Ανοιχτή πόρτα ΕΥ ΖΗΝ

Ρίκυ, το έξυπνο ραδίκι, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Spread the love

Χρυσαφένια μου αγάπη, ήθελα να σου γράψω δυό λόγια για να επικοινωνήσω με ένα άνθρωπο που κάποτε με αγάπησε βαριά, ε, βαθιά ήθελα να πω.  Τις τελευταίες μέρες, θα τα άκουσες τα δικά μου,  νιώθω πως όλοι με μισούν. Τα κανάλια με μισούν, οι δημοσιογράφοι με μισούν, ως και ο πρωθυπουργός με μισεί!

Σημείωση: όταν βγω από δω μέσα να θυμηθώ να πάρω τα παιδιά ένα τηλέφωνο, τον Βλαντιμίρι και τον γλυκό μου τον χρυσό μου τον Ντόναλντ, να τον περιλάβουν.

Εδώ στην κρύα φυλακή ξύπνησαν ένα σωρό αναμνήσεις και δεν μπορώ να ηρεμήσω.  Θυμάμαι τη μαύρη μέρα που με άφησες μόνο κι έρημο, στο χρυσόσπιτό μας, να πνίγω το καημό μου στις ροζ Moet.  Εκείνες που σου άρεσαν να  αδειάζεις στο χρυσό τζακούζι και να κάνεις μπάνιο. Μεταξύ μας, μπιάχ, αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα. Σταγόνα και τάληρο. Το άξιζες όμως σμαράγδι μου πολύτιμο. Κι ας με παράτησες. Δεν σου κρατάω κακία.

Έφυγες, διαμαντομπριλατένια μου  και μου έμειναν  879 κιβώτια  σαμπάνιες στο υπόγειο (και το χρυσό τζακούζι χάλια γιατί από το αλκοόλ έφυγε όλο το χρυσό λούστρο, ζαφείρι  μου μονάκριβο).  Αλλά χαλάλι σου. Και δεν σε αδικώ. Είχες δίκιο σε όλα. Είχα απορροφηθεί τόσο με την δουλειά που σχεδόν δεν σε έβλεπα μέσα στο σπίτι.  Είναι βέβαια που έλαμπες και συ πλατινένια μου, ήταν και το μάτι μου συνηθισμένο όλη μέρα στο γραφείο, πού να σε ξεχωρίσω πάνω στον ολόχρυσο ταφταδένιο καναπέ μας; Ήσουν ένα με το ντεκόρ, με τα χρυσά σου τα μαλλάκια να σέρνονται στο πάτωμα και να μπλέκουν με τα σχέδια της χρυσής μπουχάρας μας. Την αγαπούσα εκείνη την μπουχάρα. Κάποιος την έφερε στο μαγαζί μια μέρα και είδα κι έπαθα να τον πείσω πως δεν παίρνω χαλιά ενέχυρο. Στο τέλος του έδωσα κάτι ψιλά να πιει μια μπύρα στην υγειά μου και μας έμεινε το χαλί!

Τώρα είμαι μόνος, σχεδόν, σ΄ ένα κρύο δωμάτιο, χωρίς μπουχάρα, χωρίς θέρμανση, χωρίς Moet και στα χέρια μου φορώ κάτι παράξενα κακόγουστα βραχιόλια από ένα μέταλλο που το δέρμα μου δεν αναγνωρίζει και ξύπνησε πάλι εκείνο το παλιό το έκζεμα. Η Αηδία , όπως την έλεγες χαριτολογώντας.  Θυμάσαι, τότε, που φορούσα εκείνο το φτηνιάρικο επίχρυσο ρολόι και γέμιζαν τα χέρια μου φουσκαλίτσες φουσκαλίτσες φουσκαλίτσες και με φαγούριζαν; Ε, πιο χάλια.

Μου λείπεις. Μου λείπουν τα χρυσαφένια σου μαλλάκια που είχες αγοράσει τρέσα τρέσα από την Τουρκία, τότε που σε είχα στείλει μαζί με τον καμπούρη, τον παραλίγο κουμπάρο μας, να μου ξεπετάξετε ένα έκτακτο φορτίο που ‘σκασε στις γιορτές. Χαμός στις γιορτές στο μαγαζί και κούυυυραση. Γκρίνιαζες  και συ που όλη μέρα έλειπα. Για να πάνε οι πελάτες σούπερ μάρκετ για το γιορτινό τραπέζι , εγώ δεν είχα αποθήκη λεύτερη να βάλω τα διαμαντικά τους! Μεγάλος μπελάς τα  Χριστούγεννα.

Θυμάμαι με τί χαρά γύρισες από την Πόλη με το χρυσό καταρράκτη στο κεφάλι σου και μου είπες «Ρίκυ, σ΄αρέσουν τα καινούργια μου μαλλιά, δεν είναι τέλεια; Θα σκάσει από το κακό της η Πάολα όταν με δει πρώτο τραπέζι πίστα, αλλά δεν μπορώ να κουνήσω τα δάχτυλά μου και δεν ξέρω τί συμβαίνει»

Και γω σου είπα « Δεν συμβαίνει τίποτα, αλλά βγάλε και συ κάνα δαχτυλίδι ρε συ Γκόλντι, θα σου μείνει κουσούρι, και σταμάτα να αγοράζεις καινούργια χρυσαφικά, τόσα έχουμε στο μαγαζί» Αλλά εσύ άρχισες πάλι εκείνο το ίδιο παραμύθι πως δεν αντέχεις να φοράς τα χρυσαφικά των πεθαμένων και πως έχουν κακή ενέργεια και για κείνο το περιδέραιο που σου είχα φέρει κάποτε που έσφιγγε μόνο του και ήθελε να σε πνίξει στον ύπνο σου κι άλλα τέτοια χαζά που ποτέ δεν κατάλαβα. Δηλαδή, τι θες να πεις, σε ρώτησα,  πως το Ρόλεξ μου είναι στοιχειωμένο, ήμαρτον Κύριε!

Και συ τότε γέλασες και φάνηκε το χρυσό δόντι με τα μπριγιάν που σου έκανα πρόταση γάμου. Τα θυμάμαι και κλαίω.

Μου είπες «Πρόταση κάνουν με μονόπετρο ρε συ Ρίκυ, όχι με κυνόδοντα…» και γω σου είπα «Γκόλντι μου,  έπρεπε πρώτα να διαβάσεις την κάρτα που είχα στο κουτάκι με το χρυσόδοντο, που σου έγραφα:-Χρυσαφένια μου, πες το ναι και δίπλα μου θα αποκτήσεις oλόκληρη χρυσή μασέλα με μπριγιάν!»

Εκείνη την νύχτα, κάτω από το ολόχρυσο φεγγάρι, σου ζήτησα να γεράσουμε μαζί, αγκαλιά, δυό γεροντάκια με χρυσές μασέλες, στον χρυσό μας οίκο, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα της αστυνομίας !

Α, ρε Γκόλντι. Μου λείπεις. Μου λείπεις πολύ. Ειδικά τώρα που χρειάζομαι έναν άνθρωπο να μου φέρνει τα πούρα μου και κανά ουίσκι να ξεχαστώ. Είχαμε ένα μπουκάλι συλλεκτικό  στο μπαρ, τον χρυσό τον Τζόνι που περπατάει, λεύτερος, ο τυχεράκιας. Αυτόν να μου φέρεις.

Και γω εδώ, στο κρύο τούτο δωμάτιο, μόνος, χωρίς το χρυσό μου το ρολόι, το χρυσό μου κομπολόϊ, τις ανατομικές μου παντοφλίτσες.  Να πρέπει να πηγαίνω σε μιά βρώμικη ολόλευκη τουαλέτα, με μια λεκάνη από φτηνή πορσελάνη και σαπούνι σε πλάκα και να΄ναι κι άλλος κόσμος μπροστά! Τα βλέπαμε στο nova και δεν τα πιστεύαμε!  Είπα πριν «πλάκα» και θυμήθηκα τις αγαπημένες μας πλάκες χρυσού που είχαμε στην βεράντα για να μην μας παίρνει ο αέρας τις χαρτοπετσέτες.

Τώρα πια όλα άλλαξαν. Εδώ δεν φυσάει ντιπ και η ζωή μου έγινε …μίνιμαλ. Χωρίς λάμψη. Κακόγουστη. Και ξέρεις πόσο το σιχαίνομαι το μίνιμαλ. Ο κόσμος δεν με αγαπάει πια. Θα  θυμάσαι βέβαια το πόσο με λάτρευε; Ερχόντουσαν στο μαγαζί οι άνθρωποι με τις λίρες τους και τα κοσμήματα του γάμου τους σε σακούλες και έφευγαν με λίγα λεφτά (γιατί δεν είμαι και η πρόνοια, να είμαστε λογικοί, μην είμαστε και πλεονέκτες) και λιγότερες αναμνήσεις.

Αν θες την άποψή μου προσέφερα κοινωνικό έργο και κανονικά θα έπρεπε να βραβευτώ και όχι να με σέρνουν στις φυλακές και τα ανακριτικά γραφεία ξεχτένιστο και με την ρίζα να έχει βγει δύο πόντους.  Αλλά έτσι είναι, στην πατρίδα σου κανείς δεν αναγνωρίζει την αξία σου. Ευτυχώς έχω και δυο μαγαζιά στο εξωτερικό να φύγω από δω να δω να ησυχάσει το κεφαλάκι μου , με τους άξεστους βλάχους, να δω μετά τί θα κάνουν χωρίς Ρίκι.

