια, αλλά ούτε και μεγάλα. Και σκέφτομαι το  «Γιατί αγαπώ το φθινόπωρο». Γιατί αλήθεια; Όλα τους θα αγαπάνε τα κίτρινα φύλλα που πέφτουν.  Εμένα μου γεμίζουν την αυλή, κάνουν βουναλάκια στις γωνίες, κι αν πιάσει και βροχούλα και δεν έχω προλάβει να τα μαζέψω…ούιιι…σαπίζουν και βρωμάνε! Πιφ.

Δεν περνάει κι αυτή η ώρα!

Τώρα θα γράφουν για τα χελιδόνια που φεύγουν…Πάνε κι οι κουτσουλιές μαζί! Αν και τελευταία, δεν ξέρω αν το πρόσεξαν κι άλλοι, αλλά δεν είδα πολλές φωλιές. Λυπηρό. Γιατί άραγε;

Πίσω στην παραλία.

Κόσμος περνάει τρέχοντας για να βουτήξει στην βραστή θάλασσα και σβαρνίζει ένα νταμάρι άμμο που αυτή την στιγμή μασουλάω μαζί με την μπανάνα μου…Φτου…φτου. Κοίτα τους τους ερωτευμένους που τρέχουνε να βουτήξουν λες και θα φύγει η θάλασσα! Ναι , τρεχάτε τώρα γιατί μετά θα βαριέστε να κυνηγιέστε ή θα κυνηγάτε τον μικρό Δημητράκη να μην τραβάει το μαγιό της γιαγιάς του. Δημητράααακη, φτύσε αυτήν την γόπα αμέσως. Πού την βρήκες; Φτύστην είπα.  Θες να την καταπιείς και μετά να φυτρώσει στο στομάχι σου μια σιχαμερή χλαπάτσα και μετά να βγει να σε φάει;(Δημητράκης κλαίει) Μπράβο Δημητράκη μου. Τι, κατουριέσαι; (Απευθυνόμενη προς τον σύζυγο)Κατουριέται πάλι…Σήκω να τον πας. Δεν σηκώνεσαι;  Ρε συ Λευτέρη…έλεος. Γιωργάκη, πάρε τον αδερφό σου να τον πας για τσίσα. Γιωργάκη είπα. Οκ. Δεν τον πάει κανείς.  Δημητράκη, βγάλε το πουλάκι σου και κατούρα στην άκρη στα βοτσαλάκια. Όχι τον κύριο παιδί μου. Στα βοτσαλάκια είπα… Συγνώμη κύριε…παιδιά βλέπετε, τί να κάνουμε;

Οι άλλοι ακόμα κυνηγιούνται.   Καλέ μην της βρέχεις τα μαλλιά, αφού σου λέει δεν θέλει να τα βρέξει ακόμα…μπαααα. Αλλά  και τί με νοιάζει εμένανε, δεν πα να της κάνει κι ανάποδο τόλουπ  με τριπλή περιστροφή και να την προσγειώσει στο αριστερό της αυτί. Εμ, έτρεχες και σύ μάναμ΄ τί τρέχεις; Άμα τρέχεις …θα-σε-πιάσει! Βασικά γι΄αυτό τρέχεις και μή μου τα λες εμένα  αυτά τα καλέ μη, καλέ όχι τα μαλλιά, καλέ φτάνει…Πατητή κάντης φίλε, πατητή μέχρι να βγάλει πίννες.

Έναν χυμό παγωμένο θα ήθελα εγώ τώρα και να μην μου δώσουν την Τετάρτη δημοτικού μπορώ; Αλλά τί λέω. Είμαι ήδη στην τάξη και ακούω το χράτς χρουτς από τα καλοξυσμένα ολοκαίνουργια μολυβάκια. Κεφαλάκια σκυμένα στα θρανία και μερικά που ξύνονται…¨οχι πάλι ψείρες Παναγία μου! Δεν θα τ΄αντέξω και φέτος!

Έπρεπε να τους βάλω να μετρήσουν γιατί αγαπάνε το καλοκαίρι. Να χαρούν να μετράνε  παγωτλα και  βουτιές και το μπόι τους πίσω από την πόρτα της κουζίνας . Γιατί να το αγαπάνε το φθινόπωρο δηλαδή; Που θα βρέχει βατράχους;

Εμένα τελικά με πήρε ο ύπνος στην ξαπλώστρα,  αλλά το μάτι γαρίδα στην τάξη.  Είναι αυτό το γνωστό, το «Κοιμάμαι όρθια»; Αυτό. Εμπειρία ονειροπόλησης που διακόπτεται από το κουδούνι.

Τα μικρά ποδαράκια τρεχοβολάνε να προλάβουν το διάλειμμα και φεύγουν αφήνοντας μιά χαριτωμένη ακαταστασία, ένα σούσουρο και τα τετράδια της έκθεσης στην άκρη της έδρας χαμογελώντας με σειρά αποχώρησης λες και έβγαιναν από σκηνή θεάτρου.  Τους χαμογελάω και γω γλυκά- είμαι κι από τον ύπνο- και ντανιάζω τα τετράδια όμορφα και τακτικά μπροστά μου ένας μπλε πύργος με λευκές ετικέτες.

Η τάξη άδειασε.

Τεντώνομαι νωχελικά και κροταλίζω τα δάχτυλα μου. Πιάνω το πάνω πάνω τετράδιο και διαβάζω.

¨Γιατί αγαπώ το φθινόπωρο¨

“Εγώ δεν αγαπώ το φθινόπωρο. Καθόλου μάλιστα. Γιατί όταν έρχεται εγώ φεύγω από την παραλία που τόσο αγαπώ. Εκεί πάμε με την μαμά, τον μπαμπά, τον μικρό μου αδερφό, την γιαγιά την θεία και τον θείο που είναι νιόπαντροι και όλο κυνηγιούνται στην παραλία και η θεία όλο φωνάζει βοήθεια και ο θείος αντί να την σώσει της κάνει πατητές. Απορώ πως η θεία ζει ακόμη! Αυτοί οι δύο μπαίνουν στην θάλασσα τρέχοντας και πετάνε άμμο σε μιά κυρία με μεγάλα γυαλιά και ένα τεράστιο αστείο καπέλο που κρύβει το πρόσωπό της. Αυτή και τις δεκαπέντε μέρες  στην παραλία του φο-βε-ρού ξενοδοχείου που μέναμε διάβαζε ένα τεράααστιο βιβλίο, πράγμα παράξενο γιατί όλο κοιμόταν και ξυπνούσε όταν έπεφτε από την ξαπλώστρα προς τα πίσω και όλη η παραλία την κοιτούσε και γελούσε! Εγώ κολυμπούσα όλη την ώρα και μάλωνα με την μαμά γιατί με έβαζε συνεχώς να προσέχω τον μικρό μου αδερφό, τον Δημητράκη, που όλο μου έκλεβε τις γόπες που μάζευα στο κουβαδάκι μου. Επίσης ο Δημητράκης όλο κατουριόταν και νευρίαζε την γιαγιά και την μαμά. Τον μπαμπά όχι( όχι, δεν τον νευρίαζε ) γιατί ο μπαμπάς δεν κοιτούσε τόσο πολύ  εμάς. Πιό πολύ κοιτούσε το κινητό του, κάτι μπύρες και την  κυρία με το τεράααστιο καπέλο. Και τότε η μαμά την αγριοκοίταζε την κυρία με το  καπέλο και τα αστεία γυαλιά και την αγριοκοίταζε και η κυρία και μετά η μαμά   έστελνε τον μπαμπά να πάει τον Δημητράκη να κατουρήσει αλλά ο μπαμπάς δεν πήγαινε και καθόταν να κοιτάει την κυρία με το καπέλο και τελικά ο Δημητράκης κατουρούσε μόνος του, άλλοτε τα βότσαλα στην άκρη της παραλίας κι άλλοτε τους περαστικούς.

 Άλλα δεν θυμάμαι. Αλλά αν δεν ερχόταν το φθινόπωρο εγώ θα ήμουν ακόμα διακοπές γι΄αυτό και δεν το αγαπώ καθόλου. (Το φθινόπωρο)

Γιαννάκης Παπαδόπουλος”

Μόνο στη Ρόδο-Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Γ@’μώ τον πατέρα που σας έκαμε!, του Γιάννη Στουραΐτη
Η φανουρόπιτα, του Νίκου Βασιλειάδη
Μια ηλιόλουστη μέρα Σαββάτου, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.