Τυλιγμένη με ένα κομμάτι τούλι, ακίνητη σαν κούκλα στην μέση του δωματίου. Εκεί βρίσκομαι. Με βλέπεις και δεν με βλέπεις. Είναι μια αίσθηση παράξενη. Να κοιτάζεις τον κόσμο μέσα από τις εκατοντάδες απίθανα μικρές τρυπίτσες αυτού του μαγικού υλικού . Μέσα από το τούλι όλα θαμπώνουν, σβήνουν οι γραμμές, τα σχήματα, όλα γλυκαίνουν. Το δικό μου τούλι μυρίζει κουφέτο και όπως το χαϊδεύει το αεράκι από το ανοιχτό παράθυρο το κάνει να τρεμοπαίζει μπρος στο πρόσωπό μου. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και οι βλεφαρίδες μου ακουμπούν στο αρωματισμένο τούλι. Ακούω το ρολόι να μετράει τα δευτερόλεπτα. Ατελείωτα μου μοιάζουν τα δευτερόλεπτα της ακινησίας κι όμως ο χρόνος τρέχει τόσο γρήγορα. Χιλιάδες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου. Καμία δεν στέκεται να την επεξεργαστώ. Μόνο περνούν και χάνονται. Λες πως το τούλι τις θαμπώνει κι αυτές. Όπως θαμπώνει τα πάντα. Σαν φίλτρο είναι το τούλι, που κρατάει το σημαντικό, το ουσιώδες. Το “ζουμί “. Και οι άνθρωποι που ζουν τις στιγμές τους πίσω από τούλινες κουρτίνες έχουν κερδίσει την μάχη. Για τον πόλεμο δεν ξέρω…