Οι άνθρωποι σε μένα άφηναν τα βάρη τους και ηρεμούσαν από το άγχος των χρεών τους Άφηναν πίσω  το παρελθόν τους. Διότι τί είναι το παρελθόν αν το καλοσκεφτείς Γκόλντι μου, περιττό βάρος Γκόλντι μου είναι το παρελθόν. Και γω το καλοσκέφτηκα και είπα, αυτό θέλω να κάνω στην ζωή μου, να ξαλαφρώνω τους ανθρώπους, να προσφέρω. Ήμουν ανάμεσα στο να γίνω ψυχολόγος ή να γίνω ενεχυροδανειστής. Μεγάλο το  δίλημμα. Τελικά με κέρδισε η  τέχνη. Ήταν και το επάγγελμα ανοιχτό. Το αντικείμενο είχε ενδιαφέρον, είχε προοπτικές. Είχε επαφή με τον πελάτη. Μιλάμε για προσωπική επαφή. Ερχόταν ο άλλος και σου έλεγε τα σώψυχά του. Όλοι πονεμένοι εντωμεταξύ. Ήταν βέβαια και φορές που βαριόμουν, αλλά δεν άφηνα να φανεί.  Πόσες φορές να ακούσεις πια την ίδια ιστορία; «Η τράπεζα μου παίρνει το σπίτι, η μάνα μου είναι στο νοσοκομείο, η εφορία με κυνηγάει…μπλα μπλα μπλα» Αλλά και καρδιοχειρουργός να ήμουν κάθε μέρα μυαλά να βλέπεις θα βαρεθείς κάποια στιγμή.

Υπέμεινα όμως γιατί ήθελα να πάω μπροστά, να γίνω ο πρώτος κι ο καλύτερος. Κι έγινα. Αλλά, όχι χωρίς κόπο, διάβασα πολύ, ασχολήθηκα, πήρα και το μεταπτυχιακό μου στην τοκογλυφία και ένα δεύτερο  στην κλεπταποδοχή.  Διδακτορικό δεν πρόλαβα γιατί με μπουζουριάσανε. Αλλά ποτέ δεν είναι αργά. Όταν με βγάλει ο Αλέξης (όχι ο πρωθυπουργός, ο άλλος, κοίτα μιά σύμπτωση τώρα!) θα στρωθώ στο διάβασμα.

Αχ, αχάριστος που είναι όμως ο κόσμος. Ήμουν για όλους μιά ανοιχτή αγκαλιά, χωρίς πιστωτικό όριο. Μιά χρυσή αγκαλιά να αποθέτουν όλοι τις αγωνίες τους, τον πόνο τους, το μονόπετρο της πεθεράς τους και ό,τι άλλο τους χαλούσε το τσι.  Ήμουν η καλύτερη ψυχοθεραπεία. Είχα το χάρισμα, το χρυσό άγγιγμα του Μίδα( ένας αρχαίος, δεν τον ξέρεις) και τα μεγαλύτερα χρηματοκιβώτια. Σε μένα έβρισκαν παρηγοριά και θεραπεία οι πιό δύσκολες περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις που ούτε τα χάπια δεν τους έπιαναν.

«Άλλοι πάνε για ρέϊκι. Οι έξυπνοι έρχονταν στον Ρίκι…» Αξέχαστο σλόγκαν! Χρυσές στιγμές στην διαφήμιση.

Κι ένα σου λέω…δεν με νοιάζει η φυλακή, άλλωστε έχω κάνει το κουμάντο μου, με νοιάζει που δεν με αγαπάνε πια οι ανθρώποι. Γιατί εγώ κατά βάθος είμαι πολύ ευαίσθητος και συ το ξέρεις πιο καλά απ’ όλους. Γι΄αυτό σου λέω, γύρνα πίσω, ή έστω τηλεφώνα, γύρνα τουλάχιστον εσύ γιατί εμένα δεν με βλέπω να γυρίζω γρήγορα. Γύρνα να αναλάβεις τους εργάτες στην οικοδομή γιατί αν δεν έχουν κάποιον από πάνω είναι ικανοί να μου το κάνουν χάλια το ανάκτορο. Να μου αφήσουν τις μετώπες αζωγράφιστες και το γκαζόν σαν βοσκοτόπι.

Σε χρυσοφιλώ

Ο Ρίκι σου

Υστερόγραφο: Οι σαμπάνιες άραγε να έχουν ημερομηνία λήξεως;

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Γιατί χάθηκε η ευγένεια;, του Αντώνη Η.Διαματάρη
Σμάρω Σωτηράκη
Φθινοπωρινή Ισημερία, της Σμάρως Σωτηράκη
Ο Εφιάλτης του Πετρελαιά! – Fusion – Confusion!, του Γιώργου Σαράφογλου-George Sarafoglou

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.