Ανοιχτή πόρτα Πόρτα στον Πολιτισμό

«Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ: η θεατρική τέχνη ως λύτρωση, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη

Spread the love

  

Ο Κωνσταντίνος Μεϊντάνης  είναι Απόφοιτος Κλασσικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ,  καθώς και του Kings College και Birkbeck Collegeτου Πανεπιστημίου τού Λονδίνου. 

 

 

 «Φθινοπωρινή Ιστορία», του Αλεξέι Αρμπούζωφ.

   Η θεατρική τέχνη της Αντί-στιξης ως λυτρωτική κατάφαση στο στίγμα

      Αλήθειας της ζωής.

     Αρχές του περασμένου Μάρτη… Aπαρχές διστακτικές της επερχόμενης άνοιξης. Κάποιες φορές, μια εμπειρία που σου δίνεται ως αφορμή σκέψης και ενέχει, συνάμα, τη δυναμική του βιώματος, μπορεί να νοηματοδοτήσει με έναν απόλυτα ξεχωριστό τρόπο καί τη στιγμή καί την εν γένει ψυχική κατάσταση που αφορμάται από αυτήν. Αρκεί η ψυχή σου να παραμένει -και να επιμένει- αξεδίψαστη για το νέο, το πρωτοείδωτο. Και ο νους να βρίσκεται σε εγρήγορση με όλη την αφομοιωτική δυναμικότητά του.

Δεν γνώριζα το έργο, ή άλλα έργα, του Αλεξέι Αρμπούζωφ. Μου δόθηκε, με την προτροπή και την πρόσκληση μιας αγαπημένης φίλης ηθοποιού, η ευκαιρία να οδηγηθώ, δίχως να το περιμένω, σε ένα «άνοιγμα» θεατρικής οπτικής και πραγματικότητας που ήταν, ή τουλάχιστον στάθηκε για μένα, σαν ένα ξάγναντο μέσα στο δειλινό φως μιας σταδιακά διαμορφούμενης «φθινοπωρινής» αίσθησης επί σκηνής και να αναστοχαστώ τη ζωή. Αυτήν τη ζωή που εκλαμβάνουμε ως δεδομένη, δίχως να αναλαμβάνουμε την ευθύνη, ή έστω να διατηρούμε αυτήν την ένστικτη ευαισθησία, να αναμετρηθούμε με όλα όσα η ζωή αυτή μάς φέρνει μέσα στα χρόνια που μας παίρνει, ίσαμε τις δειλινές της απολήξεις. Όταν η νιότη γίνεται πια περισσότερο ανάμνηση, και αυτή η ανάμνηση μένει αμφίσημη και αμφίστομη. Πίκρα σιωπηλή γι’ αυτό που ανεπίστρεπτα πέρασε, αλλά και βάλσαμο ανακουφιστικό για όλα όσα δόθηκαν στον κάθε άνθρωπο από τη χαραυγή της ενεπίγνωστης πορείας του στη ζωή.

Ίσως, αυτό που λέμε ζωή να μην είναι εν τέλει παρά μια «φθινοπωρινή ιστορία». Από ένα σημείο και μετά, πιο πολύ αναθυμόμαστε και αναδιηγούμαστε τα περασμένα, παρά ζούμε τα συγκαιρινά και συμβαίνοντα. Πιο πολύ μάς κατακλύζουν, καθώς ακατάπαυτα  αναβλύζουν από μέσα μας, από τα μύχια και τις αμυχές της ψυχής μας, οι αναθυμήσεις για τις εμπειρίες και για τα πρόσωπα, που κάποτε ζήσαμε και που απτά αγαπήσαμε, παρά η δράση και η πράξη ενός Εδώ και κάποιου Τώρα, καλυμμένου ίσως και από το αχνό άχρωμο πέπλο της συνήθειας. Τίποτα βέβαια δεν μπορεί να είναι απόλυτο, αφού αδέκαστοι νομοθέτες καί εδώ είναι ο νους και η καρδιά του ανθρώπου, καθώς στέκονται απέναντι στον πιο άκαμπτο και ανελεήμονα αντίπαλο: τον Χρόνο.

Η «Φθινοπωρινή Ιστορία» του Αλεξέι Αρμπούζωφ δόθηκε σε μια παράσταση εξαιρετική. Και πραγματικά μού έδωσε το έναυσμα ή, ορθότερα, αλλεπάλληλα εναύσματα, παράλληλα με την αισθητική απόλαυση και τη δεκτικότητά μου ως θεατή για όσα εκδιπλώνονταν επί σκηνής, να σκεφτώ αρκετά τα όσα είδα και άκουσα, αφού είχε πέσει πια η αυλαία.

Πάνω στη σκηνή, τα πεσμένα, σκόρπια κίτρινα φύλλα των δέντρων στο έδαφος, «ανέδιδαν» σε ομότροπη οπτική αντίστιξη καί την εποχή του χρόνου καί το γέρμα, αυτό το αργόσυρτο λυκόφως της ανθρώπινης ζωής. Αντιστικτικά δίνονταν, και κινούνταν, και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, το άρρεν και το θήλυ, τα δύο φύλα, που εκφράζουν δύο διαφορετικές εκδοχές-όψεις της ζωής, συνάλληλες ωστόσο στο υπόρρητο, εγγενές ενοποιό στοιχείο τους που, στην αρχή κυρίως του έργου, μοιάζει να τις «στοιχειώνει». Το στοιχείου αυτού του βαθύ, άρρητου πόνου, και του κενού που μένει από την απουσία της σχέσης, η οποία κάποτε υπήρξε, άνθισε, κάρπισε συναισθήματα, φυλλορρόησε από τη ροή του χρόνου δαμασμένη, και βυθίστηκε στη σιωπή που ταυτίζεται με την περατότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Δύο είναι τα πρόσωπα επί σκηνής, τόσο σε κινητική, εκφραστική, όσο και σε σωματική αντιρρόπιση, η οποία αρχικώς μοιάζει να στέκει ως αρραγής απόκλιση μεταξύ τους. Μέχρι λίγο πριν το τέλος του έργου, οπότε και θα αναφανεί στη βαθύτερη αλήθεια της ως ισορροπία αντιθέτων σε μιαν αρμονία συναλληλίας. Ο γιατρός-χειρούργος Ροντιόν Νικολάγιεβιτς, αφημένος στον εαυτό του, είναι υπεύθυνος για την ομαλή λειτουργία ενός «ησυχαστηρίου» κάπου κοντά στη Ρίγα, ενώ η Λύντια Βασίλιεβνα, που διαμένει για λίγο καιρό εκεί, βρίσκεται σε μια μεταιχμιακή, ίσως και αιχμηρή στη φύση της και στα συναισθήματα που τη συνοδεύουν, ηλικία. Η Λύντια είναι εκείνη που με τη συμπεριφορά της αναιρεί την τήρηση των κανόνων απρόσκοπτης λειτουργίας του ιδρύματος.

Όταν ο Ροντιόν τής επισημαίνει πως με τη φασαρία που εκείνη κάνει κυρίως όταν τραγουδάει, οι άλλοι διαμένοντες στο ίδρυμα πολύ συχνά ξυπνούν χωρίς να το θέλουν νωρίς το πρωί, η απόκρισή της είναι εμφατική, αλλά και αινιγματική στο εννόημά της: «Μα ελάτε τώρα, γιατρέ! Και τι έγινε αν χάσουν κάποια από τα όνειρα που θα έβλεπαν, αν συνέχιζαν τον ύπνο τους:!» Ο πόνος της ζωής και η επαναστατικότητα της ψυχής συνυφασμένα μέσα με μία και μόνον πρόταση, που εκρήγνυται ακαριαία σε μιαν εκκωφαντικά εύλαλη σιωπή μέσα στο νου και την καρδιά του θεατή. Πώς να μην θυμηθείς στο σημείο αυτό τα λόγια του Πρόσπερο από την 4η Πράξη της «Τρικυμίας» του Shakespeare; «Είμαστε καμωμένοι από το υλικό/ που πλάθονται τα όνειρα. Και η μικρή ζωή μας/ είναι κυκλωμένη από έναν ύπνο.» (“We are such stuff/ as dreams are made on; and our little life/ is rounded in a sleep.”)

Και εδώ, η επικοινωνία ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες δομείται αντιστικτικά. Η Λύντια φανερώνεται ενστικτωδώς χειμαρρώδης στα όσα λέει, εν αντιθέσει με τον λιγόλογο και μετρημένο γιατρό. Εκείνη «κορφολογεί» τη ζωή, όπως την έζησε και τη ζει, δίχως δισταγμό στα αλλεπάλληλα ανοίγματά της προς όσα η ζωή αυτή φέρνει. Και στα πολύ περισσότερα που αφαιρεί, ή έχει ήδη αφαιρέσει. Και τα δυο πρόσωπα κουβαλούν μέσα τους ένα ιδιαίτερο, βαρύ συναισθηματικό φορτίο γνώσης και απώλειας.

Ο γιατρός, προσηλωμένος στην τήρηση των αρχών και των απαιτήσεων της εύρυθμης λειτουργίας του θεραπευτηρίου, σχεδόν εθελουσίως κοντόφθαλμος, εστιασμένος αποκλειστικά στο απτό και σίγουρο. Αυτό μοιάζει να είναι το μόνο έρεισμά του πλέον, απέναντι στις παγερές πνοές ενός πεπρωμένου που στάθηκε ανελέητο. Από σκηνή σε σκηνή, η προσέγγιση των δύο προσώπων συγκροτείται με μιαν ανεπαίσθητα κλιμακούμενη δυναμική, καθώς καί το εξωτερικό περιβάλλον της εποχής του φθινοπώρου επιδρά πάνω στα πρόσωπα και επικαθορίζει την θεατρική δράση και διάδρασή τους. Η Απουσία και ο Πόνος είναι οι δύο σταθερές, μέσα στην αστάθεια και τους κλυδωνισμούς της ζωής, και της ψυχής που οιμώζει μέσα σε μιαν έντεχνα διαμορφωμένη σιωπή, πολύ πιο πέρα από τα λόγια και τους διαλόγους των ηρώων. Και, εξαιτίας του πόνου και, συνακόλουθα, από τη δίψα για επαφή, για το άγγιγμα, για συντροφικότητα, τα πρόσωπα ζητούν την λυτρωτική υπέρβαση της υπαρξιακής μοναξιάς τους στο άνοιγμα και την (συμ)μετοχή στη σχέση, αυτό το πιο καίριο διακύβευμα της ζωής.

(Συνεχίζεται…)

 

SHARE
RELATED POSTS
Με «όχημα» τα υπεραστικά ΚΤΕΛ η διαβούλευση του σ/ν για τα ομόφυλα ζευγάρια, του Δημήτρη Κατσούλα
Οι γατοκαβγάδες και ο Σουν Τζου, του Κωστή Α.Μακρή
Ελλάδα = Ελπίδα!, του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.