Όταν πρωτοείδα έργα του Σπύρου Ντασιώτη σε φωτογραφίες, η πρώτη μου σκέψη-παρόρμηση ήταν ότι θέλω να βρεθώ κοντά τους και να τα χαϊδέψω.
Μπαίνοντας, μαζί με τη γυναίκα μου, στην Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, στο Νέο Ηράκλειο, το Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2019, είδα τα όρθια δέντρα δεξιά και στο βάθος της αίθουσας και μετά πρόσεξα ότι ο Σπύρος καθόταν αριστερά με παρέα γύρω από ένα μικρό τραπέζι· είδα και ένα μπολ με ελιές και ποτήρια.
Πριν χαιρετηθούμε και αγκαλιαστούμε με τον Σπύρο, πλησίασα έναν, ζωντανεμένο από τον ίδιο, κορμό καμμένου δέντρου και με το θράσος ανθρώπου που δεν έχει μάθει ότι τα έργα τέχνης δεν τα πιάνουμε, δεν τα χαϊδεύουμε, δεν τα φτύνουμε για να μην τα μαιτιάσουμε και δεν τα αγκαλιάζουμε σφιχτά σαν ξενιτεμένους συγγενείς μας, αλλά απλώς τα κοιτάμε, άρχισα να το χαϊδεύω· καθόλου δεν σκέφτηκα τι θα γινόταν αν ―ας πούμε― τα εκατομμύρια επισκεπτών του Μουσείου των Δελφών αποφάσιζαν να αρχίσουν να χαϊδεύουν τον Ηνίοχο.
Είναι λίγο παράξενο για μένα να προσπαθώ να βάλω σε λέξεις τη συν-κίνηση (συγκίνηση) και τις σκέψεις που μου προκαλούν τα έργα του Σπύρου Ντασιώτη επειδή όσοι με ξέρουν ξέρουν ότι όταν θέλω να πω κάτι με τρισδιάστατες μορφές ξύλου το λέω με τρισδιάστατες μορφές ξύλου και ότι δεν ισχυρίζομαι ότι με τα λόγια λέγονται όλα.
Πολλές φορές λέγονται πολλά με μουσική, με χορό, με ένα νεύμα, μια κίνηση ή με τη σιωπή και την ακινησία. Αλλά με ξύλο δεν μπορώ να εκφράσω τα συναισθήματα που μου προκαλούν τα ξύλινα έργα του Σπύρου.
Τα λόγια είναι πολύ χρήσιμα για να δώσεις οδηγίες σε ναυτιλομένους ή να προσφέρεις αλληγορικές κυριολεξίες σε κάποιους που μπορούν να ξεδιαλέγουν από τα λόγια σου τα δικά τους λόγια, καθώς τίποτα απ’ όσα λέμε και γράφουμε δεν μεταβιβάζεται στον άλλον ως αυτό που εμείς είχαμε στο μυαλό μας και τίποτα δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μοναδική υποκειμενική σύλληψη από τον άλλον κάθε αμετάβατης αντικειμενικής πραγματικότητας.
Πολλά λέω όμως για κάτι που είναι δυσερμήνευτο αν όχι ανείπωτο.
Το πώς δηλαδή ο Σπύρος Ντασιώτης δανείζει/χαρίζει/εμπλουτίζει ―πλουτίζοντας κι ο ίδιος, εννοείται― από το τεράστιο απόθεμα «ψυχής» που έχει (κι ανάθεμα κι αν ξέρω τι είναι ή τι σημαίνει «ψυχή» αλλά νομίζω ότι καταλαβαινόμαστε…) τα ―κατά πολλούς «πεθαμένα»― δέντρα.
Πεθαμένα από τη φωτιά ή από το γήρας.
Δεν μπορώ να ορίσω αλλιώς τον γλύπτη, ζωγράφο, ποιητή Σπύρο Ντασιώτη παρά ως έναν σπουδαίο Εμψυχωτή Δέντρων.
Και χαίρομαι και περηφανεύομαι που μπορώ να τον αποκαλώ Φίλο. Και του εύχομαι να βρει πολύ σύντομα έναν δικό του, πιο άνετο και λειτουργικό, χώρο για να δημιουργεί και να εκθέτει τα έργα του: τα ενήλικα ξύλα του και τις παιδικές ζωγραφιές του. Γιατί ξέρω ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες εργάζεται και κατεργάζεται τα θαυμαστά, ψυχωμένα και μνημειώδη ξύλα του, θα αποθάρρυναν και τον πιο πεισματάρη, επίμονο και τολμηρό γλύπτη.
05 Νοεμβρίου 2019
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr